Το μεγάλο παιχνίδι των αξιολογητικών οίκων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το μεγάλο παιχνίδι των αξιολογητικών οίκων

Πώς οι χώρες γίνονται φερέγγυες
Περίληψη: 

Για τις χώρες τού σήμερα με ανεπάρκεια ταμειακών διαθεσίμων, μια ισχυρή πιστοληπτική αξιολόγηση μπορεί να προσφέρει ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Το να πετύχουν κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν είναι απλά ζήτημα επίτευξης των σωστών δεικτών˙ Είναι επίσης μια άσκηση στρατηγικής.

Ο DAVID JAMES GILL είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Nottingham και ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Britain and the Bomb.
Ο MICHAEL JOHN GILL είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Bath.

Για τις χώρες με ανεπάρκεια ταμειακών διαθεσίμων αυτή την εποχή, η πίστωση είναι «ο βασιλιάς». Και η πιστοληπτική αξιολόγηση του κράτους, ή οι ανεξάρτητες αξιολογήσεις του ρίσκου να χρεοκοπήσει ένα κράτος, είναι συχνά χρήσιμες για να έχουν πρόσβαση σε αυτήν [την πίστωση].

Τα πιθανά πλεονεκτήματα μιας ισχυρής αξιολόγησης είναι ευρέως γνωστά: Η δυνατότητα δανεισμού περισσότερων χρημάτων, με καλύτερους όρους. Και τα μειονεκτήματα μιας κακής - λιγότερη πίστωση, υψηλότερο κόστος- είναι εξίσου γνωστά. Ωστόσο, η πορεία προς μια κορυφαία βαθμολογία είναι λιγότερο σαφής. Οι οικονομολόγοι και οι πολιτικοί επιστήμονες έχουν περάσει δεκαετίες προσπαθώντας να καταλάβουν το πώς οι κυβερνήσεις μπορούν να εξασφαλίσουν καλύτερη πιστοληπτική αξιολόγηση, κυρίως εστιάζοντας σε μια χούφτα οικονομικών δεικτών, όπως είναι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ τής χώρας, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ, η ιστορία των χρεοκοπιών, και τα παρόμοια. Οι δείκτες αυτοί, ωστόσο, μόνοι τους, είναι ελλιπείς οδηγοί. Οι «τρεις μεγάλοι» οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας -Fitch Ratings, Standard & Poor 's, και Moody’s Investors Service- βασίζονται σε κάτι περισσότερο από τους ποσοτικούς παράγοντες, κι αυτός είναι ο λόγος που τα συμπεράσματά τους σχετικά με τους ίδιους αριθμούς διαφέρουν μερικές φορές.

Πράγματι, το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με ορισμένες πρόσφατες καταστροφικές υποβαθμίσεις, έχει οδηγήσει ορισμένους εμπειρογνώμονες, όπως ο Daniel Vernazza και ο Jonathan Portes, για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία αξιολόγησης είναι πολύ υποκειμενική ή κακώς μελετημένη και ότι ως αποτέλεσμα οι πολιτικοί ηγέτες θα πρέπει να απορρίψουν τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας . Όμως, η υιοθέτηση μιας τέτοιας προσέγγισης ενέχει τον κίνδυνο να χαθεί μια πολύτιμη ευκαιρία. Η υποκειμενικότητα, στο κάτω-κάτω, είναι ένας δρόμος διπλής κατεύθυνσης, δεδομένου ότι μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος μιας χώρας καθώς και σε βάρος της. Οι κυβερνήσεις που κατανοούν το πώς γίνονται οι αξιολογήσεις μπορούν να λάβουν μέτρα για να διατηρήσουν ή να βελτιώσουν την θέση τους˙ Εκείνες που δεν μπορούν, θα καταλήξουν πιο ευάλωτες. Και με τους νέους οργανισμούς αξιολόγησης που τώρα αναδύονται παράλληλα με την παλιά φρουρά, το να υπάρχει γνώση των κανόνων τού παιχνιδιού έχει μεγαλύτερη σημασία από ποτέ.

«ΚΑΥΤΗ» Ή ΟΧΙ

Οι επικριτές των οίκων αξιολόγησης σημειώνουν συχνά την απόφαση της Standard & Poor 's να υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών από ΑΑΑ (την υψηλότερη) σε ΑΑ + (την δεύτερη υψηλότερη) το 2011. «Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς κάποιον με λιγότερα προσόντα για να κρίνει την Αμερική από όσο οι οργανισμοί αξιολόγησης», υποστήριξε ο οικονομολόγος Paul Krugman στην εφημερίδα The New York Times, μετά την υποβάθμιση. Ο οργανισμός, είπε, «απλώς έφτιαχνε ιστορίες».

