Πούτιν και Ομπάμα πάνε μετωπικά | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πούτιν και Ομπάμα πάνε μετωπικά

Γιατί οι ΗΠΑ πρέπει να απορρίψουν το σχέδιο της Ρωσίας για την Συρία
Περίληψη: 

Η ουσία του προβλήματος της Συρίας είναι απλή: Πώς να αντιμετωπιστεί ταυτόχρονα η απειλή από το Ισλαμικό Κράτος (ονομάζεται επίσης ISIS) και άλλες ριζοσπαστικές σουνιτικές ομάδες, ενώ θα γίνεται κατανοητό το γεγονός ότι ο κύριος ένοχος για την βία παραμένει ο πρόεδρος της χώρας, Μπασάρ αλ Άσαντ.

Ο EDWARD P. JOSEPH είναι εκτελεστικός διευθυντής στο Institute of Current World Affairs και βασικός συνεργάτης και λέκτορας στην Σχολή Προωθημένων Διεθνών Σπουδών Johns Hopkins.

«Δεν μας νοιάζει αυτός ο καυγάς» (We have no dog in that fight), ήταν η περίφημη φράση του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζέιμς Μπέικερ [1] την παραμονή των πολέμων που θα διέλυαν την πρώην Γιουγκοσλαβία [2], τελικά κοστίζοντας περισσότερες από εκατό χιλιάδες ζωές και, στην Βοσνία και μόνο, εκτοπίζοντας τον μισό πληθυσμό. Πεπεισμένοι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν στρατηγικό συμφέρον στις μπερδεμένες βαλκανικές συγκρούσεις, ο ίδιος και ο διάδοχός του μάζεψαν στα γρήγορα επιχειρήματα για να συγκρατήσουν την κυβέρνηση Μπους και στην συνέχεια την κυβέρνηση Κλίντον από το να παρέμβουν για να σταματήσουν το μακελειό. Οι ανησυχίες για τα «αρχαία μίση των φυλών» και για «ένα ακόμα τέλμα τύπου Βιετνάμ» οδήγησαν σε μια χλιαρή πολιτική που δεν άλλαξε μέχρι σχεδόν τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον κατανόησε τις στρατηγικές διαστάσεις της σύγκρουσης και, με την βία και την διπλωματία, έφερε ένα τέλος στον πόλεμο στην Βοσνία [3].

Τέσσερα χρόνια με πόλεμο στην Συρία, με περισσότερους από 200.000 νεκρούς, με το ήμισυ της χώρας εκτοπισμένους και μια προσφυγική κρίση στην Ευρώπη [4], ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα βρίσκει τον εαυτό του σε ένα παρόμοιο σημείο καμπής. Αναγκασμένος από τα γεγονότα -και από μια δημόσια πρόκληση από τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν- να αναγνωρίσει ότι η πολιτική της Ουάσιγκτον για την Συρία έχει αποτύχει, η κυβέρνηση εξακολουθεί να είναι παραλυμένη από τις αυτοκαταστροφικές αφηγήσεις της. Πεπεισμένος ότι η βία κατά του καθεστώτος στην Δαμασκό είναι άχρηστη και δεσμευμένος υπέρ της διπλωματίας ως αρετή από μόνη της, ο Ομπάμα, οι σύμβουλοί του και πολλοί εξωτερικοί αναλυτές είτε έχουν χάσει τον δρόμο τους είτε έχουν ξεμείνει από ιδέες.

Η ουσία του προβλήματος της Συρίας είναι απλή: Πώς να αντιμετωπιστεί ταυτόχρονα η απειλή από το Ισλαμικό Κράτος (ονομάζεται επίσης ISIS) και άλλες ριζοσπαστικές σουνιτικές ομάδες, ενώ θα γίνεται κατανοητό το γεγονός ότι ο κύριος ένοχος για την βία παραμένει ο πρόεδρος της χώρας, Μπασάρ αλ Άσαντ. Στα Ηνωμένα Έθνη αυτή την εβδομάδα, ο Πούτιν πρόσφερε ένα σχέδιο για την αντιμετώπιση του πρώτου ζητήματος ενώ δεν έκανε τίποτα για το δεύτερο. «Πιστεύουμε ότι είναι ένα τεράστιο λάθος η άρνηση συνεργασίας με την κυβέρνηση της Συρίας [5] και τις ένοπλες δυνάμεις της, οι οποίοι με γενναιότητα πολεμούν την τρομοκρατία», ικέτευε ο Πούτιν.

30092015-1.jpg

Ένα κατεστραμμένο στρατιωτικό όχημα στην Συρία, στις 300 Ιουλίου 2015. AMMAR ABDULLAH / REUTERS
----------------------------

Το πραγματικό λάθος θα ήταν να συμφωνήσουν με την προσέγγιση του Πούτιν. Όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες έμαθαν δύο φορές στο Ιράκ (με την επιτυχία της «εφόρμησης» (surge) και με την τρέχουσα φθίνουσα προσπάθεια ενάντια στο ISIS), οι εξωτερικοί παράγοντες έχουν περιορισμένη δύναμη εναντίον των Σουνιτών εξτρεμιστών. Η τελική επιτυχία ενάντια στο ISIS [6] θα έρθει μόνο όταν η κρίσιμη μάζα των Σουνιτών ξεσηκωθεί για να συμμετάσχει στον αγώνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κατανόησαν καθυστερημένα αυτό το γεγονός στο Ιράκ, τελικά πιέζοντας τον Σιίτη πρωθυπουργό Νούρι αλ-Μαλίκι να φύγει από την εξουσία ως έναν τρόπο προσέγγισης των Σουνιτών. Αν και μια πλήρης σουνιτική αφύπνιση δεν έχει ακόμη επανεμφανιστεί, τα στοιχεία είναι τουλάχιστον σε θέση να την παράγουν [7]. Ωστόσο, κατά κάποιο τρόπο, οι Ηνωμένες Πολιτείες φαντάζονται ότι η ίδια εξίσωση δεν ισχύει στην Συρία, όπου οι Σουνίτες αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία. Θα πρέπει να είναι σαφές ότι η πολιτική της συμμετοχής στα όπλα, έστω και έμμεσα μέσω της Μόσχας, με τον κύριο εχθρό της σουνιτικής πλειοψηφίας της Συρίας σε μια προσπάθεια να νικηθεί το ISIS, είναι καταδικασμένη.

Υπάρχει ένας καλύτερος τρόπος για την αντιμετώπιση του προβλήματος: Τελικά να δοθεί στους Σουνίτες της Συρίας -ακόμη και σε εκείνους που έχουν πάει με τους εξτρεμιστές από απελπισία- ένας θετικός λόγος για να συμμετάσχουν στον αγώνα κατά του ISIS. Η κυβέρνηση πρέπει να παρουσιάσει ένα ειρηνευτικό σχέδιο για την Συρία, που να έχει προκύψει από συνεννόηση με τους βασικούς συμμάχους, το οποίο τελικά να αντιμετωπίζει τα βασικά θέματα της σύγκρουσης, συμπεριλαμβανομένων του πόση δύναμη θα πρέπει να έχουν οι Σουνίτες˙ ποιός θα ελέγχει τις πολύ σημαντικές υπηρεσίες ασφάλειας˙ εάν η Συρία θα είναι ένα ενιαίο ή ομοσπονδιακό κράτος˙ πώς και πότε θα πρέπει να γραφτεί το σύνταγμα˙ πώς, πότε και με ποια σειρά θα διεξαχθούν τοπικές και εθνικές εκλογές˙ ποιος θα παρέχει ασφάλεια και άλλη βοήθεια προς τα διάφορα μέρη αν αποδεχθούν τους όρους˙ και ποια προστασία θα υπάρχει για τους μη Σουνίτες και ειδικότερα για τους άλλοτε κυβερνώντες Αλεβίτες.

Έως τώρα, η διεθνής διπλωματία απέφυγε να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα. Αντ’ αυτού, το σύνθημα του ΟΗΕ στην Γενεύη που συμφωνήθηκε από τις δύο μεγαλύτερες πλευρές, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας στις 30 Ιουνίου 2012, ήταν ότι «Είναι ο λαός της Συρίας που θα καθορίσει το μέλλον της χώρας» [8]. Αυτή η υψηλής φρόνησης φράση παραβλέπει το γεγονός ότι πολλοί από τους ανθρώπους της Συρίας, κυρίως Σουνίτες, έχουν εμπλακεί σε έναν αγώνα επιβίωσης ενάντια σε ένα καθεστώς το οποίο συνέχιζε να χρησιμοποιεί χημικά όπλα εναντίον τους. Η ιδέα ότι με λίγα καλοπιάσματα από την Μόσχα, ο Άσαντ θα ενταχθεί σε έναν σοβαρό διάλογο που θα οδηγήσει [9] σε μια διαπραγμάτευση για την μετάβαση, είναι τρελή. Πράγματι, οι συνεδριάσεις της Γενεύης ΙΙ του Δεκεμβρίου 2013 και του Ιανουαρίου 2014 που πραγματοποιήθηκαν μετά από μήνες ικεσιών στους Ρώσους από τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Κέρι, το αποδεικνύουν. Οι συνομιλίες δεν πέτυχαν κανένα βήμα προς τον σοβαρό διάλογο.