Ο πιο κοντινός εχθρός | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο πιο κοντινός εχθρός

Γιατί ο πραγματικός εχθρός τού Ισραήλ δεν είναι στην Γάζα

Με την Χαμάς να ρίχνει ρουκέτες σε ισραηλινές πόλεις, είναι φυσικό ότι η πρωταρχική ανησυχία τού ισραηλινού κοινού τις τελευταίες ημέρες υπήρξε η φυσική του ασφάλεια. Αλλά θα πρέπει επίσης να ασχοληθεί με άλλα, εξίσου επικίνδυνα, προβλήματα που δημιουργούνται από την τρέχουσα κρίση. Καθώς το Ισραήλ μετατοπίζεται προς τον πόλεμο, η εξουσία τού κράτους τού Ισραήλ και η ικανότητα της χώρας να παραμείνει μια πλουραλιστική δημοκρατία τελεί υπό απειλή.

Μετά την φρικιαστική δολοφονία τριών εφήβων τον περασμένο μήνα – των Naftali Frankel, Gilad Shaar και Eyal Yifrach - οι οποίοι ήταν από τους ισραηλινούς οικισμούς στην Δυτική Όχθη και απήχθησαν και στην συνέχεια πυροβολήθηκαν από έναν πυρήνα τής Χαμάς από την Χεβρώνα, ο θυμός και η θλίψη μετατράπηκε γρήγορα σε εκκλήσεις για εκδίκηση. Πολιτικές προσωπικότητες από το ακροδεξιό κόμμα Habayit Hayehudi (Εβραϊκή Εστία) και εξτρεμιστικά μέλη τού κόμματος τού Ισραηλινού πρωθυπουργού Βενιαμίν Νετανιάχου, Λικούντ, απαίτησαν άμεση αντίδραση, προτροπές που γρήγορα απηχηθήκαν μέσα από τα ισραηλινά social media. Υπερεθνικιστά και μεσσιανικά στοιχεία μέσα στην ισραηλινή κοινωνία, όπως ήταν εύκολα προβλέψιμο, αποδείχθηκαν πρόθυμα να απαντήσουν στις εκκλήσεις. Σύντομα άρχισαν να παρενοχλούν και μερικές φορές να επιτίθενται εναντίον αθώων μουσουλμάνων στους δρόμους των ισραηλινών πόλεων και οικισμών - ένα κύμα εγκλημάτων μίσους που έφτασε στο αποκορύφωμά του με την ειδεχθή δολοφονία ενός Παλαιστίνιου έφηβου, του Muhammad Abu Khdeir, ο οποίος απήχθη και κάηκε ζωντανός από μια ομάδα ισραηλινών εξτρεμιστών.

Καθώς η είδηση περί του θανάτου τού Khdeir εξαπλωνόταν, φάνηκε για μια στιγμή ότι οι Ισραηλινοί είχαν συγκλονιστεί αναγνωρίζοντας τις ολέθριες συνέπειες των πύρινων και γεμάτων μίσος εκκλήσεων για εκδίκηση. Ο ίδιος ο Νετανιάχου καταδίκασε κατηγορηματικά την δολοφονία και κάθε κίνηση εναντίον αθώων Αράβων, ακόμη και καθώς εφιστούσε την προσοχή στο πώς οι Ισραηλινοί και οι Παλαιστίνιοι απαντούν στην βία από ρατσιστικά κίνητρα. Ωστόσο, όπως έχει συμβεί πολύ συχνά στο παρελθόν, η ενδοσκόπηση – η εξέταση στο εσωτερικό τού Ισραήλ σχετικά με τα όρια της νόμιμης ρητορικής και το μονοπώλιο του κράτους στη νόμιμη χρήση βίας - έδωσε γρήγορα χώρο για την κλιμάκωση της βίας μεταξύ του Ισραήλ και της Παλαιστίνης. Για μια ακόμη φορά, η σύγκρουση απέσπασε την προσοχή των Ισραηλινών από το γεγονός ότι οι ριζοσπαστικές, μεσσιανικές και ξενοφοβικές δυνάμεις έχουν κερδίσει σημαντικό έδαφος στην μάχη για την ψυχή τού κράτους τους.

