Ανατολικά από τα… νοτιοδυτικά | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ανατολικά από τα… νοτιοδυτικά

Η Λατινική Αμερική κρατάει το κλειδί για την «στροφή» των ΗΠΑ στην Ασία
Περίληψη: 

Από την στρατηγική πίσω από την «στροφή» των ΗΠΑ στην Ασία λείπει ένας σύνδεσμος: Ένας ισχυρότερος ρόλος στην Λατινική Αμερική.

Ο ALI WYNE είναι αναλυτής στο Wikistrat και διεθνής συνεργάτης του Project for the Study of the 21st Century (PS21), μιας δεξαμενής σκέψης που ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 2015.

Μιλώντας στην Αυστραλία το περασμένο φθινόπωρο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, υποσχέθηκε [1] ότι «η αμερικανική ηγεσία στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού θα αποτελεί πάντα έναν θεμελιώδη στόχο» της κυβέρνησής του. Και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κάνουν χρήση κάθε στοιχείου της επιρροής τους για να την ενισχύσουν, είπε, συμπεριλαμβανομένου του στρατού, της οικονομίας, της διπλωματίας, της ανάπτυξης, και της ήπιας ισχύος.

Από τότε, όμως, που οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν επίσημα [2] την επανεξισορρόπησή τους στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού πριν από τρία χρόνια, οι κρίσεις στο εξωτερικό -που κυμαίνονται από την άνοδο του Ισλαμικού Κράτους ως την αναταραχή στην Ουκρανία- έχουν υπονομεύσει την ορμή αυτής της πρωτοβουλίας. Η περιφερειακή προσέγγιση των Ηνωμένων Πολιτειών έχει επίσης αποκλίνει ιδιαίτερα από εκείνη της Κίνας. Η Ουάσιγκτον έχει επικεντρωθεί στην ενίσχυση των διπλωματικών και στρατιωτικών δεσμών της με τις γειτονικές χώρες της Κίνας, αναγνωρίζοντας ότι οι περισσότερες από αυτές είναι επιφυλακτικές απέναντι στον αυξανόμενο γεωπολιτικό δυναμισμό του Πεκίνου. Η Κίνα, εν τω μεταξύ, έχει υιοθετήσει μια τακτική που αξιοποιεί την κεντρική γεωγραφική της θέση - συνορεύει με 14 άλλες χώρες-, καθώς και την οικονομική της ανάταση δρομολογώντας μια εντυπωσιακή σειρά πρωτοβουλιών. Το Πεκίνο εργάζεται για την δημιουργία μιας ζώνης ελεύθερων συναλλαγών στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, έχει χρηματοδοτήσει την νεοσύστατη Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών και έχει επενδύσει [3] 40 δισ. δολάρια σε ένα ταμείο υποδομών του Δρόμου του Μεταξιού που ελπίζει ότι θα οικοδομήσει μια «συμμετοχική συνδεσιμότητα» στην Ασία. Ένα πρόσφατο άρθρο στην The Wall Street Journal προειδοποίησε [4] ότι «μέχρι την στιγμή που η Κίνα θα γαντζώσει την περιοχή στο επεκτεινόμενο δίκτυο της οικονομίας της, η θέση της Αμερικής στην περιοχή θα έχει συρρικνωθεί χωρίς να το καταλάβουμε».

Παρότι αυτή η πρόγνωση μπορεί να είναι υπερβολικά αυστηρή, υποδεικνύει, όμως, μια σημαντική πραγματικότητα: Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πιθανό να δυσκολευτούν να διατηρήσουν την επανεξισορρόπησή τους, αν δεν εντείνουν τις προσπάθειές τους στην οικονομική αρένα. Παρ’ όλους τους φόβους ασφαλείας τους, οι περισσότεροι από τους γείτονες της Κίνας εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ηπειρωτική χώρα για το εμπόριο και τις επενδύσεις τους κι αυτή η εξάρτηση βαθαίνει. Δεν θα μπορούσαν να δείξουν εύνοια σε στρατηγικές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδιαίτερα σε θέματα που η Κίνα θεωρεί πως επιβαρύνουν τον πυρήνα των συμφερόντων της. Ως εκ τούτου, για να ενισχύσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες την θέση τους στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού θα πρέπει να πείσουν τις χώρες της περιοχής ότι είναι ανθεκτικές οικονομικά και ικανές να τους παρέχουν οικονομικά οφέλη συγκρίσιμα με εκείνα που προσφέρει η Κίνα.

