Πρόεδρος για τον λαό | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πρόεδρος για τον λαό

Μπορεί ο Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ να σώσει την Ένωση και να αποτρέψει μια Brexit;
Περίληψη: 

Οι ηγέτες τής ΕΕ αναγνωρίζουν ότι μια Brexit, δηλαδή η έξοδος της Βρετανίας από την ΕΕ, θα αποτελούσε ένα σημαντικό πλήγμα για το γόητρο και το κύρος τής Ένωσης, και θα εργαστούν σθεναρά για να την αποφύγουν.

Ο R. DANIEL KELEMEN είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Rutgers και επισκέπτης καθηγητής στο Πρόγραμμα Νομικής και Διεθνών Υποθέσεων στο Πανεπιστήμιο Princeton. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Lessons from Europe? What Americans Can Learn from European Public Policies.

Σε μια συνεδρίαση την περασμένη Παρασκευή στις Βρυξέλλες, οι ηγέτες τής ΕΕ ψήφισαν για να ορίσουν τον Jean-Claude Juncker, τον πρώην πρωθυπουργό τού Λουξεμβούργου, ως τον επόμενο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που είναι το εκτελεστικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η υποψηφιότητα Γιουνκέρ αποτέλεσε μια σημαντική νίκη για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και μια ταπεινωτική ήττα για τον Βρετανό πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον, ο οποίος τον περασμένο μήνα, αγωνίστηκε για να εμποδίσει τον διορισμό τού Γιουνκέρ, σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τους Βρετανούς ευρωσκεπτικιστές.

Στον απόηχο της ήττας, ο Κάμερον αποκάλεσε τον εαυτό του θαρραλέο ηττημένο ο οποίος, σύμφωνα με την καλύτερη βρετανική παράδοση, επέμεινε επί της αρχής για την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων απέναντι σε ανυπέρβλητα εμπόδια. Τα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης, όμως, τον γελοιοποίησαν. Η γερμανική Bild, μια εφημερίδα ταμπλόιντ, χαρακτήρισε τον Κάμερον ως τον «Wayne Rooney της πολιτικής τής ΕΕ», αναφερόμενη στο βρετανικό αστέρι τού ποδοσφαίρου που οδήγησε στην ήττα την ομάδα του στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Εν τω μεταξύ, η υψηλής αισθητικής εφημερίδα Frankfurter Algemeine Zeitung τον συνέκρινε με τον Δον Κιχώτη.

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΚΑΜΕΡΟΝ

Μπορεί να φαίνεται περίεργο το γεγονός ότι η ρουτίνα τής επιλογής τού νέου επικεφαλής γραφειοκράτη των Βρυξελλών προσέλκυσε τόσο πολύ την προσοχή των μέσων ενημέρωσης. Αλλά η διαδικασία ήταν διαφορετική αυτή την φορά, και διακυβεύοντο πολύ περισσότερα από όσα σε μια απλή ρουτίνα γραφειοκρατικής πολιτικής.

Στην πορεία προς τις εκλογές τού περασμένου μήνα για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι κομματικές ομάδες στο εσωτερικό τού κοινοβουλίου είχαν ξεκινήσει μια νέα διαδικασία για την επιλογή τού προέδρου, κάτι που, όπως ισχυρίστηκαν, θα ενισχύσει την δημοκρατία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντί να επιτρέψουν στις εθνικές κυβερνήσεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για να επιλέξουν κεκλεισμένων των θυρών έναν υποψήφιο για την προεδρία, όπως έκαναν στο παρελθόν, αυτή την φορά θα αποφάσιζαν οι ψηφοφόροι. Κάθε μεγάλη κομματική ομάδα ονομάτισε έναν υποψήφιο - το λεγόμενο Spitzenkandidat (κορυφαίο υποψήφιο) - για την προεδρία πριν από τις εκλογές. Όλες οι κομματικές ομάδες συμφώνησαν ότι ο υποψήφιος του οποίου το κόμμα εξασφαλίσει τις περισσότερες έδρες στις βουλευτικές εκλογές, θα γίνει πρόεδρος.

Ακούγεται αρκετά απλό. Αλλά για την κυβέρνηση Κάμερον, η διαδικασία ήταν απαράδεκτη. Για τον Κάμερον και τους ευρωσκεπτικιστές στο Συντηρητικό Κόμμα του, το να βασιστεί η επιλογή τού προέδρου στο αποτέλεσμα των ευρωβουλευτικών εκλογών ήταν ένα πάρα πολύ προωθημένο βήμα προς την κατεύθυνση μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδιακής κυβέρνησης - και μια παράνομη αρπαγή εξουσίας από το κοινοβούλιο.