Η θυμωμένη ρητορική των ηγετών τού Ισραήλ μετά την απαγωγή των τριών εφήβων δεν αποτελούσε έκπληξη, δεδομένης της φύσης τού εγκλήματος. Αλλά πέρα από το να αντικατοπτρίζει τα γνήσια αισθήματα των πολιτικών, φαίνεται επίσης να ήταν μια υπολογισμένη απάντηση στις δυσκολίες που η κυβέρνηση έχει αντιμετωπίσει μετά την ενδο-παλαιστινιακή συμφωνία συμφιλίωσης τον Απρίλιο του 2014 μεταξύ της Φατάχ και της Χαμάς. Σε αντίθεση με τις ελπίδες τού Ισραήλ, η διεθνής κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φάνηκε πρόθυμη να δώσει στην παλαιστινιακή εθνική ενότητα το πλεονέκτημα της αμφιβολίας, παρά τον ρόλο τής Χαμάς σε αυτήν. Η απαγωγή, μια σαφής πρόκληση από την στρατιωτική πτέρυγα της Χαμάς προς την Παλαιστινιακή Αρχή και την συμφωνία συμφιλίωσης, παρείχε έτσι στους πολιτικούς την ευκαιρία –όπως την αντιλαμβάνονται- για να επιτευχθεί μια σειρά ισραηλινών συμφερόντων: να καταστρέψουν τις υποδομές τής Χαμάς στην Δυτική Όχθη, να υπονομεύσουν την διεθνή υποστήριξη για την ενότητα τής [παλαιστινιακής] κυβέρνησης, και να αναγκάσουν τον Παλαιστίνιο πρόεδρο Μαχμούντ Αμπάς να εγκαταλείψει την συμφωνία συμφιλίωσης. Η σκληρή γλώσσα των Ισραηλινών ηγετών είχε ως σκοπό να συσπειρώσει το ισραηλινό κοινό στην κυβέρνηση Νετανιάχου. Στο κάτω-κάτω, ακόμα και οι πιο ένθερμοι αντίπαλοι των εποικισμών δεν θα μπορούσαν παρά να συμφωνήσουν μετά την φρικτή μοίρα των τριών αθώων αγοριών.

Αλλά οι πολιτικοί απέτυχαν να ελέγξουν την οργή και το μίσος που ανατροφοδότησαν και οι προσπάθειές τους γύρισαν ως μπούμερανγκ. Η ασυγκράτητη οργή τού κοινού και η επακόλουθη δολοφονία τού Khdeir μείωσε την ικανότητα του Ισραήλ να κινητοποιήσει την διεθνή υποστήριξη εναντίον τής Χαμάς. Αντ’ αυτού, τα γεγονότα αυτά τράβηξαν την παγκόσμια προσοχή στην ριζοσπαστικοποίηση της ισραηλινής κοινωνίας. Ορισμένοι Ισραηλινοί, περιλαμβανομένου του προέδρου τής αριστερής πτέρυγας του κόμματος Meretz, Zehava Galon, επέκριναν τον Νετανιάχου και τους εξτρεμιστές πολιτικούς κάνοντας σύγκριση με την εμπρηστική ρητορική τού Νετανιάχου εναντίον τού πρώην πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν πριν από τη δολοφονία τού Ράμπιν από έναν Εβραίο εξτρεμιστή το 1995. Και στο διεθνές μέτωπο, το Ισραήλ βρέθηκε σε αμυντική θέση σε έναν ανανεωμένο πόλεμο προπαγάνδας.

Οι Ισραηλινοί δεν θα πρέπει να εκπλαγούν από το γεγονός ότι ένας συνδυασμός ρατσισμού και φανατισμού εξαπλώνεται από τις παρυφές τής κοινωνίας στην κεντρική πολιτική σκηνή. Πρόκειται για το αποκορύφωμα μιας μακράς διαδικασίας. Για πάνω από 45 χρόνια, το μεσσιανικό κίνημα υπήρξε ένας αδυσώπητος συνήγορος για την διευθέτηση των εδαφών που κατέλαβε το Ισραήλ το 1967 (κατά κύριο λόγο στην Δυτική Όχθη) και για την αποφυγή τής αποδοχής εδαφικών συμβιβασμών από το κράτος. Ωστόσο, από την δεκαετία τού 1970, διαδοχικές ισραηλινές κυβερνήσεις έχουν υποθάλψει τους θρησκευτικούς εξτρεμιστές, με το να επεκτείνουν την οικονομική και υλικοτεχνική υποστήριξη σε οικισμούς που ιδρύθηκαν χωρίς κυβερνητική έγκριση, με το να εθελοτυφλούν σε πράξεις εβραϊκής τρομοκρατίας και να εκθειάζουν δημόσια τις αρετές τού μεσσιανικού κινήματος, αντί να πατάξουν τα στοιχεία εκείνα που αγνοούν την ισραηλινή νομοθεσία διαπράττοντας πράξεις εκδίκησης και τρομοκρατίας εναντίον των Παλαιστινίων. Ακόμη και η δολοφονία τού Ράμπιν από ένα μέλος τού κινήματος έκανε λίγα για να παρακινήσει το κράτος να ασχοληθεί με αυτή την εγχώρια απειλή.

