Το δίλημμα της Τουρκίας στην Υεμένη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το δίλημμα της Τουρκίας στην Υεμένη

Γιατί η Άγκυρα συμμετέχει στην εκστρατεία της Σαουδικής Αραβίας εναντίον των Χούδι

Επομένως, είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι κατά την διάρκεια της συνάντησής τους, ο Ερντογάν και ο Salman προσπάθησαν να επανεξισορροπήσουν την στάση των δύο χωρών στην Συρία -και ότι η συμφωνία τους για την Υεμένη ήρθε ως παράπλευρο όφελος. Για την Τουρκία, η υιοθέτηση της σαουδικής θέση για τους Χούδι κοστίζει λίγο, και βοηθά περαιτέρω στον πρωταρχικό στόχο της πολιτικής της: Τον πόλεμό της κατά της κυβέρνησης Άσαντ.

Ο ΠΑΡΑΓΩΝ ΙΡΑΝ

Αυτός ο γάμος συμφέροντος μεταξύ της Τουρκίας και της Σαουδικής Αραβίας, ωστόσο, επισκιάζει βασικές διαφορές πολιτικής. Το πιο σημαντικό, η Άγκυρα βλέπει το Ιράν με πολύ διαφορετικούς όρους από ό, τι το Ριάντ. Η θέση της προς την Τεχεράνη έχει τις ρίζες της στον βαθύ ρεαλισμό που ξεπερνά την ιδεολογική σύγκρουση, πράγμα που καθιστά απίθανο ότι η Τουρκία θα θυσιάσει ποτέ την σχέση της με το Ιράν για να ωφελήσει τις σαουδαραβικές φιλοδοξίες στην περιοχή.

Κατ’ αρχήν, η Τουρκία αναγνωρίζει τον ισχυρό ρόλο του Ιράν στην Μέση Ανατολή και δεν επιδιώκει να τον αμφισβητήσει. Στο σημαντικό βιβλίο του, Strategic Depth, ο Νταβούτογλου χαρακτήρισε το Ιράν και την Τουρκία ως δύο από τις τρεις πλευρές ενός περιφερειακού τριγώνου (η τρίτη είναι η Αίγυπτος). Αυτά τα τρία κράτη, υποστήριξε, ενθυλακώνουν πιο αδύναμες αραβικές χώρες που δημιουργήθηκαν τεχνητά, και ασκούν επιρροή σε διάφορους τομείς της Μέσης Ανατολής: Η Τουρκία στην λεκάνη της Ανατολίας, την Συρία και το βόρειο Ιράκ˙ το Ιράν στην λεκάνη της Μεσοποταμίας και το νότιο Ιράκ˙ και η Αίγυπτος στο Λεβάντε (ανατολική Μεσόγειος) και την Βόρεια Αφρική.

Αυτή η γεωπολιτική θεώρηση σημαίνει ότι η Τουρκία αναγνωρίζει ορισμένα φυσικά όρια για την επιρροή της σε επίμαχες περιοχές, ακόμα και αν θεωρεί τον εαυτό της ως ανταγωνιστή προς το Ιράν για την περιφερειακή επιρροή. Όντως, τα δύο κράτη μοιράζονται πραγματικά ένα κρίσιμο ενδιαφέρον: Το να προλάβουν την κουρδική ανεξαρτησία. Παρά το γεγονός ότι και οι δύο υποστηρίζουν διαφορετικές κουρδικές παρατάξεις, χρειάζονται ο ένας τον άλλο για να κρατήσουν τους πληρεξουσίους τους υπό έλεγχο – αλλιώς θα κινδυνέψουν να αντιμετωπίσουν την πολύ μεγαλύτερη απειλή της κουρδικής απόσχισης. Ιστορικά, αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και σε περιόδους έντασης, καμία πλευρά δεν θα μπορούσε να κλιμακώσει τις εχθροπραξίες πέρα από ένα ορισμένο όριο.

Επιπλέον, η Τουρκία δεν συμμερίζεται τις ανησυχίες της Σαουδικής Αραβίας σχετικά με το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Η Άγκυρα έχει επανειλημμένως ταχθεί υπέρ του ιρανικού «δικαιώματος να εμπλουτίσει», εφ 'όσον η Τεχεράνη εμμείνει στις δεσμεύσεις της περί μη διάδοσης [των πυρηνικών όπλων]. Μεγάλο μέρος [των χωρών] του Κόλπου, αντίθετα, έχει ασκήσει πιέσεις για μια πιο σκληροπυρηνική προσέγγιση. Σε αντίθεση με την Τουρκία, η Σαουδική Αραβία πιστεύει ότι η λανθάνουσα πυρηνική ικανότητα του Ιράν θα προσδώσει στην χώρα μεγαλύτερες καταναγκαστικές δυνάμεις ώστε να υποδαυλίσει την σεκταριστική διαμάχη.

Η Άγκυρα και το Ριάντ επίσης αποκλίνουν όταν πρόκειται για την ενεργειακή τους πολιτική. Σε αυτόν τον τομέα, η Τουρκία και το Ιράν είναι βαθιά αλληλοεξαρτώμενες. Η Τουρκία λαμβάνει σήμερα [5] περισσότερο από το 90% των ιρανικών εξαγωγών φυσικού αερίου, οι οποίες αποτελούν το 20% της ετήσιας κατανάλωσής του. Αυτό εξηγεί γιατί η Άγκυρα αντιστάθηκε στις διεθνείς κυρώσεις κατά του Ιράν και τελικά στράφηκε σε ένα συγκαλυμμένο σχήμα «πετρέλαιο-για-χρυσό» προκειμένου να πληρώσει τις ιρανικές προμήθειες ενέργειας. Μια καλή πυρηνική συμφωνία με το Ιράν -και, κατά συνέπεια, η ελάφρυνση των κυρώσεων για την χώρα- είναι, επομένως, προς το συμφέρον της Τουρκίας.

Τέλος, υπάρχουν ορισμένες βασικές διαρθρωτικές διαφορές μεταξύ της Τουρκίας και της Σαουδικής Αραβίας. Η πρώτη στηρίζεται στις εξαγωγές της για την οικονομική της ανάπτυξη, ενώ η δεύτερη είναι ένα κράτος βασισμένο στους φυσικούς του πόρους. Πράγματι, η Άγκυρα έχει επανειλημμένα προσπαθήσει να εμβαθύνει τις ευρύτερες οικονομικές σχέσεις της με την Ισλαμική Δημοκρατία, αλλά οι προσπάθειές της έχουν παρεμποδιστεί από την κλειστή οικονομία του Ιράν. Η Σαουδική Αραβία, αντιθέτως, δεν έχει τέτοιες ανησυχίες και θα επιθυμούσε την συνέχιση της οικονομικής απομόνωσης του Ιράν.

Τα περιφερειακά συμφέροντα της Τουρκίας, λοιπόν, απαιτούν από αυτήν να προχωρήσει σε μια λεπτή γραμμή μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας. Στα τελευταία τέσσερα χρόνια, η Άγκυρα είχε την δυνατότητα να κατηγοριοποιήσει τις σχέσεις της με την Τεχεράνη˙ οι δύο πλευρές συνέχισαν να συνεργάζονται, ενώ οι δυνάμεις που υποστηρίζουν συγκρούονταν στην Συρία. Η νέα τακτική της Τουρκίας σε σχέση με την Σαουδική Αραβία είναι παρόμοια: Και οι δύο πλευρές θα συνεχίσουν να διαφωνούν σχετικά με το πολιτικό Ισλάμ, ακόμη και όταν οι πολιτικές τους για την Συρία - και τώρα την Υεμένη- συγκλίνουν. Αντί να σηματοδοτήσει μια σημαντική αλλαγή στις τουρκικές προτεραιότητες, η προσέγγιση αυτή είναι απλώς η συνέχιση της τακτικής στην οποία η Τουρκία βασιζόταν επί χρόνια σε μια περιοχή που βρίσκεται σε πόλεμο.

Copyright © 2002-2014 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/143651/aaron-stein/turkeys-yemen-...