Γιατί η ουκρανική κρίση είναι σφάλμα τής Δύσης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η ουκρανική κρίση είναι σφάλμα τής Δύσης

Οι φιλελεύθερες αυταπάτες που προκάλεσαν τον Πούτιν
Περίληψη: 

Η κοινή αντίληψη στην Δύση κατηγορεί την ρωσική επιθετικότητα για την κρίση τής Ουκρανίας. Αλλά αυτός ο υπολογισμός είναι λανθασμένος: Η Ουάσιγκτον και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί της, στην πραγματικότητα μοιράζονται το μεγαλύτερο μέρος τής ευθύνης, έχοντας επί δεκαετίες πιέσει προς τα ανατολικά μέσα στην φυσική σφαίρα των συμφερόντων τής Ρωσίας.

Ο JOHN J. MEARSHEIMER είναι διακεκριμένος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στην έδρα R. Wendell Harrison στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο.

Σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη στην Δύση, για την ουκρανική κρίση μπορεί να κατηγορηθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου η ρωσική επιθετικότητα. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, σύμφωνα με το επιχείρημα αυτό, προσάρτησε την Κριμαία εξαιτίας μιας μακροχρόνιας επιθυμίας να επαναφέρει στην ζωή την σοβιετική αυτοκρατορία, και μπορεί τελικά να κυνηγήσει το υπόλοιπο της Ουκρανίας, καθώς και άλλες χώρες τής Ανατολικής Ευρώπης. Κατά την άποψη αυτή, η αποπομπή τού προέδρου τής Ουκρανίας, Βίκτορ Γιανουκόβιτς, τον Φεβρουάριο του 2014 παρείχε απλώς ένα πρόσχημα για την απόφαση του Πούτιν να διατάξει τις ρωσικές δυνάμεις να καταλάβουν τμήμα τής Ουκρανίας.

Αλλά αυτός ο υπολογισμός είναι λανθασμένος: Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους μοιράζονται το μεγαλύτερο μέρος τής ευθύνης για την κρίση. Η κύρια ρίζα τού προβλήματος είναι η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, το κεντρικό στοιχείο μιας ευρύτερης στρατηγικής για να μετακινήσει την Ουκρανία έξω από την τροχιά τής Ρωσίας και να την ενσωματώσει στην Δύση. Την ίδια στιγμή, η επέκταση της ΕΕ προς ανατολάς και η Δυτική υποστήριξη στο κίνημα υπέρ τής δημοκρατίας στην Ουκρανία - αρχίζοντας με την Πορτοκαλί Επανάσταση το 2004 - ήταν κρίσιμα στοιχεία, επίσης. Από τα μέσα τής δεκαετίας τού 1990, οι Ρώσοι ηγέτες έχουν αντιταχθεί στην διεύρυνση του ΝΑΤΟ και, τα τελευταία χρόνια, έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν θα σταθούν απαθείς ενώ οι στρατηγικά σημαντικοί γείτονές τους μετατρέπονται σε Δυτικό προμαχώνα. Για τον Πούτιν, η παράνομη ανατροπή τού δημοκρατικά εκλεγμένου και φιλορώσου προέδρου τής Ουκρανίας - την οποία δικαίως αποκάλεσε «πραξικόπημα» - ήταν η τελική σταγόνα. Απάντησε με την κατάληψη της Κριμαίας, μια χερσόνησο που φοβόταν ότι θα φιλοξενήσει μια ναυτική βάση τού ΝΑΤΟ, και προσπάθησε να αποσταθεροποιήσει την Ουκρανία έως ότου αυτή εγκαταλείψει τις προσπάθειές της να ενταχθεί στην Δύση.

Η αντίδραση του Πούτιν δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Στο κάτω-κάτω, η Δύση έχει προχωρήσει στο κατώφλι τής Ρωσίας και απειλεί βασικά στρατηγικά συμφέροντά της, ένα σημείο που ο Πούτιν υπογράμμισε κατηγορηματικά και επανειλημμένα. Οι ελίτ στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη έχουν τυφλωθεί από τα γεγονότα απλώς επειδή υποτάσσονται σε μια λανθασμένη άποψη της διεθνούς πολιτικής. Έχουν την τάση να πιστεύουν ότι η λογική τού ρεαλισμού έχει μικρή σημασία στον 21ο αιώνα και ότι η Ευρώπη μπορεί να παραμένει ακέραιη και ελεύθερη στην βάση φιλελεύθερων αρχών όπως το κράτος δικαίου, η οικονομική αλληλεξάρτηση και η δημοκρατία.