Όταν οι ισραηλινές κυβερνήσεις ξεκίνησαν να υποστηρίζουν τους ριζοσπάστες Εβραίους, πίστευαν ότι το σχέδιο εποικισμών θα βοηθήσει το Ισραήλ να κρατήσει στρατηγικά εδάφη στην Δυτική Όχθη, θα ενισχύσει την ικανότητα του κράτους να προστατεύσει τα πληθυσμιακά του κέντρα, και, από την δεκαετία τού 1990, θα ενισχύσει την διαπραγματευτική θέση τού Ισραήλ στις διαπραγματεύσεις με τους Παλαιστίνιους. Ωστόσο η πολιτική τού Ισραήλ έχει αποτύχει να παράγει τα αναμενόμενα στρατηγικά οφέλη. Αντίθετα, έχει εντείνει την σύγκρουση με τους Παλαιστινίους, μείωσε την ικανότητα του κράτους να καταλήξει σε ειρηνευτική συμφωνία, και αποδυνάμωσε το διεθνές κύρος τού Ισραήλ. Την ίδια στιγμή, όπως αποδεικνύει η δολοφονία τού Rabin, έχει βαθύνει τις εγχώριες διαιρέσεις που απειλούν την δημοκρατική πλουραλιστική ταυτότητα του Ισραήλ και την εσωτερική ενότητά του. Η επίθεση από υπερεθνικιστικές συμμορίες σε αντιπολεμικούς διαδηλωτές τής αριστεράς στο Τελ Αβίβ το περασμένο Σαββατοκύριακο είναι απλώς η πιο πρόσφατη απόδειξη της σοβαρής πίεσης που αντιμετωπίζει η ισραηλινή δημοκρατία.

Ακόμα χειρότερα, η ισραηλινή κυβέρνηση έχει παραχωρήσει τόσο πολύ έδαφος στο μεσσιανικό κίνημα που η Ιερουσαλήμ δεν είναι πλέον σε θέση να το ελέγξει. Κατά πρώτον, μαχητικά στοιχεία έχουν διεισδύσει στην κρατική γραφειοκρατία και τις ένοπλες δυνάμεις. Ο στρατός έχει γίνει ολοένα και περισσότερο εξαρτημένος από την θρησκευτικά κινητοποιημένη νεολαία και τους ραβίνους στους οποίους απευθύνεται για πνευματική καθοδήγηση. Σε κάποιο βαθμό, ο στρατός λειτουργεί σήμερα με ένα σύστημα «διπλής ιεραρχίας», στην οποία οι θρησκευόμενοι στρατιώτες υπάγονται σε αμφότερους τους αξιωματικούς τους και τους ραβίνους. Ριζοσπάστες θρησκευτικοί ηγέτες δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν την νεοαποκτηθείσα επιρροή τους, ειδικά όσον αφορά την ειρηνευτική διαδικασία με τους Παλαιστίνιους. Σε ορισμένες περιπτώσεις - για παράδειγμα, όταν το κράτος επεδίωξε να διαλύσει μη εγκεκριμένους οικισμούς - μερικοί από τους θρησκευτικούς ηγέτες τού κινήματος κάλεσαν τους στρατιώτες να παρακούσουν τις διαταγές. Αυτό έχει δυσχεράνει την ικανότητα των Ισραηλινών Δυνάμεων Άμυνας να κινητοποιηθούν για αποστολές που έρχονται σε σύγκρουση με την εβραϊκή μεσσιανική ιδεολογία, αλλά ο στρατός έχει γίνει τόσο εξαρτημένος από αυτούς τους ανθρώπους που οι Ισραηλινοί ηγέτες δεν μπορούν πλέον να αντέξουν να τους χαλιναγωγήσουν.

