Το συριακό Σχέδιο Μάρσαλ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το συριακό Σχέδιο Μάρσαλ

Γιατί οι ξένοι επενδυτές ρίχνουν χρήματα στην οικονομία τής χώρας
Περίληψη: 

Οι περισσότεροι άνθρωποι που κοιτάζουν τον πόλεμο στην Συρία δεν μπορούν παρά να δουν την τραγωδία. Αλλά κάποιοι έχουν αρχίσει να αντιμετωπίζουν την Συρία ως κάτι εντελώς διαφορετικό: Ως μια επενδυτική ευκαιρία.

Ο ADAM HEFFEZ είναι υποψήφιος για MBA στο Graduate School of Business του Πανεπιστημίου Στάνφορντ.
Ο NOAM RAYDAN είναι ερευνητικός συνεργάτης στο The Washington Institute for Near East Policy και συντάκτης για αραβικά θέματα στο φόρουμ τού Institute Fikra.

Οι περισσότεροι άνθρωποι που εξετάζουν την Συρία δεν μπορούν παρά να βλέπουν την τραγωδία – τις εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους και τα δισεκατομμύρια δολάρια ζημιών, συμπεριλαμβανομένης της ισοπέδωσης της παλιάς πόλης τής Χομς και του ανατολικού Χαλεπίου. Αλλά κάποιοι έχουν αρχίσει να αντιμετωπίζουν την Συρία ως κάτι εντελώς διαφορετικό: Ως μια επενδυτική ευκαιρία. Αυτό μπορεί να ακούγεται παράλογο, αλλά δεν είναι εντελώς χωρίς βάση. Η οικονομία τής Συρίας, έχοντας υποστεί χρόνια καταστροφής, προσφέρει στους αρχικούς επενδυτές την ευκαιρία να αποκομίσουν σημαντικά οφέλη μακροπρόθεσμα.

Η οικονομία τής Συρίας είναι σε εξαιρετικά δεινή θέση. Η πλειοψηφία των πετρελαϊκών κοιτασμάτων τής χώρας, κάποτε η ψυχή τής οικονομίας (μαζί με την γεωργία), βρίσκονται υπό τον έλεγχο της εξτρεμιστικής οργάνωσης «Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και την al-Sham» (ISIS), επίσης γνωστής ως Ισλαμικό Κράτος (IS), στερώντας από την χώρα περίπου 2 εκατομμύρια δολάρια την ημέρα. Εν τω μεταξύ, η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι το κόστος της ανοικοδόμησης όσων έχουν ήδη καταστραφεί στην Συρία θα είναι πάνω από 200 δισεκατομμύρια δολάρια. Η έκθεση Doing Business 2014 του οργανισμού [1] κατατάσσει τελευταία την χώρα στην κατηγορία τής «αντιμετώπισης των οικοδομικών αδειών», η οποία μετρά τα διαδικαστικά και οικονομικά εμπόδια προς την οικοδόμηση μιας απλής αποθήκης. Με άλλα λόγια, το να προσποριστεί κάποιος ένα γρήγορο κέρδος μπορεί να φαίνεται σαν το τελευταίο πράγμα στο μυαλό των παρατηρητών τής Συρίας.

Αλλά τα κίνητρα των ξένων επενδυτών στην Συρία - που αποτελούνται κυρίως από κυβερνήσεις και εταιρείες από χώρες που είναι σύμμαχοι με τον πρόεδρο της Συρίας, Μπασάρ αλ-Άσαντ - είναι πρωτίστως πολιτικά. Φαίνεται να έχουν υπολογίσει ότι οι επενδύσεις στην Συρία τώρα θα τους δώσουν σημαντική επιρροή στον τρόπο που θα κυβερνάται η χώρα αργότερα, ακόμη και αν βραχυπρόθεσμα οι επενδύσεις δεν αποδώσουν με μια αυστηρά οικονομική έννοια. Προς τούτο, τα σχέδιά τους έχουν μια αλλοιωμένη ομοιότητα με τα δάνεια που προσέφεραν οι Ηνωμένες Πολιτείες προς την Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με το Σχέδιο Μάρσαλ.

