Η επιστροφή τής γεωπολιτικής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επιστροφή τής γεωπολιτικής

Η εκδίκηση των ρεβιζιονιστικών δυνάμεων
Περίληψη: 

Είτε πρόκειται για τις ρωσικές δυνάμεις που κατέλαβαν την Κριμαία, είτε για την Κίνα που προβάλλει επιθετικές αξιώσεις στα παράκτια νερά της, είτε για το Ιράν που προσπαθεί να κυριαρχήσει στη Μέση Ανατολή, τα παλιομοδίτικα παιχνίδια εξουσίας έχουν επιστρέψει. Αυτές οι ρεβιζιονιστικές δυνάμεις ποτέ δεν υπέκυψαν στην γεωπολιτική διευθέτηση που ακολούθησε το τέλος τού Ψυχρού Πολέμου, και η συνεχής προσπάθειά τους για την ανατροπή της δεν θα είναι ειρηνική. [*]

Ο WALTER RUSSELL MEAD είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ανθρωπιστικών Σπουδών στην έδρα James Clarke Chace στο Bard College και επιμελητής τής έκδοσης The American Interest. Μπορείτε να τον ακολουθείτε στο Twitter @wrmead [1].

Μέχρι στιγμής, το έτος 2014 ήταν ταραχώδες, καθώς οι γεωπολιτικές αντιπαλότητες έχουν επιστρέψει δυναμικά στην κεντρική σκηνή. Είτε πρόκειται για τις ρωσικές δυνάμεις που κατέλαβαν την Κριμαία, είτε για την Κίνα που προβάλλει επιθετικές αξιώσεις στα παράκτια ύδατά της, είτε για την Ιαπωνία που ανταποκρίνεται με μια όλο και πιο δυναμική δική της στρατηγική είτε για το Ιράν που προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τις συμμαχίες του με την Συρία και την Χεζμπολάχ για να κυριαρχήσει στη Μέση Ανατολή, το παλιομοδίτικο παιχνίδι ισχύος έχει επιστρέψει στις διεθνείς σχέσεις.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ, τουλάχιστον, βρίσκουν αυτές τις τάσεις ενοχλητικές. Και οι δύο μάλλον κινούνται πέραν των γεωπολιτικών ζητημάτων για περιοχές και στρατιωτικές δυνάμεις και αντί γι’ αυτά επικεντρώνονται στα ζητήματα της παγκόσμιας τάξης και της παγκόσμιας διακυβέρνησης: την απελευθέρωση του εμπορίου, την μη διάδοση των πυρηνικών, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου, την κλιματική αλλαγή, και ούτω καθεξής. Πράγματι, μετά το τέλος τού Ψυχρού Πολέμου, το πιο σημαντικό αντικείμενο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και της ΕΕ ήταν το να εκτρέψουν τις διεθνείς σχέσεις μακριά από ζητήματα μηδενικού αθροίσματος προς εκείνα που είναι win-win (στμ: που περιέχουν οφέλη για όλους). Το να συρθούν πίσω σε παλιομοδίτικους ανταγωνισμούς όπως αυτούς στην Ουκρανία δεν εκτρέπει μόνο χρόνο και ενέργεια μακριά από τα σημαντικά θέματα: αλλάζει επίσης τον χαρακτήρα τής διεθνούς πολιτικής. Καθώς η ατμόσφαιρα γίνεται βαριά, το έργο τής προώθησης και της διατήρησης της παγκόσμιας τάξης γίνεται όλο και πιο δύσκολο.

Αλλά οι Δυτικοί δεν θα έπρεπε να περιμένουν ποτέ ότι η παλιομοδίτικη γεωπολιτική θα εξαφανιζόταν. Το έκαναν μόνο και μόνο επειδή αντιλήφθηκαν με ουσιωδώς λάθος τρόπο το νόημα της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης: ως ιδεολογικό θρίαμβο της φιλελεύθερης καπιταλιστικής δημοκρατίας επί του κομμουνισμού, όχι ως την απαξίωση μιας σκληρής δύναμης. Η Κίνα, το Ιράν και η Ρωσία ποτέ δεν συγκατένευσαν στην γεωπολιτική διευθέτηση που ακολούθησε το τέλος τού Ψυχρού Πολέμου, και κάνουν όλο και πιο ισχυρές προσπάθειες για την ανατροπή της. Αυτή η διαδικασία δεν θα είναι ειρηνική, και είτε οι ρεβιζιονιστές πετύχουν είτε όχι, οι προσπάθειές τους έχουν ήδη κλονίσει την ισορροπία δυνάμεων και έχουν αλλάξει την δυναμική τής διεθνούς πολιτικής.