Οι εκλογές προχώρησαν και, παρά τις ευρέως γνωστές επιτυχίες των ακροδεξιών και των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων, τις περισσότερες έδρες τις κέρδισε η κεντροδεξιά τού Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ). Ο Γιουνκέρ, ο υποψήφιος του ΕΛΚ, στην συνέχεια, ορίστηκε να γίνει πρόεδρος αφού οι αντιπρόσωποι τον ενέκριναν στην σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τής περασμένης Παρασκευής. (Για τον Κάμερον, η επιλογή τού Γιουνκέρ ήταν ιδιαίτερα ενοχλητική: Ο Κάμερον τον επέκρινε ως παρεοκράτη τής Ευρωπαϊκής Ένωσης και φεντεραλιστή).

Στην πορεία προς την Σύνοδο Κορυφής, ο Κάμερον νόμιζε ότι θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει επαρκή στήριξη μεταξύ των εθνικών ηγετών ώστε να μπλοκάρει τον Γιουνκέρ και ότι, με αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσε να κερδίσει την εύνοια με των Βρετανών ευρωσκεπτικιστών. Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ - της οποίας το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα είναι μέλος τού ΕΛΚ - αρχικά εμφανίστηκε αμφίθυμη ως προς τον Γιουνκέρ, αν μη τι άλλο επειδή ήθελε οι εθνικές κυβερνήσεις στο Συμβούλιο να διατηρήσουν τον έλεγχο του διορισμού τού προέδρου. Οι ηγέτες τής Ιταλίας, της Ολλανδίας, και της Σουηδίας εξέφρασαν επίσης επιφυλάξεις για την διαδικασία περί τον Spitzenkandidat και για την καταλληλότητα του Γιουνκέρ. Και έτσι ο Κάμερον ξεκίνησε μια εκστρατεία ενάντια στον Λουξεμβούργιο και στο αξίωμα ότι το Κοινοβούλιο θα πρέπει να επιλέγει τον πρόεδρο. Έφθασε, μάλιστα, στο σημείο να προειδοποιήσει τους συναδέλφους του ηγέτες ότι ο διορισμός τού Γιουνκέρ θα αύξανε την πιθανότητα εξόδου τής Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η εκστρατεία τού Κάμερον δεν λειτούργησε. Κατ’ αρχάς, όταν η Μέρκελ αμφιταλαντευόταν για την υποστήριξη του Γιουνκέρ, ο γερμανικός Τύπος τής επιτέθηκε για την αποτυχία της να σεβαστεί το αποτέλεσμα των εκλογών τού Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και για την υπονόμευση της προσπάθειας του σώματος προς ενίσχυση της δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι σοσιαλδημοκράτες εταίροι τής Μέρκελ ακολούθησαν. Και έτσι η Μέρκελ άλλαξε πλεύση και βγήκε να υπερασπιστεί τον Γιουνκέρ. Άλλοι αρχηγοί κρατών, πολλοί ενοχλημένοι από την αδιάλλακτη προσέγγιση του Κάμερον, σταδιακά συμπαρατάχθηκαν με την Γερμανίδα ηγέτη. Αν και ήταν σαφές ότι ο Κάμερον δεν είχε πλέον την υποστήριξη που χρειαζόταν για να εμποδίσει τον Γιουνκέρ, ένιωθε ότι δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Και έτσι απαίτησε μια άνευ προηγουμένου ψηφοφορία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τον διορισμό τού Γιούνκερ. Τελικά, νικήθηκε με 26 υπέρ έναντι δύο κατά, υποστηριζόμενος μόνο από τον Ούγγρο αμφιλεγόμενο - και όλο και πιο ευρωσκεπτικιστή - ηγέτη Βίκτορ Όρμπαν.

ΕΝΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΔΡΙΑ;

Είτε κάποιος το βλέπει ως μια παράνομη αρπαγή εξουσίας είτε ως ένα τολμηρό βήμα προς τα εμπρός για την πανευρωπαϊκή δημοκρατία, το τέχνασμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πέτυχε ξεκάθαρα. Το γεγονός ότι ο νικητής Spitzenkandidat θα γίνει πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σημαίνει ότι, σε πέντε χρόνια, όταν πραγματοποιηθούν οι επόμενες ευρωπαϊκές εκλογές, είναι πιθανό να επαναληφθεί η διαδικασία.