Οι πληγωμένες τίγρεις της Κεντρικής Ευρώπης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι πληγωμένες τίγρεις της Κεντρικής Ευρώπης

Η ανορθόδοξη πολιτική της Ουγγαρίας σε σύγκριση με την ρουμανική λιτότητα
Περίληψη: 

Παρότι οι μεταρρυθμίσεις στην Ουγγαρία και την Ρουμανία δημιούργησαν στατιστική ανάπτυξη, δεν έλυσαν τα διαρθρωτικά οικονομικά προβλήματά τους. Ακόμη χειρότερα, δεν βελτίωσαν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Η ασυμφωνία μεταξύ των εντυπωσιακών βελτιώσεων στους οικονομικούς δείκτες και στην στασιμότητα του βιοτικού επιπέδου είναι συγκλονιστική.

Ο DARIUSZ KALAN είναι επικεφαλής του Προγράμματος Κεντρικής Ευρώπης στο Πολωνικό Ινστιτούτο Διεθνών Υποθέσεων, στην Βαρσοβία.
Ο MICHAEL DURLIK είναι φοιτητής στο Κέντρο Ευρωπαϊκών, Ρωσικών και Ευρασιατικών Σπουδών, στην Σχολή Διεθνών Υποθέσεων Munk στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο.

Είναι εύκολο να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα δεν ήταν το μοναδικό θύμα [1] της οικονομικής κρίσης που συνταράσσει την Ευρωπαϊκή Ένωση από το 2008. Οι μετα-κομμουνιστικές χώρες στα ανατολικά της Ένωσης υπέφεραν, επίσης. Είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν αισθάνθηκαν ένα πλήγμα ανάλογο με το ελληνικό [2]. Ωστόσο, μετά το 2008, η άλλοτε ακμάζουσα περιοχή -στην δεκαετία του 2000, οι χώρες της ήταν γνωστές ως οι «τίγρεις της Κεντρικής Ευρώπης»- είδαν μια ξαφνική αντιστροφή της τύχης τους. Με μία εξαίρεση (εκείνη της Πολωνίας), οι νεοφερμένοι την ΕΕ σημείωσαν απότομη μείωση τόσο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος όσο και της οικιακής κατανάλωσης, αδύναμη βιομηχανική παραγωγή και αυξήσεις του δημόσιου χρέους.

Αλλά τώρα, μετά από δύο χρόνια οικονομικής αβεβαιότητας, η οικονομία της κεντρικής Ευρώπης ανέκαμψε -τουλάχιστον εάν τα στατιστικά στοιχεία γίνουν πιστευτά. Το πρώτο εξάμηνο του 2015 έφερε ενθαρρυντικά σημάδια: Οι μεγάλες οικονομίες της περιοχής αναπτύχθηκαν κατά 3% έως 4%, ποσοστά που κάποιες από αυτές δεν είχαν ξαναδεί από το 2009. Η Ουγγαρία και η Ρουμανία ήταν στην πρώτη γραμμή, με περίπου 3% [3] και 4% αύξηση [4] του ΑΕΠ αντίστοιχα, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015. Και οι δύο έχουν επίσης ρεκόρ χαμηλής ανεργίας, στο 7,8% [5] και 6,8% [6], αντίστοιχα, το 2014.

Η Ουγγαρία και η Ρουμανία είναι γείτονες με παρόμοιες οικονομίες που βασίζονται στις εξαγωγές, στο φθηνό εργατικό δυναμικό και τις υψηλές ξένες επενδύσεις. Μοιράζονται επίσης ένα δύσκολο παρελθόν και κάποια ιστορική ένταση, κάτι που εξακολουθεί να επηρεάζει τις μεταξύ τους σχέσεις. Επιπλέον, ήταν έντονα αντίθετες όσον αφορά την προσέγγισή τους στην κρίση. Η Ουγγαρία υπό τον πρωθυπουργό Viktor Orban προσπάθησε να υιοθετήσει μια κεντρικά διοικούμενη και σχεδιαζόμενη μορφή καπιταλισμού [7], ενώ η Ρουμανία έχει επιλέξει την ανάπτυξη του νεοφιλελευθερισμού σε αρμονία με τα μέτρα λιτότητας που προτιμά η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ [8].

ΑΝΟΡΘΟΔΟΞΑ

Ο Orban εισήγαγε την λεγόμενη ανορθόδοξη πολιτική του το 2010 [9] διακόπτοντας την συνεργασία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και μερικά άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, των οποίων την ενίσχυση των 20 δισεκατομμυρίων ευρώ σκόπευε να την αντικαταστήσει με επενδύσεις από ανατολικές χώρες όπως το Αζερμπαϊτζάν, η Κίνα και η Ρωσία [10], οι οποίες δεν θα έρχονταν με τόσο αυστηρούς όρους. Η απόφαση κατέληξε να είναι κάπως αποτυχημένη, αφού το ανατολικό άνοιγμα ουδέποτε ήταν οικονομικά αποδοτικό όπως αναμενόταν από την κυβέρνηση: Καμιά νέα μεγάλη επένδυση δεν υλοποιήθηκε μέχρι σήμερα, με πιθανή εξαίρεση μια αμφιλεγόμενη συμφωνία με την Ρωσία για την κατασκευή των δύο νέων μονάδων στον πυρηνικό σταθμό Paks. Εν τω μεταξύ, οι συνολικές εξαγωγές σε χώρες μη μέλη της ΕΕ αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 20%, ένα ποσοστό που θα μπορούσε να έχει επιτευχθεί εύκολα χωρίς αλλαγή πολιτικού προσανατολισμού.