ΜΙΑ ΨΕΥΤΙΚΗ ΑΙΣΘΗΣΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Όταν τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος, πολλοί Αμερικανοί και Ευρωπαίοι φαινόταν να πιστεύουν ότι τα πιο εξοργιστικά γεωπολιτικά ζητήματα είχαν σε μεγάλο βαθμό διευθετηθεί. Με την εξαίρεση μιας χούφτας σχετικά ήσσονος σημασίας προβλήματα, όπως είναι τα δεινά τής πρώην Γιουγκοσλαβίας και η ισραηλινο-παλαιστινιακή διένεξη, τα μεγαλύτερα ζητήματα στην παγκόσμια πολιτική, υπέθεσαν, δεν θα δημιουργούσαν πια ανησυχίες για σύνορα, στρατιωτικές βάσεις, εθνική αυτοδιάθεση, ή σφαίρες επιρροής.

Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τους ανθρώπους επειδή ελπίζουν. Η προσέγγιση της Δύσης στις πραγματικότητες του μεταψυχροπολεμικού κόσμου είχε μεγάλο νόημα, και είναι δύσκολο να δούμε το πώς η παγκόσμια ειρήνη θα μπορούσε ποτέ να επιτευχθεί χωρίς την αντικατάσταση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού με την κατασκευή μιας φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης. Παρ’ όλα αυτά, οι Δυτικοί συχνά ξεχνούν ότι το έργο αυτό στηρίζεται στα ιδιαίτερα γεωπολιτικά θεμέλια που χτίστηκαν στις αρχές τού 1990.

Στην Ευρώπη, η μεταψυχροπολεμική διευθέτηση αφορούσε την ενοποίηση της Γερμανίας, τον διαμελισμό τής Σοβιετικής Ένωσης, και την ενσωμάτωση των πρώην κρατών τού Συμφώνου τής Βαρσοβίας και των δημοκρατιών τής Βαλτικής στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στη Μέση Ανατολή, είχε ως συνέπεια την κυριαρχία των σουνιτικών δυνάμεων που είχαν συμμαχήσει με τις Ηνωμένες Πολιτείες (Σαουδική Αραβία, οι σύμμαχοι του Κόλπου, η Αίγυπτος και η Τουρκία) και τον διπλό περιορισμό τού Ιράν και του Ιράκ. Στην Ασία, αυτό σήμαινε την μη αμφισβητούμενη κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών, ενσωματωμένη σε μια σειρά από σχέσεις ασφαλείας με την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Αυστραλία, την Ινδονησία, και άλλους συμμάχους.

Αυτή η διευθέτηση αντανακλούσε τις πραγματικότητες της ισχύος τότε, και ήταν μόνο τόσο σταθερή όσο οι σχέσεις που την κρατούσαν ζωντανή. Δυστυχώς, πολλοί παρατηρητές μπέρδεψαν τις προσωρινές γεωπολιτικές συνθήκες τού μεταψυχροπολεμικού κόσμου με το πιθανώς πιο τελεσίδικο αποτέλεσμα της ιδεολογικής πάλης μεταξύ φιλελεύθερης δημοκρατίας και σοβιετικού κομμουνισμού. Η διάσημη διατύπωση του πολιτικού επιστήμονα Φράνσις Φουκουγιάμα ότι το τέλος τού Ψυχρού Πολέμου σήμαινε «το τέλος τής ιστορίας» ήταν μια δήλωση σχετικά με την ιδεολογία. Αλλά για πολλούς ανθρώπους, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης δεν σημαίνει απλώς ότι η ιδεολογική πάλη τής ανθρωπότητας έχει τελειώσει για τα καλά: Σκέφθηκαν ότι η ίδια η γεωπολιτική είχε επίσης τελειώσει οριστικά.

Με μια πρώτη ματιά, αυτό το συμπέρασμα φαίνεται σαν μια προέκταση του επιχειρήματος του Φουκουγιάμα και όχι μια στρέβλωσή του. Στο κάτω-κάτω, η ιδέα τού τέλους τής ιστορίας έχει στηριχτεί στις γεωπολιτικές συνέπειες των ιδεολογικών αγώνων από τότε που ο Γερμανός φιλόσοφος Georg Wilhelm Friedrich Hegel τις εξέφρασε πρώτος, στις αρχές τού 19ου αιώνα. Για τον Hegel, ήταν η μάχη τής Ιένας, το 1806, που κατέβασε την αυλαία για τον πόλεμο των ιδεών. Στα μάτια τού Χέγκελ, η απόλυτη καταστροφή τού πρωσικού στρατού από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη σε εκείνη την σύντομη εκστρατεία αντιπροσώπευε τον θρίαμβο της Γαλλικής Επανάστασης επί του καλύτερου στρατού που θα μπορούσε να παράξει η προεπαναστατική Ευρώπη. Αυτό έγραψε ένα τέλος στην ιστορία, υποστήριξε ο Χέγκελ, γιατί στο μέλλον, μόνο τα κράτη που θα υιοθετούν τις αρχές και τις τεχνικές τής επαναστατικής Γαλλίας θα είναι σε θέση να ανταγωνιστούν και να επιβιώσουν.