Ένα πιο πρόσφατο (και πιο τοπικό) παράδειγμα αυτής τής στρατηγικής είναι η επένδυση του Ιράν στον Λίβανο, μετά τον πόλεμο του σιιτικού κόμματος και μαχητικής ομάδας Χεζμπολάχ με το Ισραήλ το 2006. Το εδρεύουσα στο Λονδίνο παναραβική καθημερινή εφημερίδα Asharq Al-Awsat ανέφερε ότι μια ημέρα μετά την κατάπαυση του πυρός, η Χεζμπολάχ συνέστησε ένα όργανο για να επιβλέπει την διαδικασία τής απομάκρυνσης του σιδήρου και του τσιμέντου από τα συντρίμμια προκειμένου να ανακυκλωθούν. Εταιρίες υπό ιρανική επιτήρηση φρόντισαν την διαδικασία και πέτυχαν την εξόρυξη υλικών και απορριμμάτων που άξιζαν εκατομμύρια δολάρια. Για να τονίσει τον ηγετικό ρόλο τής Τεχεράνης στην ανακατασκευή των ελεγχόμενων από την Χεζμπολάχ περιοχών, χτίστηκε στο Maroun al-Ras το «Πάρκο τού Ιράν», ένα χωριό στον νότιο Λίβανο, που βλέπει προς το Ισραήλ. Σύμφωνα με δημοσίευμα του BBC [2], το πάρκο είναι διακοσμημένο με αφίσες Ιρανών ηγετών, συμπεριλαμβανομένου του Husam Khos Navis, του τελευταίου διευθυντή τής ιρανικής επιτροπής ανοικοδόμησης. Σε πολιτικό επίπεδο, οι επενδύσεις αυτές απέδωσαν για την Ισλαμική Δημοκρατία. Μέσα μαζικής ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένης και της λιβανέζικης εφημερίδας Daily Star, ανέφεραν ο επικεφαλής τής ελίτ στρατιωτικής δύναμης του Ιράν al-Quds, ο στρατηγός Qassem Suleimani, δήλωσε (στο συνέδριο το 2012 για τη νεολαία και την «ισλαμική αφύπνιση» στην Τεχεράνη) ότι, ως αποτέλεσμα των εν λόγω οικονομικών παρεμβάσεων, «στον νότιο Λίβανο και στο Ιράκ, οι άνθρωποι βρίσκονται κάτω από την επίδραση του τρόπου πράξης και σκέψης τής Ισλαμικής Δημοκρατίας». Σε ομιλία που εκφώνησε δύο χρόνια μετά τον πόλεμο, ο Γενικός Γραμματέας τής Χεζμπολάχ, Χασάν Νασράλα, διαβεβαίωσε ότι είναι «υπερήφανος ως μέλος στο κόμμα velayat-e faqih [κηδεμονία του νομομαθούς]», ένα σιιτικό θρησκευτικό σύστημα που σήμερα επιβάλλει τον σεβασμό προς τον αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ.

Από την πλευρά του, ο Άσαντ φαίνεται να κατανοεί ότι οι τρέχουσες οικονομικές σχέσεις τής χώρας θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στον προσδιορισμό τής μελλοντικής πολιτικής γραμμής της. Νωρίτερα φέτος, φέρεται να είπε σε μια ιορδανική αντιπροσωπεία που επισκεπτόταν την Δαμασκό ότι δεν θα επιτρέπει στους επενδυτές και τις επιχειρήσεις που προέρχονται από την Δύση ή τον Περσικό Κόλπο να έχουν κάποιο ρόλο στην αναζωογόνηση της οικονομίας τής χώρας του (ή τουλάχιστον το τμήμα τής χώρας που είναι υπό τον έλεγχό του). Αντ’ αυτού, επέτρεψε στην Κίνα, το Ιράν, την Βόρεια Κορέα και την Ρωσία να καλύψουν το κενό.

Τον Δεκέμβριο του 2013, η ρωσική εταιρεία πετρελαίου και φυσικού αερίου Soyuzneftegaz συνήψε μια συμφωνία 90 εκατομμυρίων δολαρίων με το Υπουργείο Πετρελαίου τής Συρίας για εξερεύνηση και παραγωγή στα ύδατα τής Μεσογείου (μεταξύ των οχυρών τού Άσαντ, Ταρτούς και Μπανιάς). Αξιωματούχοι του τομέα πετρελαίου τής Συρίας έχουν εκφράσει την πεποίθηση τους ότι τα ύδατα αυτά διαθέτουν σημαντικά αποθέματα πετρελαίου ή φυσικού αερίου. Αλλά οι ρωσικές εταιρείες δεν επενδύουν στην Συρία κατά κύριο λόγο επειδή έχουν πολλά να κερδίσουν (η Ρωσία ήταν μόλις ο ένατος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος τής Συρίας πριν από την κρίση, που αντιστοιχεί μόνο στο 3% τού εμπορίου)˙ Είναι επειδή η Ρωσία έχει πάρα πολλά να χάσει. Η μοναδική επίσημη ναυτική βάση τής Ρωσίας στην Μεσόγειο είναι στην αλεβίτικη πόλη-λιμάνι τής Ταρτούς. Η αξία των συμβάσεων της Συρίας με την ρωσική αμυντική βιομηχανία (η Ρωσία είναι ένας από τους μεγαλύτερους προμηθευτές όπλων προς το καθεστώς), εκτιμάται ότι υπερβαίνει τα 4 δισ. δολάρια. Για το Κρεμλίνο, όμως, η πραγματική ανταμοιβή δεν είναι μόνο αυτά τα 4 δισ. δολάρια˙ Είναι ότι με το να κρατά τον Άσαντ στη ζωή, διατηρεί οικονομική και ναυτική βάση στην περιοχή τής Μεσογείου.