Το μέγεθος δεν μετράει | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το μέγεθος δεν μετράει

Γιατί η Σκωτία δεν θα είναι η τελευταία ευρωπαϊκή περιοχή που επιδιώκει ανεξαρτησία

Από πολλές απόψεις, το σημερινό κίνημα ανεξαρτησίας τής Σκωτίας δεν θα ήταν δυνατό χωρίς την ΕΕ. Στο παρελθόν, όσο ενοχλητικές κι αν έβρισκαν οι επαρχίες τις πρωτεύουσές τους, τις χρειάζονταν για να ασκήσουν τις κρίσιμες λειτουργίες τού έθνους - για να τις υπερασπιστούν από εξωτερικούς άρπαγες, να δημιουργούν οικονομίες κλίμακας που είναι απαραίτητες για τις σύγχρονες οικονομίες, και να καθιερώνουν μια αγορά για τα προϊόντα τους. Σήμερα, δεν είναι καθόλου σαφές ότι μια επαρχία εξακολουθεί να χρειάζεται μια μεγαλύτερη εθνική οντότητα για να ευδοκιμήσει. Οι εθνικές πρωτεύουσες έχουν υποβαθμιστεί ως τα μεσαία στελέχη τής ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, και μπορούν εύκολα να αντικατασταθούν από μικρότερες οντότητες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ένα από τα θέματα της συζήτησης του δημοψηφίσματος - αν η Σκωτία είναι αρκετά μεγάλη για να αποτελεί «βιώσιμο» κράτος - είναι άστοχο. Εάν η ΕΕ και το ΝΑΤΟ παρέχουν άμυνα από τις εξωτερικές επιθέσεις και η ΕΕ εγγυάται την ελεύθερη πρόσβαση στην μεγαλύτερη αγορά τού κόσμου, τότε ένα κράτος οποιουδήποτε μεγέθους μπορεί να είναι βιώσιμο.

Δείτε το Λουξεμβούργο, το μικρότερο κράτος στην ΕΕ, με μόνο 500.000 πολίτες. Είναι επίσης το πλουσιότερο – ένα κράτος που έχει επιτύχει, ουσιαστικά χωρίς καμία πρόβλεψη για το εθνικό επίπεδο άμυνας ή για άλλα παραδοσιακά μέσα διατήρησης της κυριαρχίας του. Για το μικροσκοπικό Λουξεμβούργο, η από κοινού κυριαρχία στο εσωτερικό τής ΕΕ αποτελεί ένα μικρό τίμημα για την ευκαιρία να επικεντρωθεί σε τοπικά ζητήματα και στην επίτευξη της ευημερίας. Είναι επίσης μια καλή συμφωνία για την τοπική ελίτ που έχει την ευκαιρία να ανταγωνιστεί για την θέση τής πρωθυπουργίας τού Λουξεμβούργου, με την συμμετοχή τού εν λόγω αξιώματος στα κορυφαία τραπέζια τής ΕΕ και του ΝΑΤΟ, αντί να είναι υποχρεωμένος να υπηρετεί ως κυβερνήτης, ας πούμε, μιας επαρχίας τού νοτιοανατολικού Βελγίου.

Αν οι Σκωτσέζοι ηγέτες εξασφαλίσουν την συμμετοχή στην ΕΕ, μπορούν να έχουν την ίδια αντιμετώπιση με τους ομολόγους τους στο Λουξεμβούργο. Ο ηγέτης μιας προοπτικά ανεξάρτητης Σκωτίας θα μπορούσε επίσης να προσβλέπει σε μια ηγετική θέση στην κεφαλή τής ΕΕ, όπως ο Jean-Claude Juncker, ο πρώην πρωθυπουργός τού Λουξεμβούργου, ο οποίος έγινε πρόσφατα ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