Για τον σκοπό αυτό, υπάρχουν τουλάχιστον τρεις πιθανοί τρόποι για να γίνει η γεωοικονομία μια πιο σημαντική συνιστώσα της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον. Κατ’ αρχάς, σε μια σειρά δεικτών –στην αύξηση του ΑΕΠ, την μείωση της ανεργίας και του πληθωρισμού, καθώς και την βελτιωμένη ψυχολογία των καταναλωτών, μεταξύ άλλων- η ανάκαμψη των ΗΠΑ φαίνεται να κερδίζει έδαφος. Αυτή η εξέλιξη σημαίνει ότι η Ουάσιγκτον μπορεί να ακολουθήσει μια πιο φιλόδοξη, διαφοροποιημένη ατζέντα στο εξωτερικό από ό, τι μπορούσε στον άμεσο απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Δεύτερον, οι Ηνωμένες Πολιτείες εργάζονται για την ολοκλήρωση δύο φιλόδοξων εμπορικών συμφωνιών: Της Διατλαντικό Εμπόριο και τις Επενδύσεις Συνεργασίας (Τ-TIP) με την Ευρώπη, καθώς και της Trans-Pacific Partnership (TPP), με μια σειρά από χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Και τρίτον, σε συνεργασία με τον Καναδά και το Μεξικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες εμβαθύνουν την ολοκλήρωση της Βόρειας Αμερικής ˑ οι εξαγωγές των ΗΠΑ προς το Μεξικό και τον Καναδά είναι περισσότερες [5] των εξαγωγών τους προς την Κίνα κατά πέντε φορές και το ενδοπεριφερειακό εμπόριο έχει σχεδόν τετραπλασιαστεί μετά το πέρασμα της Συμφωνίας του Βορειοαμερικανικού Ελεύθερου Εμπορίου, φθάνοντας πάνω από 1,1 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2013.

Όμως, σε αυτό το σημείο υπάρχει ένας τέταρτος πιθανός τρόπος, ο οποίος δεν έχει λάβει την δέουσα προσοχή: Η ανανέωση της οικονομικής διπλωματίας στην ευρύτερη περιοχή του Δυτικού Ημισφαιρίου. Στα επόμενα χρόνια, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού θα δώσουν μεγάλη προσοχή στο αν η Ουάσιγκτον μπορεί να αποδείξει ένα συνεχές ενδιαφέρον στην εμπλοκή της με την Λατινική Αμερική -ειδικότερα, αν οι ΗΠΑ μπορούν να αποτελέσουν καταλύτη για την οικονομική αναγέννηση της περιοχής.

Είναι αποκαλυπτικό το ότι η νέα στρατηγική εθνικής ασφάλειας της κυβέρνησης Ομπάμα [6], που δημοσιοποιήθηκε αυτόν τον μήνα, αναφέρει την εμβάθυνση της συνεργασίας στην οικονομία και την ασφάλεια της Αμερικής ως μια από τις πέντε βασικές πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της παγκόσμιας τάξης. Μια νέα αρχή με την Κούβα προσφέρει στις Ηνωμένες Πολιτείες την ευκαιρία να επαναφέρουν μια σχέση που έχει υπονομεύσει την περιφερειακή συνοχή επί δεκαετίες. Είναι καιρός πια ˑ ακριβώς όπως η Ουάσιγκτον έχει υπό επενδύσει στην Ασία κατά τα τελευταία 15 χρόνια, έτσι έχει παραβλέψει και την Λατινική Αμερική, οδηγώντας πολλές χώρες της περιοχής να την κατηγορήσουν γι’ αυτήν της την αμέλεια.

Όμως, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν απασχολημένες αλλού, η Κίνα προχώρησε μπροστά. Η χώρα έχει ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Βραζιλίας, της Χιλής και του Περού, ενώ η περιοχή Ασίας-Ειρηνικού έχει αντικαταστήσει [7] την Ευρωπαϊκή Ένωση ως ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος. Νωρίτερα αυτήν την χρονιά, ο πρόεδρος της Κίνας, Xi Jinping, δεσμεύτηκε [8] να επενδύσει 250 δισεκατομμύρια δολάρια στην Λατινική Αμερική κατά την επόμενη δεκαετία, εκφράζοντας την ελπίδα ότι οι αμφίδρομες συναλλαγές θα φτάσουν τα 500 δισεκατομμύρια δολάρια κατά την διάρκεια της ίδιας περιόδου.