Μεταξύ Γάζας και Αμμοχώστου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μεταξύ Γάζας και Αμμοχώστου

Μια άλλη πλευρά τής αγάπης των Τούρκων προς τους Παλαιστίνιους

Το Ισραήλ, πολύ πριν ανακηρυχθεί η ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, και δη από τον Σεπτέμβριο του 1950, διατηρούσε Γενικό Προξενείο στην Λευκωσία, μέσω του οποίου καλλιεργούνταν οι σχέσεις τού νεαρού εβραϊκού κράτους με την Βρετανία [8]. Ανήμερα της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας τής Κύπρου, στις 16 Αυγούστου 1960, το Ισραήλ αναγνώρισε το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος και όρισε Πρέσβη του στην Λευκωσία τον Ζεέβ Λεβίν, ο οποίος ήταν ήδη διαπιστευμένος ως Γενικός Πρόξενος του Ισραήλ στην μέχρι τότε βρετανοκρατούμενη Κύπρο. Την επομένη, 17.08.1960, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αποδέχθηκε εγγράφως τον διορισμό, με επιστολή του προς το ισραηλινό Υπουργείο Εξωτερικών.

Η άμεση αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας εκ μέρους τού Ισραήλ, που επέφερε ουσιαστικά την άμεση αναβάθμιση του ισραηλινού Γενικού Προξενείου σε Πρεσβεία, στην ουσία έφερε τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο προ τετελεσμένων. Η γρήγορη αυτή κίνηση της ισραηλινής διπλωματίας είχε σκοπό αφ' ενός να μην δοθεί το περιθώριο στον Πρόεδρο Μακάριο να αμφιβάλλει για το εάν θα πρέπει να συστήσει διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ, αφ' ετέρου να μην υποκύψει στις πιέσεις που προέρχονταν από τις αραβικές χώρες, οι οποίες ήταν φυσικό να αναμένουν από την Κύπρο πολιτικά και διπλωματικά ανταλλάγματα καθ’ ότι, καθ' όλη την διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, είχαν σαφώς τεθεί υπέρ των Ελληνοκυπρίων. Ένας άλλος σημαντικός λόγος που ώθησε το Ισραήλ να προβεί κατά την συγκεκριμένη εκείνη στιγμή στην άμεση αναγνώριση της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν ότι η Αίγυπτος τότε δεν είχε καμία διπλωματική παρουσία στην Κύπρο. Το Κάιρο είχε διακόψει τις διπλωματικές του σχέσεις με την Βρετανία από το 1956, λόγω του πολέμου τού Σουέζ, και εξ αιτίας αυτού είχε ανακαλέσει τον Γενικό της Πρόξενο από τη Λευκωσία. Ωστόσο, ήταν ζήτημα χρόνου η Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία τού Γκαμάλ Άμπντελ Νάσσερ να συστήσει πλήρεις διπλωματικές σχέσεις με την Κύπρο, να λειτουργήσει πρεσβεία στην Λευκωσία και με τον τρόπο αυτό να αυξήσει την πολιτική της επιρροή στο νησί. Τότε, όμως, θα ήταν πολύ αργά για το Ισραήλ, που θα αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες να συστήσει διπλωματικές σχέσεις με την νεοσύστατη Κυπριακή Δημοκρατία, με την οποία ενδιαφερόταν να καλλιεργήσει ομαλές σχέσεις, καθ’ ότι ήταν η μοναδική μη-αραβική και μη-μουσουλμανική χώρα, που μοιραζόταν κοινά θαλάσσια σύνορα.

Η τουρκοκυπριακή πολιτική ηγεσία ήταν σαφής ως προς το ζήτημα της σύστασης πλήρων διπλωματικών σχέσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας με το Ισραήλ. Από την στιγμή που το Ισραήλ είχε ήδη αναβαθμίσει το Γενικό Προξενείο που διατηρούσε στη Λευκωσία σε Πρεσβεία, τόσο το Ισραήλ όσο και οι Τουρκοκύπριοι πίεζαν ώστε η Κύπρος να προβεί σε αντίστοιχη κίνηση και να ανοίξει δική της Πρεσβεία στο Τελ Αβίβ. Η ελληνοκυπριακή πλευρά δίσταζε να λάβει αυτήν την απόφαση, ευρισκόμενη σε εξαιρετικά δύσκολη θέση λόγω των λεπτών ισορροπιών που έπρεπε να τηρήσει. Οι αραβικές χώρες, με επικεφαλής την Αίγυπτο και δευτερευόντως τον Λίβανο, προσπαθούσαν να αποτρέψουν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο να εμβαθύνει περισσότερο τις σχέσεις τής Κύπρου με το Ισραήλ. Κατά τους πρώτους μήνες τής κυπριακής ανεξαρτησίας, από αραβικής πλευράς προβάλλονταν δελεαστικές υποσχέσεις για οικονομική βοήθεια. Ειδικότερα, η Αίγυπτος υπονοούσε ότι η ελληνοκυπριακή κοινότητα που διαβιούσε στην Αλεξάνδρεια και στο Κάιρο θα τύγχανε ευνοϊκότερης μεταχείρισης έναντι των άλλων Ευρωπαίων που κατοικούσαν στην Αίγυπτο, ενόψει της νασσερικής νομοθεσίας περί εθνικοποιήσεων των ξένων περιουσιών. Εάν, όμως, η Κύπρος συνέχιζε να μην εμποδίζει την ισραηλινή οικονομική διείσδυση στο νησί και δεν διέκοπτε τις διπλωματικές της σχέσεις με το Ισραήλ, τότε το νεαρό κυπριακό κράτος δεν θα έπρεπε να ελπίζει σε καμία βοήθεια εκ μέρους των Αράβων. Ήταν, μάλιστα, εντυπωσιακό ότι στο πλαίσιο αυτής της συντονισμένης αραβικής προσπάθειας, είχε τεθεί ζήτημα προστασίας των δικαιωμάτων τής μαρωνίτικης κοινότητας στην Κύπρο, που διατηρούσε στενές πολιτισμικές σχέσεις με τον Λίβανο, περιπλέκοντας ακόμα περισσότερο το δικοινοτικό status quo των συμφωνιών Λονδίνου-Ζυρίχης, ζητώντας να προστεθεί και ο αραβικός παράγοντας στην διακοινοτική πολιτική πραγματικότητα του νησιού. Ειδικά αυτό το αίτημα βρήκε αντίθετους τους Τουρκοκυπρίους αλλά και την ίδια της Τουρκία, ενώ συγχρόνως, Αθήνα και Λευκωσία κράτησαν μια σιωπηρή μεν αλλά σαφώς αρνητική στάση προς αυτό το άκαιρο αραβικό αίτημα, που θα άλλαζε σημαντικά πολιτειακά δεδομένα.