22102015-1.jpg

Ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν, φτάνει στην έδρα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), στις Βρυξέλλες, στις 23 Νοεμβρίου του 2012. FRANCOIS LENOIR / REUTERS
------------------

Η «ανορθόδοξη πολιτική» δεν ήταν απλά ένα βοηθητικό παιχνίδι. Στην πραγματικότητα, περιελάμβανε επίσης ένα μείγμα μέτρων που το ΔΝΤ συνιστούσε εντόνως και μερικά για τα οποία το ΔΝΤ ήταν σαφώς αντίθετο. Στα πρώτα περιλαμβανόταν ένας υψηλότερος φόρος προστιθέμενης αξίας (αυξήθηκε από 25% στο 27% το 2012) και μείωση πολλών κοινωνικών παροχών, όπως επιδόματα ανεργίας και συνταξιοδοτικές γέφυρες, αμφότερες μεταρρυθμίσεις για να φέρουν υπό έλεγχο τον προϋπολογισμό.

Μεταξύ των οικονομικών πρωτοβουλιών που δεν άρεσαν στους νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους ήταν η εθνικοποίηση στρατηγικών περιουσιακών στοιχείων, κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στον τομέα της ενέργειας, και η επιβολή υψηλότερων φόρων επί των τραπεζών, των τηλεπικοινωνιών, των ασφαλειών και του λιανικού εμπορίου, καθώς και στα μέσα ενημέρωσης ξένης ιδιοκτησίας. Η κυβέρνηση Όρμπαν μέχρι που πρότεινε έναν φόρο στο Internet ο οποίος προκάλεσε δημόσια κατακραυγή και δεν τέθηκε σε ισχύ. Για να βελτιώσει την αγοραστική δύναμη των Ούγγρων, η κυβέρνηση καθήλωσε επίσης το εθνικό νόμισμα, το φιορίνι, ως προς το ευρώ και το ελβετικό φράγκο σε μια εξωπραγματικά ευνοϊκή συναλλαγματική ισοτιμία. Όλες αυτές οι κινήσεις αύξησαν δραστικά τον ρόλο του κράτους στην οικονομία.

Το κοινό διαμαρτυρήθηκε για μερικές από τις κινήσεις του Orban, αλλά λόγω της έλλειψης αξιόπιστης αντιπολίτευσης που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την λαϊκή δυσαρέσκεια, δεν συνέβησαν πολλά. Η κυβέρνηση παραμένει στην θέση της και η διαφθορά έχει αυξηθεί, ενώ η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης έχει επιδεινωθεί [11], τουλάχιστον σύμφωνα με την Transparency International και το Freedom House.

Η «Ανορθόδοξη πολιτική» του Όρμπαν επιδείνωσε την ήδη κακή εικόνα του στο εξωτερικό, αλλά έχει αρχίσει έκτοτε κάπως να αποδίδει. Το πρόγραμμα έχει προσελκύσει επίσης σιγά-σιγά κάποιους υποστηρικτές στην κεντρική Ευρώπη -για παράδειγμα, στην γειτονική Σλοβακία, όπου η κυβέρνηση φαίνεται να χρησιμοποιεί το σενάριο του Όρμπαν όταν ενέκρινε έναν τραπεζικό φόρο 0,4%, εισήγαγε νομικούς περιορισμούς για την απόκτηση γεωργικής γης από αλλοδαπούς, και προσπάθησε να κρατικοποιήσει μέρος του συνταξιοδοτικού συστήματος. Ακόμα και ο μεγαλύτερος παίκτης της περιοχής, η Πολωνία, ίσως να προσελκύστηκε από την ουγγρική τάση. Το 2014, η κυβέρνηση του πρωθυπουργού της Πολωνίας, Ντόναλντ Τουσκ, άλλαξε ριζικά το δυο πυλώνων συνταξιοδοτικό σύστημα, ενώ ο νεοεκλεγείς συντηρητικός πρόεδρος, Andrzej Duda [12], υποσχέθηκε κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας να αυξήσει τους φόρους στις τράπεζες και είπε ότι θεωρεί την ξένη ιδιοκτησία επί των τραπεζών ως επιζήμια για την οικονομία της χώρας.

Η ΛΙΤΟΤΗΤΑ ΔΑΓΚΩΝΕΙ