Το κράτος τού Ισραήλ με τον τρόπο αυτό συνέβαλε στην σταδιακή διάβρωση της δικής του εξουσίας. Στις δημοκρατίες, υπάρχουν συμφωνημένοι κανόνες για τον ανταγωνισμό πάνω σε κρατικές πολιτικές, οι οποίοι επιτρέπουν στους δρώντες εντός τού κράτους να επιδιώξουν αλλαγές. Αν οι προσπάθειες αποτύχουν, οι χαμένοι αναμένεται να σέβονται το αποτέλεσμα και να υποκύπτουν σε αυτό. Αλλά όταν δεν το κάνουν, και όταν το κράτος αποτυγχάνει να τους αντιμετωπίσει, κινδυνεύει να χάσει τον έλεγχο.

Αυτό είναι έτσι ιδίως στο Ισραήλ, όπου οι ιδεολογικές και θρησκευτικές δεσμεύσεις είναι απαραίτητα ισχυρές. Η εξουσία τού κράτους τού Ισραήλ θα πρέπει πάντα να ανταγωνίζεται με ιδεολογικά κινητοποιημένους δρώντες που περιφρονούν το νόμο - ιδιαίτερα εκείνους που είναι ικανοί στο να χειραγωγούν επιδέξια τα σύμβολα από την εβραϊκή ιστορία και την σιωνιστική ιδεολογία - για την υποταγή τού πληθυσμού. Έτσι, η αδυναμία τού κράτους να διεκδικήσει την υπεροχή τής εξουσίας και των νόμων του, είναι τελικά αυτοκαταστροφική.

Υπάρχει ακόμα μια αχτίδα ελπίδας ότι το Ισραήλ θα είναι σε θέση να σταματήσει την αυξανόμενη επιρροή τού μεσσιανισμού και των ρατσιστικών συμπεριφορών που το ίδιο βοήθησε να τροφοδοτηθούν και να επαναβεβαιώσει την πλουραλιστική και δημοκρατική ταυτότητά του. Μεγάλο μέρος τού εβραϊκού κοινού στο Ισραήλ δεν έχει ακόμη υποστεί μια μετατόπιση συμπεριφοράς υπέρ της υπερεθνικιστικής θρησκευτικής ιδεολογίας. Εφόσον η δεύτερη Ιντιφάντα το 2000, και η αποχώρηση του Ισραήλ από τον Νότιο Λίβανο το 2000 και από την Λωρίδα τής Γάζας το 2005 απέτυχαν να προσφέρουν ασφάλεια στην χώρα σε αυτά τα μέτωπα, ο ισραηλινός σκεπτικισμός σχετικά με τις προοπτικές τής ειρήνης και της σκοπιμότητας τής εκκένωσης περαιτέρω γης ή οικισμών έχει αυξηθεί. Αλλά οι περισσότεροι εξακολουθούν να υποστηρίζουν την λύση των δύο κρατών, η οποία θα απαιτούσε την ανατροπή κάποιων από τις προσπάθειες του μεσσιανικού κινήματος και την πορεία ενάντια σε κάποιες από τις βασικές πεποιθήσεις του - δηλαδή, την συνολική απόρριψη ενός εδαφικού συμβιβασμού.

Δυστυχώς, τα πρόσφατα γεγονότα δείχνουν ότι ένα αυξανόμενο τμήμα τής ισραηλινής κοινής γνώμης είναι επιρρεπές σε κρίσεις θρησκευτικού υπερεθνικισμού και θα μπορούσε ακόμη και να κινητοποιηθεί για την στήριξη του εβραϊκού φασισμού. Πρόκειται για κακούς οιωνούς για το μέλλον τού Ισραήλ ως δημοκρατικό κράτος. Η ισραηλινή κοινή γνώμη φάνηκε προς στιγμήν έτοιμη να αναγνωρίσει τον τεράστιο κίνδυνο της τρέχουσας πορείας τής χώρας. Αλλά με τους πυραύλους που στοχεύουν ισραηλινές πόλεις τόσο βαθιά στην χώρα όσο στην Χάιφα, την Ιερουσαλήμ και το Τελ Αβίβ, με την απειλή μιας τρίτης Ιντιφάντα στην Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ να αυξάνεται, και με τις διαδηλώσεις από την αραβική μειονότητα του Ισραήλ να γίνονται βίαιες, η πιθανότητα ότι το Ισραήλ θα κάνει μια σοβαρή προσπάθεια να ανακτήσει τα δημοκρατικά ιδεώδη του φαίνεται μικρή.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141633/barak-mendelsohn/the-near-...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr