Η μεγάλη ανταλλαγή χρέους της Κίνας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η μεγάλη ανταλλαγή χρέους της Κίνας

Πώς χειρίζεται το Πεκίνο τις τοπικές του υποχρεώσεις
Περίληψη: 

Το Πεκίνο εγκαινίασε πρόσφατα μια συμφωνία που εκτιμάται στα 160 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με την οποία τα επικίνδυνα χρέη της τοπικής αυτοδιοίκησης θα αντικατασταθούν με δημοτικά χρέη χαμηλού επιτοκίου. Η αλλαγή αυτή σηματοδότησε μια τεράστια μεταστροφή στις συνεχιζόμενες προσπάθειες των Κινέζων μεταρρυθμιστών να στηρίξουν την οικονομία της χώρας.

Ο DAN STEINBOCK [1] είναι διευθυντής ερευνών της International Business at India China and America Institute (ΗΠΑ) και επισκέπτης συνεργάτης στο Shanghai Institutes for International Studies (Κίνα) και το EU Center (Σιγκαπούρη).

Ο Κινέζος πρωθυπουργός, Li Kegiang, δεν μάσησε τα λόγια του όταν μίλησε στο Εθνικό Λαϊκό Κογκρέσο και στην Λαϊκή Πολιτική Συμβουλευτική Διάσκεψη την περασμένη εβδομάδα. «Με την καθοδική πίεση να μεγαλώνει και την ανάδυση βαθιά ριζωμένων προβλημάτων στον τομέα της ανάπτυξης», προειδοποίησε, «οι δυσκολίες που θα συναντήσουμε κατά το επόμενο έτος ίσως να είναι ακόμα πιο τρομερές».

Η οικονομία της Κίνας όντως αντιμετωπίζει προκλήσεις. Πέρυσι, το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά μόλις 7,4%, που αποτελεί την μικρότερη αύξηση σε διάστημα 24 χρόνων. Σε απάντηση, το Πεκίνο μείωσε τον στόχο αύξησης του ΑΕΠ του σε περίπου 7% για το 2015. Επιπλέον, το τοπικό χρέος βρίσκεται στα ύψη, γεγονός που περιπλέκει την μετάβαση της Κίνας από την οικονομική ανάπτυξη που τροφοδοτείται από επενδύσεις και καθαρές εξαγωγές σε ανάπτυξη που βασίζεται στην κατανάλωση και την καινοτομία.

Παρ’ όλα αυτά, η ομιλία του Li προανήγγειλε τεράστιες αλλαγές στις συνεχιζόμενες προσπάθειες των Κινέζων μεταρρυθμιστών για περιορισμό της αύξησης του τοπικού χρέους, με στόχο την διάνοιξη δρόμου για την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων. Λίγες μόνο μέρες μετά την ομιλία του, το Πεκίνο εγκαινίασε μια συμφωνία ανταλλαγής χρέους (swap) που εκτιμάται στα 160 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με την οποία οι επικίνδυνες υποχρεώσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης θα αντικατασταθούν με δημοτικό χρέος χαμηλού επιτοκίου.

Η ΦΟΥΣΚΑ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ

Σε αντίθεση με τις προηγμένες οικονομίες, το δημόσιο χρέος της Κίνας είναι βιώσιμο. Το 2014, το ακαθάριστο δημόσιο χρέος αντιπροσώπευε μόνο το 20% του ΑΕΠ. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ξεπέρασε το 90%˙ στις Ηνωμένες Πολιτείες το 105%˙ και στην Ιαπωνία φτάνει κοντά στο 250%.

Το τοπικό χρέος, ωστόσο, είναι άλλη υπόθεση. Στην Κίνα, η τοπική αυτοδιοίκηση αποτελείται από περισσότερα των 30 διοικητικών τμημάτων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται 22 επαρχίες, καθώς και ένας αριθμός μεγαλουπόλεων και αυτόνομων περιοχών. Το χρέος τους αυξήθηκε μετά την περίοδο 2008-09, όταν η παγκόσμια οικονομική κρίση εξαπλώθηκε στην Ασία. Τότε είναι που το Πεκίνο κατέφυγε σε πακέτο τόνωσης τεσσάρων τρισεκατομμυρίων γιουάν (640 δισεκατομμυρίων σε σημερινά δολάρια).

Αρχικά, αυτή η έγχυση ρευστότητας ώθησε στην δημιουργία εμπιστοσύνης και συνέβαλε στον εκσυγχρονισμό των εθνικών υποδομών της Κίνας. Βοήθησε ακόμα και στην ανάκαμψη της Δύσης. Καθώς τα κέρδη των αμερικανικών, ευρωπαϊκών και Ιαπωνικών πολυεθνικών βούλιαζαν στις προηγμένες οικονομίες, η επιχειρηματικότητα άνθιζε στην Κίνα.

