Πολιτική κλειστών θυρών | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πολιτική κλειστών θυρών

Πώς οι μεταρρυθμίσεις τής Κίνας διώχνουν τις ξένες επιχειρήσεις
Περίληψη: 

Το Πεκίνο έχει γίνει λιγότερο ανοικτό στις ξένες επιχειρήσεις, υποβάλλοντάς τις σε δαπανηρά πρόστιμα, αρνούμενο τις συγχωνεύσεις τους, απορρίπτοντας τις αιτήσεις τους για άδειες και κρατώντας και απελαύνοντας τους διευθυντές τους. Και η αγορά ανταποκρίθηκε: Τον Αύγουστο, οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Κίνα μειώθηκαν κατά 14% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, μετά από μια πτώση 17% τον Ιούλιο.

Ο JOSHUA EISENMAN είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Όστιν, στο LBJ School of Public Affairs, και βασικός συνεργάτης για Κινεζικές Σπουδές στο American Foreign Policy Council.

«Εμείς θα προχωρήσουμε με την μεταρρύθμιση και τα ανοίγματα, χωρίς δισταγμό», δήλωσε ο πρόεδρος της Κίνας, Xi Jinping, στους κορυφαίους ηγέτες τής χώρας του σε ένα συνέδριο τον περασμένο μήνα, που σηματοδότησε την 110η επέτειο της γέννησης του προκατόχου του, Deng Xiaoping. Με την πρώτη ματιά, η υπόσχεσή του φάνηκε ειλικρινής. Στα δύο χρόνια από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο Xi έχει υποστηρίξει με συνέπεια ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που προορίζεται να συνεχίσει την οικονομική αναζωογόνηση και την αναδιάρθρωση που ξεκίνησε ο Deng το 1978. Η εκστρατεία τού Xi περιλαμβάνει σχέδια για την μείωση των κυβερνητικών παρεμβάσεων στην οικονομία, καθιστώντας ευκολότερο για τις επιχειρήσεις τού ιδιωτικού τομέα να ανταγωνίζονται με τις κρατικές επιχειρήσεις και επιτρέποντας στις εταιρείες και τους ιδιώτες να επενδύουν και να δανείζονται πιο ελεύθερα.

Ταυτόχρονα, όμως, το Πεκίνο έχει γίνει λιγότερο ανοικτό στις ξένες επιχειρήσεις, υποβάλλοντας τις σε ακριβά πρόστιμα, αρνούμενο τις συγχωνεύσεις τους, απορρίπτοντας τις αιτήσεις τους για άδειες και την κρατώντας και απελαύνοντας τους διευθυντές τους. Σύμφωνα με μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους από το Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο στην Κίνα, το 60% των ξένων επιχειρήσεων δηλώνουν ότι αισθάνονται λιγότερο ευπρόσδεκτες στην Κίνα, μια αύξηση σχεδόν 20% από το προηγούμενο έτος. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, ένας αυξανόμενος αριθμός από πολυεθνικές εταιρείες αισθάνονται ότι «βρίσκονται υπό επιλεκτική και υποκειμενική επιβολή από κινεζικές κυβερνητικές Υπηρεσίες». Περίπου το ήμισυ των ερωτηθέντων δήλωσε ότι οι ξένες εταιρείες είχαν υποστεί διακρίσεις στις έρευνες κατά της διαφθοράς από το Πεκίνο. Και η αγορά ανταποκρίθηκε: Τον Αύγουστο, οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Κίνα μειώθηκαν κατά 14% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, μετά από μια πτώση 17% τον Ιούλιο.

Όλα αυτά έχουν οικεία αίσθηση. Οι κινεζικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις έχουν από καιρό αντισταθεί στις ξένες επιχειρήσεις. Πράγματι, οι μεταρρυθμίσεις τής αγοράς από τον Deng Xiaoping είχαν σφυρηλατηθεί μέσα σε μια δεκαετία πολιτικών διαμαχών που έθεσε τους ριζικούς μεταρρυθμιστές εναντίον των ισχυρά εδραιωμένων συμφερόντων. Το 1983, για παράδειγμα, οι ανώτεροι συντηρητικοί ηγέτες Chen Yun και Deng Liqun ξεκίνησαν μια εκστρατεία κατά της «πνευματικής ρύπανσης» από το εξωτερικό. Οι μεταρρυθμίσεις τού Ντενγκ έγιναν δεκτές μόνο μετά την διάσημη –πλέον- Νότια Περιοδεία στην Κίνα το 1992, κατά την διάρκεια της οποίας δημιούργησε ευρεία τοπική υποστήριξη για το άνοιγμα των αγορών τής Κίνας στον ξένο ανταγωνισμό. Χρησιμοποιώντας την μεγάλη εξουσία του για να τραβήξει την προσοχή τού κοινού στα οφέλη των ξένων επενδύσεων για την ανάπτυξη της Κίνας, ο Ντενγκ έκανε να σιωπήσουν οι επικριτές τής μεγαλύτερης εξωτερικής εμπλοκής στις οικονομικές υποθέσεις τής Κίνας.

