Η παρανόηση περί «ανάπτυξης» και «λιτότητας» | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η παρανόηση περί «ανάπτυξης» και «λιτότητας»

Ο πολιτικός λαϊκισμός και ο ρόλος του στην καταστροφή τής οικονομίας

Η σύγκριση της Ελλάδας τού 2001 με την Ελλάδα του 2013, πάντως, και η προσπάθεια να ερμηνευθεί το παράδοξο πώς και γιατί -αφού η χώρα και στις δύο χρονικές στιγμές είχε περίπου το ίδιο πραγματικό ΑΕΠ- η ανεργία διέφερε τόσο δραματικά, δεν επιβεβαιώνουν την ισχύ τού ερμηνευτικού σχήματος του δίπολου «ανάπτυξη-λιτότητα» και της σημασίας την οποία υποτίθεται ότι έχει ή «ενεργός ζήτηση». Το 2001, με ΑΕΠ 165 δισεκατομμυρίων ευρώ (πάντοτε σε σταθερές τιμές τού 2005), η συνολική εσωτερική «ενεργός ζήτηση», δηλαδή η τελική κατανάλωση του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα μαζί, έφθανε στα 146 δισεκατομμύρια ευρώ, αντιστοιχούσε δηλαδή στο 88% του ΑΕΠ. Το 2013, με ΑΕΠ 160 δισεκατομμυρίων ευρώ (σε σταθερές τιμές τού 2005), η συνολική εσωτερική «ενεργός ζήτηση» έφθανε τα 140 δισεκατομμύρια, δηλαδή και πάλι στο 88% του ΑΕΠ [4]. Το ίδιο ουσιαστικά επίπεδο «ενεργού ζητήσεως» σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές έχει δύο εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα όσον αφορά την χρησιμοποίηση των παραγωγικών συντελεστών τής οικονομίας.

Πώς άραγε θα μπορούσε να εξηγηθεί το νέο αυτό παράδοξο; Υπάρχουν, μήπως, κάποιες διευκρινίσεις ή επιπρόσθετες ερμηνευτικές παράμετροι οι οποίες θα ήταν σε θέση να «διασώσουν» το θεωρητικό δίπολο «ανάπτυξη-λιτότητα» και την κεντρική σημασία τής «ενεργού ζητήσεως» ως ερμηνευτικού κλειδιού για τα φαινόμενα της οικονομικής κάμψης ή στασιμότητας; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, δυστυχώς, είναι αρνητική. Δεν υπάρχουν παρόμοιοι «πλωτήρες σωτηρίας», με την έννοια ότι η οποιαδήποτε τροποποίηση του θεωρητικού υποδείγματος του «δίπολου» θα το αλλοιώσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να απολέσει την δημεγερτική πολιτική του δυναμική, η οποία στηρίζεται στην απλουστευτική διάκριση μεταξύ εκείνων που υποτίθεται ότι επιθυμούν και δύνανται να κάνουν τον λαό ευτυχισμένο, αλλά βρίσκονται μακριά από την εξουσία, και σε εκείνους που δεν το επιθυμούν αλλά εργάζονται για να εξυπηρετήσουν κάποια άδηλα σκοτεινά συμφέροντα εις βάρος των πολιτών τής χώρας τους. Η «εξάτμιση» αυτή της ισχύος τού πολιτικού εγχειρήματος οφείλεται σε κάτι που η κυρίαρχη ιδεολογία αποφεύγει να διευκρινίσει (εάν βεβαίως κάποιοι από τους φορείς της το αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι): Ότι, όσο σημαντική και να είναι η «ενεργός ζήτηση» για την οικονομική συγκυρία και για το επίπεδο της απασχόλησης, στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων (μια των οποίων είναι και η σημερινή κατάσταση της Ελλάδας) η δημοσιονομική (αλλά και η νομισματική επίσης) πολιτική, που υποτίθεται ότι μπορεί να την προσδιορίσει ολοκληρωτικά, δεν είναι μια «εξωγενής» μεταβλητή τής οικονομίας η οποία, επιπλέον μάλιστα, διαθέτει και απεριόριστους «βαθμούς ελευθερίας». Με άλλα λόγια δεν είναι μια μεταβλητή η οποία, σε όλες τις περιπτώσεις και πάντοτε είναι δυνατόν να καθορίζεται αποκλειστικά από πολιτικές αποφάσεις, Αλλά ακόμη και όταν συμβαίνει αυτό, δεν διαθέτει απεριόριστους «βαθμούς ελευθερίας», δηλαδή ο «χειριστής» της δεν είναι πάντα σε θέση να επηρεάσει την οικονομική συγκυρία κατά το δοκούν.