ΕΝΑ ΑΠΟΣΧΙΣΤΙΚΟ ΜΕΛΛΟΝ

Είτε επιτύχει το κίνημα ανεξαρτησίας τής Σκωτίας είτε όχι, η Σκωτία δεν θα είναι η τελευταία περιοχή τής Ευρώπης που επιδιώκει μια παρόμοια διευθέτηση. Έχει δείξει τον δρόμο σε κάθε επαρχία που έχει μια περιφερειακή ταυτότητα, φιλόδοξους πολιτικούς, και μια απέχθεια προς την πρωτεύουσά της ώστε να επιδιώξει την ανεξαρτησία της, ή τουλάχιστον πολύ μεγαλύτερη αυτονομία, μέσα στην προστατευτική αγκαλιά τής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι μια άλλη ευρωπαϊκή περιφέρεια με ισχυρή ταυτότητα, η Καταλονία, φαίνεται έτοιμη να πορευθεί προς την ίδια διαδρομή. Ούτε αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, με την ξεκάθαρα πολυεθνική κατασκευή του και το βαθύ και αυξανόμενο χάσμα μεταξύ της πρωτεύουσας και των επαρχιών, υπήρξε η πρώτη χώρα που αισθάνεται αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί «η επίδραση της ΕΕ».

Η ΕΕ πρέπει επομένως να αναπτύξει τρόπους ώστε περιοχές με έντονη την αίσθηση της ταυτότητας να συνυπάρχουν με τις πρωτεύουσές τους, ή να χωρίζουν με έναν τρόπο που να είναι συνεπής με μια αρκετά ισχυρή Ευρώπη. Το δημοψήφισμα της Σκωτίας, υπ’ αυτήν την έννοια, είναι μια σημαντική δοκιμαστική περίπτωση. Οι ακριβείς λεπτομέρειες σχετικά με την τύχη τής Σκωτίας θα είναι λιγότερο σημαντικές από το αν το Λονδίνο και το Εδιμβούργο είναι σε θέση να αναπτύξουν συνεργατικά μια νέα σχέση. Αν παραμείνουν σε μια χώρα, το Λονδίνο θα πρέπει να βρει έναν τρόπο να μειώσει την καταθλιπτική παρουσία του στην σκωτσέζικη ζωή και να αναζωογονήσει την περιφερειακή αυτονομία τής Σκωτίας και την οικονομική ζωτικότητά της - εν μέρει δίνοντας στην Σκωτία μεγαλύτερη εξουσία στην λήψη αποφάσεων για την πρόσβαση σε πολιτικές τής ΕΕ, όπως ο χώρος ελεύθερης κυκλοφορίας Σένγκεν. Εάν χωρίσουν, το Λονδίνο και το Εδιμβούργο πρέπει να δείξουν τον δρόμο, επιδεικνύοντας το πώς οι δύο χώρες θα μπορούσαν να συνεχίσουν ως εταίροι τής ΕΕ σε μια κοινή αγορά και κάτω από μια κοινή ομπρέλα ασφαλείας.

Εξίσου επείγον είναι ότι το Λονδίνο θα πρέπει να διερευνήσει νέους μηχανισμούς που διέπουν το Ηνωμένο Βασίλειο, αν ελπίζει να κρατήσει ενωμένο το υπόλοιπο της χώρας. Κάποια αποσπασματική αποκέντρωση στην δεκαετία τού 1990, η οποία ήρθε ως απάντηση στις απαιτήσεις δυσαρεστημένων τοπικών πληθυσμών, έχει δημιουργήσει ένα συνονθύλευμα ρυθμίσεων διακυβέρνησης στο Ηνωμένο Βασίλειο, που δεν έχουν ικανοποιήσει κανέναν. Είναι ίσως ο καιρός, το Λονδίνο να αναλάβει την πρωτοβουλία και να προτείνει μια γενική αναδιάρθρωση με περισσότερο ομοσπονδιακές γραμμές που θα δώσουν σε άλλα συστατικά μέρη τού Ηνωμένου Βασιλείου, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου τού Λονδίνου, επίσημη συνταγματική υπόσταση, καθώς και ισότιμες τοπικές εξουσίες στο πλαίσιο ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού πλαισίου.

Αυτό θα ήταν ένα ριζοσπαστικό βήμα για μια χώρα που παραδοσιακά άνθισε με άτυπες ρυθμίσεις διακυβέρνησης που συντηρούν την φαντασία ότι ολόκληρη η κυριαρχία εξακολουθεί να βασίζεται στην μοναρχία. Αλλά ακόμη και αν η φαντασία ήταν βολική για ένα χρονικό διάστημα, δεν λειτουργεί πλέον. Ένα σύγχρονο Ηνωμένο Βασίλειο σε μια σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να εξετάσει μια καινούργια αφήγηση.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141981/fiona-hill-and-jeremy-shap...