Αλλά αυτό το μεγάλο σχέδιο πήγε στραβά στην Ουκρανία. Η κρίση δεν δείχνει ότι η realpolitik παραμένει επίκαιρη - και τα κράτη που αγνοούν το γεγονός αυτό, το κάνουν με δικό τους ρίσκο. Οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι ηγέτες μπλέχτηκαν στην προσπάθεια να μετατρέψουν την Ουκρανία σε ένα δυτικό προπύργιο στα σύνορα της Ρωσίας. Τώρα που οι συνέπειες έχουν γίνει ξεκάθαρες, θα ήταν ένα ακόμα μεγαλύτερο λάθος να συνεχιστεί αυτή η κακοσχεδιασμένη πολιτική.

Η ΔΥΤΙΚΗ ΥΒΡΙΣ

Καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος ήρθε σε ένα τέλος, οι Σοβιετικοί ηγέτες προτίμησαν οι δυνάμεις των ΗΠΑ να παραμείνουν στην Ευρώπη και το ΝΑΤΟ να μείνει άθικτο, μια διευθέτηση που νόμιζαν ότι θα κρατήσει την επανενωμένη Γερμανία ειρηνική. Αλλά αυτοί και οι Ρώσοι διάδοχοί τους δεν θέλουν το ΝΑΤΟ να γίνεται όλο και μεγαλύτερο και υπέθεταν ότι οι Δυτικοί διπλωμάτες κατανοούν τις ανησυχίες τους. Η κυβέρνηση Κλίντον προφανώς σκέφτηκε διαφορετικά, και στα μέσα τής δεκαετίας τού 1990, άρχισε να ωθεί το ΝΑΤΟ να επεκταθεί.

Ο πρώτος γύρος τής διεύρυνσης έλαβε χώρα το 1999 και έφερε στην συμμαχία την Τσεχική Δημοκρατία, την Ουγγαρία και την Πολωνία. Η δεύτερη έγινε το 2004˙ Περιελάμβανε την Βουλγαρία, την Εσθονία, την Λετονία, την Λιθουανία, την Ρουμανία, την Σλοβακία και την Σλοβενία. Η Μόσχα παραπονέθηκε πικρά από την αρχή. Για παράδειγμα, κατά την διάρκεια της εκστρατείας των βομβαρδισμών τού ΝΑΤΟ εναντίον των Σέρβων τής Βοσνίας το 1995, ο Ρώσος πρόεδρος Μπόρις Γέλτσιν είπε ότι «Αυτή είναι η πρώτη ένδειξη για το τι θα μπορούσε να συμβεί, όταν το ΝΑΤΟ φθάσει ακριβώς μέχρι τα σύνορα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. ... Η φλόγα τού πολέμου θα μπορούσε να ξεσπάσει σε ολόκληρη την Ευρώπη». Όμως οι Ρώσοι ήταν πολύ αδύναμοι τότε για να εκτροχιάσουν την κίνηση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς – η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν έδειχνε και τόσο απειλητική, δεδομένου ότι κανένα από τα νέα μέλη δεν μοιράζεται σύνορα με την Ρωσία, εκτός από τις μικροσκοπικές χώρες τής Βαλτικής.

Στην συνέχεια, το ΝΑΤΟ άρχισε να κοιτάζει πιο ανατολικά. Στην σύνοδο κορυφής τού Βουκουρεστίου τον Απρίλιο του 2008, η συμμαχία μελέτησε την είσοδο της Γεωργίας και της Ουκρανίας. Η κυβέρνηση του George W. Bush υποστήριξε κάτι τέτοιο, αλλά η Γαλλία και η Γερμανία αντιτάχθηκαν στην κίνηση υπό τον φόβο ότι θα ανταγωνίζοντο αδικαιολόγητα την Ρωσία. Στο τέλος, τα μέλη τού ΝΑΤΟ κατέληξαν σε συμβιβασμό: Η συμμαχία δεν άρχισε την επίσημη διαδικασία που οδηγεί στην ένταξη, αλλά εξέδωσε δήλωση υιοθετώντας τις φιλοδοξίες τής Γεωργίας και της Ουκρανίας και δηλώνοντας με τόλμη ότι «Αυτές οι χώρες θα γίνουν μέλη τού ΝΑΤΟ».

Η Μόσχα, ωστόσο, δεν είδε το αποτέλεσμα τόσο πολύ ως έναν συμβιβασμό. Ο Alexander Grushko, ο τότε αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών τής Ρωσίας, δήλωσε ότι «Η ένταξη της Γεωργίας και της Ουκρανίας στην συμμαχία είναι ένα τεράστιο στρατηγικό λάθος το οποίο θα έχει πολύ σοβαρές συνέπειες για την πανευρωπαϊκή ασφάλεια». Ο Πούτιν υποστήριξε ότι η αποδοχή αυτών των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ θα αποτελέσει μια «άμεση απειλή» για την Ρωσία. Μια ρωσική εφημερίδα ανέφερε ότι ο Πούτιν, ενώ μιλούσε με τον Μπους, «ξεκάθαρα άφησε να εννοηθεί ότι αν η Ουκρανία γινόταν δεκτή στο ΝΑΤΟ, θα έπαυε να υπάρχει».