Όσον αφορά τους «βαθμούς ελευθερίας» τής δημοσιονομικής πολιτικής, κατ’ αρχήν: Αυτοί είναι απεριόριστοι μόνο σε εξαιρετικά σπάνιες συνθήκες (που δεν συναντώνται σχεδόν ποτέ), στις οποίες μια οικονομία «διψάει» για τόνωση της «ενεργού ζητήσεως» προκειμένου να προσεγγίσει το επίπεδο πλήρους απασχολήσεως των παραγωγικών συντελεστών. Κάτι που προϋποθέτει πως δεν θα υπάρχουν προβλήματα επιπέδου τιμών, πληθωρισμού, ανταγωνιστικότητας, εξωτερικού ισοζυγίου. Στην πραγματικότητα, όμως, μια τέτοια περίπτωση δεν συναντάται σχεδόν ποτέ. Στην πρόσφατη ελληνική εμπειρία, για παράδειγμα, δεν υπάρχει ούτε ένα έτος στο οποίο η δημοσιονομική επέκταση να μην ωθούσε παράλληλα σε αύξηση του εξωτερικού ελλείμματος, μείωση της ανταγωνιστικότητας, αύξηση του επιπέδου των τιμών κλπ. Αλλά αυτά είναι προβλήματα που περιορίζουν τους «βαθμούς ελευθερίας» τής δημοσιονομικής πολιτικής, κατά το ότι ο στόχος τής τόνωσης της «ενεργού ζητήσεως» θα πρέπει να τύχει συγκερασμού (trade off) με άλλους παράπλευρους στόχους, που διορθώνουν τις ανεπιθύμητες παρενέργειες της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, όπως η αύξηση του επιπέδου των τιμών, η ανατίμηση της εξωτερικής ισοτιμίας τού νομίσματος, η διεύρυνση του εξωτερικού ελλείμματος, η (πιθανή) διόγκωση του εξωτερικού χρέους η οποία σε μεταγενέστερη χρονική στιγμή απαιτεί την καταβολή αυξημένων τοκοχρεολυσίων η εξεύρεση των οποίων (ξανα)μειώνει την «ενεργό ζήτηση», κλπ.

Στην πραγματικότητα, η δημοσιονομική επέκταση δεν έρχεται ποτέ μόνη, αλλά πάντοτε ως μέρος μιας ευρείας δέσμης μέτρων τα υπόλοιπα των οποίων δεν είναι παρά η προσπάθεια να μειωθούν οι ανεπιθύμητες παρενέργειές της, οι οποίες πολλές φορές υπερακοντίζουν και αυτές τούτες τις θετικές επιπτώσεις της. Εάν, μάλιστα, τα σύνδρομα αυτά μέτρα δεν ληφθούν ταυτόχρονα, τότε οι αρνητικές εξελίξεις οδηγούν στην κατεσπευσμένη υιοθέτησή τους σε μεταγενέστερο χρονικό στάδιο. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, πολύ χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της προσπάθειας να τονωθεί η «ενεργός ζήτηση» με τα μέτρα οικονομικής πολιτικής τής νέας –τότε- κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, το 1982, που λόγω των δυσμενών επιπτώσεων που είχαν στην πραγματική οικονομία οδήγησαν στα μέτρα «λιτότητας» και στην υποτίμηση του 1983. Γενικότερα μάλιστα, για την Ελλάδα, που έχει τα χαρακτηριστικά της «μικρής ανοιχτής οικονομίας», υπάρχει μόνο μια θεωρητική περίπτωση στην οποία η δημοσιονομική πολιτική θα διέθετε απεριόριστους «βαθμούς ελευθερίας» και στην οποία θα ήταν απαραίτητο να τονωθεί η «ενεργός ζήτηση» χωρίς να υφίστανται κίνδυνοι για σημαντικές παρενέργειες και ανάγκη συγκερασμών με παράλληλα μέτρα. Η υποθετική περίπτωση αυτή θα ήταν η εξής: Να έπασχε η ελληνική οικονομία από υποχρησιμοποίηση των παραγωγικών της πόρων (ανεργία) αλλά την ίδια στιγμή να διέθετε και μεγάλο πλεόνασμα στο εξωτερικό εμπορικό ισοζύγιο! (Δηλαδή μια περίπτωση που δεν έχει παρουσιασθεί ποτέ, μέχρι σήμερα, στην ιστορία του νέου ελληνικού κράτους).