Η κίνηση πράγματι ήρθε ως έκπληξη: Ο μεγαλύτερος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας στον κόσμο συμπέραινε ότι η πιο ισχυρή χώρα στον πλανήτη δεν ήταν πια, για πρώτη φορά μέσα σε 70 χρόνια, ακίνδυνη για δανειοληψία. Ωστόσο, η Fitch και η Moody’s διαφώνησαν. Εκεί που η Standard & Poor 's είδε ένα «αυξανόμενο βάρος τού δημόσιου χρέους» και «μεγαλύτερη πολιτική αβεβαιότητα», οι ομόλογοί της δεν έβλεπαν προφανώς καμία αιτία για συναγερμό. Μπορεί να είχαν δίκιο. Κατά την διάρκεια των επόμενων τριμήνων, οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων -δηλαδή, οι τόκοι που καταβάλλονται σε ομόλογα- παρέμειναν σταθεροί και όδευαν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.

Αυτή η περίπτωση δεν ήταν η μοναδική, ακόμη και μεταξύ των κρατών που κατέχουν παραδοσιακά μια κορυφαία βαθμολογία. Οι μεγαλύτεροι οργανισμοί πρόσφατα διχάστηκαν για την πιστοληπτική ικανότητα της Αυστρίας, της Φινλανδίας, της Νέας Ζηλανδίας, και του Ηνωμένου Βασιλείου. Ποιοτικές κρίσεις, είτε από την πολιτική αβεβαιότητα είτε την φαινομενική προθυμία μιας χώρας να πληρώσει, συχνά βοηθούν να εξηγηθούν τέτοιες μεταβολές. Μπορούν επίσης να διχάσουν τα στελέχη και τους αναλυτές στους ίδιους τους φορείς, κατά την διάρκεια των μυστικοπαθών συνεδριάσεων των αξιολογητικών επιτροπών τους. Όπως μας είπε ο Ντέιβιντ Λέβι, ένας πρώην διευθύνων σύμβουλος της Moody, «Φανταστείτε μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων να αντιπαρατίθεται σθεναρά μεταξύ τους. Θα μπορούσε μερικές φορές να φθάσει σε αυτό. Αυτές ήταν πολύ συναρπαστικές συναντήσεις και συχνά υπήρχαν σημαντικές διαφωνίες. Σε κάθε περίπτωση, η τελική απόφαση ελήφθη κατά πλειοψηφία».

Γνωρίζοντας αυτό, ανώτατοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι συχνά εργάζονται επιθετικά για να αποτρέψουν υποβαθμίσεις. Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Timothy Geithner, για παράδειγμα, φέρεται να προσπάθησε να πείσει το 2011 την Standard & Poor’s ότι η Ουάσιγκτον ήταν ένας δανειολήπτης ΑΑΑ, μετά από μια σκληρή πολιτική μάχη στο Κογκρέσο σχετικά με τα θεσμοθετημένα όρια δανεισμού. Ο Geithner εμφανίστηκε στην τηλεόραση για να τονίσει την εμπιστοσύνη του στην αμερικανική οικονομία λίγους μήνες πριν την υποβάθμιση. Ο υπουργός Οικονομικών, μετά την υποβάθμιση, φέρεται επίσης να προειδοποίησε την Standard & Poor’s ότι είχε κάνει λάθος στην ανάλυσή της. Αλλά οι εκκλήσεις τού Geithner αποδείχθηκαν ανεπιτυχείς.

Τέτοιες προσπάθειες έχουν αποτύχει, σε μεγάλο βαθμό επειδή δεν μοχλεύουν το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της κυβέρνησης, το οποίο συνήθως βρίσκεται σε χαμηλότερα επίπεδα: Στον έλεγχο της ροής των πληροφοριών. Στο τέλος τής ημέρας, οι οργανισμοί αξιολόγησης βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε ανεπεξέργαστα δεδομένα από τα κράτη που αξιολογούν. Και αυτά που οι κυβερνήσεις επιλέγουν να μοιραστούν -καθώς και το πώς τα παρουσιάζουν- μπορεί να κάνει μια κρίσιμη διαφορά.

ΦΥΛΑΞΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