Το 2010, ο Liu He, ο επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος του Xi, υποστήριξε ότι η Κίνα θα πρέπει να διατηρήσει αυτήν την ανοικτότητα. «Τα εγχώρια κίνητρα χρειάζεται συχνά να ενεργοποιούνται από εξωτερική πίεση», δήλωσε ο Liu σε μια συνέντευξη στο κινεζικό περιοδικό Caixin [1]. «Από την προοπτική τής μακράς ιστορίας τής Κίνας, ένα ενιαίο εγχώριο κίνητρο και η εξωτερική πίεση, υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες για την επιτυχία».

Τώρα, όπως και τότε, οι προσπάθειες του Xi να καταστεί η οικονομία περισσότερο προσανατολισμένη στην αγορά έχουν εμποδιστεί από ένα δίκτυο από Υπουργεία τής κεντρικής κυβέρνησης, επαρχιακές και τοπικές κυβερνήσεις, ισχυρές οικογένειες, και κρατικές εταιρείες που επιδιώκουν να πλουτίζουν σε βάρος τού κοινού. Αυτή την φορά, όμως, οι ηγέτες τής Κίνας δεν έκαναν έκκληση για περισσότερο ξένο ανταγωνισμό στην εγχώρια αγορά, και ο ίδιος ο Xi δεν έχει τονίσει την σημασία να ασκηθούν εξωτερικές πιέσεις στις κρατικές επιχειρήσεις τής Κίνας. Αντ’ αυτού, έκανε έκκληση για ενίσχυση των κρατικών επιχειρήσεων τον Μάρτιο και το 2009 τις επαίνεσε ως «σημαντικό θεμέλιο του Κομμουνιστικού Κόμματος».

Αντιμετωπίζοντάς τα απομονωμένα, τα σχόλια του Xi μπορούν να απορριφθούν ως απλή ρητορική. Σε αυτή την περίπτωση, ωστόσο, έχουν συνοδευθεί από ένα όλο και πιο εχθρικό κλίμα για τις ξένες επιχειρήσεις, με πολυεθνικές εταιρείες να δαιμονοποιούνται τακτικά στον κινεζικό επίσημο Τύπο και τα στελέχη και οι διευθυντές τους να τίθενται συχνά υπό κράτηση από επαρχιακές Υπηρεσίες. Οι επιχειρήσεις υψηλού προφίλ που έχουν στοχευθεί από Κινέζους αξιωματούχους περιλαμβάνουν την Audi, την Coca-Cola, την Mercedes-Benz, την Microsoft, την OSI Foods, την Qualcomm και την Wal-Mart. Τον Αύγουστο, Κινέζοι αξιωματούχοι βρήκαν ένοχους δώδεκα Ιάπωνες κατασκευαστές εξαρτημάτων αυτοκινήτων για καθορισμό των τιμών και τους έπληξαν με τα υψηλότερα αντιμονοπωλιακά πρόστιμα στην ιστορία τής χώρας, περίπου 200 εκατομμύρια δολάρια [2]. Και την περασμένη εβδομάδα, μετά από μια μονοήμερη δίκη που έγινε κεκλεισμένων των θυρών, επιβλήθηκε στην βρετανική φαρμακευτική GlaxoSmithKline πρόστιμο ρεκόρ 489 εκατομμυρίων δολαρίων για δωροδοκία. Στο σύνολό τους, οι ενέργειες αυτές αντικατοπτρίζουν μια «μεταμόρφωση στην στρατηγική σκέψη τής χώρας», όπως έγραψε στο Foreign Affairs (τεύχος Μαρτίου/Απριλίου τού 2011) ο Wang Jisi, κοσμήτορας της Σχολής Διεθνών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου, [3]. Η Κίνα φαίνεται να επικεντρώνεται στην διατήρηση «υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της χώρας, με την ενδυνάμωση της εγχώριας κατανάλωσης και την μακροπρόθεσμη μείωση της εξάρτησης της χώρας από τις εξαγωγές και τις ξένες επενδύσεις», παρατήρησε ο Wang.