Η επιστροφή τής γεωπολιτικής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επιστροφή τής γεωπολιτικής

Η εκδίκηση των ρεβιζιονιστικών δυνάμεων

Προσαρμοσμένο στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο, το επιχείρημα αυτό σήμαινε ότι στο μέλλον, τα κράτη θα πρέπει να υιοθετήσουν τις αρχές τού φιλελεύθερου καπιταλισμού για να προχωρήσουν. Κλειστές, κομμουνιστικές κοινωνίες, όπως η Σοβιετική Ένωση, είχαν δείξει ότι είναι πολύ αντιδημιουργικές και αντιπαραγωγικές για να ανταγωνιστούν οικονομικά και στρατιωτικά με τα φιλελεύθερα κράτη. Τα πολιτικά καθεστώτα τους ήταν επίσης επισφαλή, δεδομένου ότι καμία κοινωνική μορφή εκτός από την φιλελεύθερη δημοκρατία δεν παρέχει αρκετή ελευθερία και αξιοπρέπεια για να παραμένει σταθερή μια σύγχρονη κοινωνία.

Για να πολεμήσει κανείς την Δύση με επιτυχία, θα πρέπει να γίνει όμοιος με την Δύση, και αν αυτό συνέβαινε, θα γινόταν η ίδια άνοστη, ειρηνιστική δειλή κοινωνία που δεν ήθελε να πολεμήσει για οτιδήποτε. Οι μόνοι εναπομείναντες κίνδυνοι για την παγκόσμια ειρήνη θα έρθουν από κράτη παρίες, όπως η Βόρεια Κορέα, και παρ’ όλο που οι χώρες αυτές θα μπορούσαν να έχουν την θέληση να αμφισβητήσουν την Δύση, θα παραήταν υπονομευμένες από τις παρωχημένες πολιτικές και τις κοινωνικές δομές τους για να ανέβουν πάνω από το επίπεδο της ενόχλησης (εκτός αν αναπτύξουν πυρηνικά όπλα, φυσικά). Και έτσι τα πρώην κομμουνιστικά κράτη, όπως η Ρωσία, βρέθηκαν μπροστά σε ένα δίλημμα. Θα μπορούσαν να υιοθετήσουν την εκσυγχρονιστική μόδα και να γίνουν φιλελεύθερα, ανοιχτά και ειρηνιστικά, ή θα μπορούσαν να προσκολληθούν πικρά στα όπλα τους και στον πολιτισμό τους, καθώς ο κόσμος τα προσπερνά.

Στην αρχή, όλα φαίνονταν να λειτουργούν. Με την ιστορία να έχει τελειώσει, η έμφαση μετατοπίστηκε από την γεωπολιτική στην ανάπτυξη της οικονομίας και την μη διάδοση των πυρηνικών όπλων, και το μεγαλύτερο μέρος τής εξωτερικής πολιτικής ήρθε να επικεντρωθεί σε θέματα όπως η κλιματική αλλαγή και το εμπόριο. Η εξίσωση του τέλους τής γεωπολιτικής και του τέλους τής ιστορίας προσέφερε μια ιδιαίτερα δελεαστική προοπτική για τις Ηνωμένες Πολιτείες: την ιδέα ότι η χώρα θα μπορούσε να αρχίσει να δίνει λιγότερα στο διεθνές σύστημα και να παίρνει περισσότερα. Θα μπορούσε να συρρικνώσει τις αμυντικές της δαπάνες, να περικόψει τις πιστώσεις τού Στέιτ Ντιπάρτμεντ, να μειώσει το προφίλ της σε ξένα θερμά σημεία - και ο κόσμος θα συνέχιζε κανονικά για να γίνει πιο ευημερών και πιο ελεύθερος.

Αυτό το όραμα δελέασε αμφότερους τους φιλελεύθερους και τους συντηρητικούς στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η κυβέρνηση του προέδρου Μπιλ Κλίντον, για παράδειγμα, περιέκοψε αμφότερους τους προϋπολογισμούς τού Υπουργείου Άμυνας και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και ήταν μόλις και μετά βίας σε θέση να πείσει το Κογκρέσο να συνεχίσει την πληρωμή τής αμερικανικής συνεισφοράς στον ΟΗΕ. Την ίδια στιγμή, οι πολιτικοί υπέθεσαν ότι το διεθνές σύστημα θα γίνει ισχυρότερο και ευρύτερης εμβέλειας, ενώ θα συνέχιζε να είναι ευνοϊκό για τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Οι Ρεπουμπλικάνοι νεο-απομονωτιστές, όπως ο πρώην βουλευτή Ron Paul από το Τέξας, υποστήριξαν ότι με δεδομένη την απουσία σοβαρών γεωπολιτικών προκλήσεων, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να μειώσουν δραματικά τόσο τις στρατιωτικές δαπάνες όσο και την εξωτερική βοήθεια, ενώ θα συνέχιζαν να επωφελούνται από το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.

Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο πρόεδρος George W. Bush βάσισε την εξωτερική του πολιτική στην πεποίθηση ότι οι τρομοκράτες τής Μέσης Ανατολής αποτελούν τον μοναδικό επικίνδυνο αντίπαλο, και ξεκίνησε αυτό που είπε ότι θα είναι ένας μακροχρόνιος πόλεμος εναντίον τους. Από ορισμένες απόψεις, φάνηκε ότι ο κόσμος ήταν πίσω στη σφαίρα τής ιστορίας. Αλλά η πεποίθηση της κυβέρνησης Μπους ότι η δημοκρατία θα μπορούσε να εμφυτευθεί γρήγορα στην Αραβική Μέση Ανατολή, αρχής γενομένης με το Ιράκ, επιβεβαίωσε μια βαθιά πεποίθηση ότι η συνολική παλίρροια των γεγονότων έτρεχε υπέρ τής Αμερικής.

Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα έχτισε την εξωτερική πολιτική του στην πεποίθηση ότι ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» ήταν υπερβολικός, ότι η ιστορία είχε πραγματικά τελειώσει, και ότι, όπως και στα χρόνια τής διακυβέρνησης Κλίντον, οι σημαντικότερες προτεραιότητες των Ηνωμένων Πολιτειών αφορούσαν στην προώθηση της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης, όχι στο παιχνίδι τής κλασικής γεωπολιτικής. Η κυβέρνηση άρθρωσε ένα εξαιρετικά φιλόδοξο πρόγραμμα για την στήριξη της εν λόγω τάξης: μπλοκάρισμα της κίνησης του Ιράν για πυρηνικά όπλα, επίλυση της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης, διαπραγμάτευση μιας παγκόσμιας συμφωνίας για την κλιματική αλλαγή, επίτευξη εμπορικών συμφωνιών μεταξύ Ειρηνικού και Ατλαντικού, υπογραφή συμφωνιών ελέγχου των εξοπλισμών με την Ρωσία, επιδιόρθωση των αμερικανικών σχέσεων με τον μουσουλμανικό κόσμο, προώθηση των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων, αποκατάσταση της εμπιστοσύνης με τους Ευρωπαίους συμμάχους και τερματισμός του πολέμου στο Αφγανιστάν. Την ίδια στιγμή, όμως, ο Ομπάμα σχεδιάζει να μειώσει τις αμυντικές δαπάνες δραματικά και να μειώσει την εμπλοκή των ΗΠΑ σε καίρια θέατρα στον κόσμο, όπως στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή.

ΕΝΑΣ ΑΞΟΝΑΣ ΚΑΝΘΑΡΩΝ;

Όλες αυτές οι χαρούμενες πεποιθήσεις δοκιμάζονται. Είκοσι πέντε χρόνια μετά την πτώση τού Τείχους τού Βερολίνου, είτε κάποιος εστιάζει στην αντιπαλότητα μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας για την Ουκρανία, η οποία οδήγησε τη Μόσχα να προσαρτήσει την Κριμαία, είτε στον εντεινόμενο ανταγωνισμό μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας στην Ανατολική Ασία είτε στην επέκταση της εμφύλιας σύγκρουσης σε διεθνείς ανταγωνισμούς και εμφύλιους πολέμους στη Μέση Ανατολή, ο κόσμος δείχνει λιγότερο μετα-ιστορικός μέρα με τη μέρα. Με πολύ διαφορετικούς τρόπους, με πολύ διαφορετικούς στόχους, η Κίνα, το Ιράν και η Ρωσία αντιδρούν στην πολιτική διευθέτηση του Ψυχρού Πολέμου.