Ταυτόχρονα, όμως, η υπερβολική ρευστότητα οδήγησε σε αύξηση της κερδοσκοπίας στην αγορά ακινήτων, καθώς και σε σημαντική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στον τομέα των κατασκευών, ο οποίος υποστηρίχθηκε από τις τράπεζες και τις πωλήσεις γης. Το τοπικό χρέος εκτινάχθηκε καθώς οι τοπικές κυβερνήσεις, οι εργολάβοι, οι κατασκευαστικές εταιρείες κι οι τράπεζες εγκλωβίστηκαν σε έναν φαύλο κύκλο.

Μεταξύ 2008 και 2013, το χρέος της τοπικής αυτοδιοίκησης, ως ποσοστό του ΑΕΠ της Κίνας, διπλασιάστηκε φτάνοντας το 36%. Υπήρχαν, όμως, περισσότερες κακές ειδήσεις: Το περασμένο έτος, δύο στις τρεις επαρχίες της Κίνας δεν κατάφεραν να επιτύχουν τον εθνικό στόχο ανάπτυξης 7%, γεγονός που αύξησε τους φόβους σχετικά με τις οικονομικές αδυναμίες των τοπικών κυβερνήσεων. Ωστόσο, υποδήλωσε επίσης ότι, σήμερα, οι τοπικές κυβερνήσεις είναι πιο ρεαλιστικές στους στόχους που θέτουν, καθώς κι ότι είναι πρόθυμες να εφαρμόσουν επώδυνες μεταρρυθμίσεις.

Ένα άλλο πρόβλημα με το ταχύτατα αναπτυσσόμενο τοπικό χρέος είναι ότι οι ίδιες οι υποχρεώσεις είναι εξαιρετικά ασαφείς. Όταν οι τοπικές κυβερνήσεις υπερχρεώθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990, το Πεκίνο απαγόρευσε στους δήμους την πώληση ομολόγων ή τον άμεσο δανεισμό από τράπεζες. Για να αντλήσουν κεφάλαια, οι [τοπικές] κυβερνήσεις κατέφυγαν σε μέσα εκτός ισολογισμού, τους λεγόμενους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (local government financing vehicles, LGFVs). Αυτά τα LGFVs έχουν χρηματοδοτήσει δρόμους, αεροδρόμια, μετρό, στέγαση κι άλλα έργα στην ενδοχώρα. Και οι τοπικές κυβερνήσεις εγγυήθηκαν το χρέος με έμμεσο τρόπο.

Βέβαια, οι κινεζικές πόλεις δεν παρουσιάζουν ενδείξεις γενικότερης δυσφορίας. Ούτε το χρέος όλων των πόλεων κυμαίνεται στα ίδια επίπεδα. Αντιθέτως, καθώς το εταιρικό χρέος έχει εκτοξευθεί στα ύψη, οι κίνδυνοι έχουν συσσωρευτεί σε ορισμένους τομείς με πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, ιδιαίτερα στις μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις (ΚΕ). Ως παράδειγμα του συγκεκριμένου προβλήματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί η Hebei, η οποία συνήθιζε να κατασκευάζει τόσα προϊόντων σιδήρου και χάλυβα όσα κι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία όμως πλέον υποφέρει από σοβαρή επιβράδυνση λόγω της πτώσης της τιμής του χάλυβα.

ΔΙΚΑΙΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ

Από το 2013, η πρόκληση του Li ήταν να εξισορροπήσει την ευμετάβλητη αγορά ακινήτων προσπαθώντας να απομοχλεύσει το τοπικό χρέος. Από την μια πλευρά, το Πεκίνο έχει προσπαθήσει να αποφύγει την ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων, η οποία κινητοποιεί την υπερθέρμανση των αγορών κι ενισχύει το χρέος. Από την άλλη πλευρά, η κεντρική κυβέρνηση έχει προσπαθήσει να μην κάνει αυτήν την απομόχλευση υπερβολικά γρήγορα, καθώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να προκαλέσει στασιμότητα στις αγορές ακινήτων.

Μετά από μια δεκαετία μεγάλης ανάπτυξης παρά την ευμετάβλητη επέκταση, η αγορά ακινήτων της Κίνας έρχεται αντιμέτωπη με την υπερβολική προσφορά. Το 2013, η μέση τιμή στην κινεζική αγορά ακινήτων ανέβηκε κατά 27%. Κατά την διάρκεια του επόμενου έτους, έκανε βουτιά 7,8%. Το 2015, οι αισιόδοξοι αναμένουν μηδενική αύξηση, ενώ οι ρεαλιστές προβλέπουν συρρίκνωση της τάξεως του 5%. Αυτή η τάση είναι πιθανό να συνεχιστεί για κάποιο χρονικό διάστημα, καθώς οι κατασκευαστές προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την υπερπροσφορά και να διορθώσουν τις τιμές.