Η δύσκολη συνεννόηση στην Κύπρο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η δύσκολη συνεννόηση στην Κύπρο

To «συναινετικό μοντέλο» και η «εθνο-ομοσπονδία» ως εργαλεία επίλυσης διαφορών

Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ένα ζήτημα το οποίο πολλές φορές αναδεικνύεται στον δημόσιο λόγο και τις πολιτικές συζητήσεις που διεξάγονται γύρω από το Κυπριακό. Από διάφορους πολιτικούς και ακαδημαϊκούς ακούμε συχνά να προβάλλεται το επιχείρημα ότι και σε άλλες χώρες υπάρχει ομοσπονδία –για να πειστεί η κοινή γνώμη ως προς την «φυσιολογικότητα» της λύσης- με πιο πυκνές αναφορές να γίνονται στις Η.Π.Α. ή την Γερμανία. Η σύγκριση αυτή είναι πασίδηλα άστοχη και εμφανώς ανόμοια. Καταρχάς, τα ομοσπονδιακά μοντέλα αυτών των χωρών δεν βασίζονται στην μορφή της συναινετικής δημοκρατίας που αναλύθηκε πιο πάνω. Τα μοντέλα τους είναι μεν ομοσπονδιακά, αλλά μη συναινετικά. Για παράδειγμα δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια στο σύνταγμα των Η.Π.Α. που να διαλαμβάνει ότι η Γερουσία θα πρέπει να αποτελείται από 50% Λευκούς και 50% Αφροαμερικάνους. Ούτε ποσοστώσεις ενυπάρχουν αυτού του διαιρετικού χαρακτήρα στο υπουργικό συμβούλιο ή την δημόσια Υπηρεσία. Ούτε οποιαδήποτε διάταξη που να προνοεί ότι σε περίπτωση που ο πρόεδρος της χώρας είναι Λευκός τότε ο αντιπρόεδρος θα πρέπει να είναι Αφροαμερικανός, και το αντίστροφο. Πόσω μάλλον δε, εκ περιτροπής προεδρία.

Επιπρόσθετα, η ομοσπονδία σε αυτές τις χώρες όπως και στις περισσότερες ομοσπονδιακές χώρες ανά το παγκόσμιο, πέραν του ότι δεν βασίζεται στο «συναινετικό μοντέλο», δεν είναι κατ’ επέκταση ούτε ομοσπονδία τύπου «εθνο-ομοσπονδίας» (ethnofederalism). Η τυπολογία στην επιστήμη της πολιτειολογίας διακρίνει τα ομοσπονδιακά μοντέλα σε διάφορα είδη ανάλογα με τις θεσμικές ρυθμίσεις που εμπεριέχονται και τον τρόπο κατανομής εξουσιών. Υπάρχουν δηλαδή πέραν της «εθνο-ομοσπονδίας» που εξετάστηκε ως άνω, και άλλες ομοσπονδιακές μορφές: (α) μη-εθνοτικές (non-ethnic) όπως οι Η.Π.Α., η Γερμανία, η Αυστρία κ.α. που είναι οι περισσότερες στο διεθνές σύστημα, και (β) εδαφικές (territorial) όπως κατέστη σήμερα η Νιγηρία όπου οι γεωγραφικές περιοχές δεν αποτελούν πλέον «ομοιογενή εθνοτικά κρατίδια» [10]. Πέραν τούτων, κάποια κράτη που είναι ενιαία όπως το Ηνωμένο Βασίλειο ενσωμάτωσαν ορισμένες ομοσπονδιακής φύσεως διευθετήσεις (unitary states with federacy arrangements).

Επομένως, η σύγκριση μεταξύ ομοσπονδιών τύπου Η.Π.Α. ή Γερμανίας με την περίπτωση της ΔΔΟ είναι άτοπη και εσφαλμένη. Ο διαχωρισμός των πολιτών στις Η.Π.Α. σε διάφορες πολιτείες δεν γίνεται βάσει φυλής, χρώματος, εθνικότητας ή θρησκείας. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε διάταξη, για παράδειγμα, που να προνοεί ότι η πολιτεία της Νέας Υόρκης θα διοικείται από Λευκούς και από την άλλη ότι η πολιτεία της Καλιφόρνιας θα διοικείται από Αφροαμερικανούς.

Είναι δε αδήριτο να σημειωθεί ότι η επιλογή της ομοσπονδίας στις περισσότερες χώρες γίνεται για λόγους εδαφικής και διοικητικής αποκέντρωσης, και όχι ως μέσο επίλυσης εθνικών διαφορών. Στην Κύπρο η επιλογή έγινε βάσει της δεύτερης περίπτωσης [11], καθώς λόγω της έκτασης του νησιού δεν θα υπήρχε νόημα ομοσπονδοποίησης του κράτους. Η περίπτωση της ΔΔΟ σε σχέση με τα όσα παραδείγματα «εθνο-ομοσπονδίας» έχουν παρατεθεί, προσιδιάζει ως ένα σημείο με το παράδειγμα του Βελγίου, αν και σημειώνεται ότι ακόμα και με αυτή την περίπτωση υφίστανται σημαντικές ουσιώδεις διαφορές. Εν σχέση με τα άλλα παραδείγματα, τόσο το υπόβαθρο του Καναδά όσο και της Ινδίας δεν παραλληλίζονται με την περίπτωση της Κύπρου και της ΔΔΟ.

Οι διαφορές λοιπόν με το Βέλγιο είναι ότι το βελγικό ομοσπονδιακό μοντέλο έχει τρεις ζώνες αντί δύο αφού πέρα των δύο περιοχών –της Φλάνδρας που διοικείται από Φλαμανδούς και της Βαλλονίας που διοικείται από Βαλλόνους- υπάρχει μια τρίτη περιοχή που είναι στις Βρυξέλλες και λειτουργεί ως «ουδέτερη». Επίσης, ο διαχωρισμός των ολλανδόφωνων Φλαμανδών και γαλλόφωνων Βαλλόνων δεν ήταν αποτέλεσμα βίας, συγκρούσεων ή έκνομης εξωτερικής επέμβασης από άλλη χώρα. Δεν υπάρχει προηγούμενο ιστορικό έντονων εθνικών συγκρούσεων, ενώ οι διαφορές ήταν πρωτίστως γλωσσολογικού χαρακτήρα.

Παρ’ όλα αυτά, το «συναινετικό μοντέλο» δημοκρατίας που υιοθετήθηκε σε συνδυασμό με τον τύπο της «εθνο-ομοσπονδίας» στο οποίο ως κράτος εξελίχθηκε, έχουν δημιουργήσει όλες εκείνες τις συνθήκες για πολιτική αστάθεια, αναζωογόνηση των εθνικισμών, εκκόλαψη αποσχιστικών τάσεων, βραχυκύκλωμα των κρατικών λειτουργιών και εμφάνιση κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων. Το Βέλγιο έχει διέλθει από μια σειρά κλιμακούμενων πολιτειακών κρίσεων όπου το κράτος παρέμεινε ακυβέρνητο (1978-79, 1987-88, 2007-08, 2010-11) με την τελευταία να αποτελεί την πιο σοβαρή. Σπάζοντας κάθε προηγούμενο ρεκόρ οι πολιτικές δυνάμεις το 2010-11 απέτυχαν να σχηματίσουν κυβέρνηση για 300 μέρες αφού οι εθνοτικοί ανταγωνισμοί, οι σεχταριστικές πιέσεις, τα ακραία σε πολλές περιπτώσεις αιτήματα από κάθε εθνο-γλωσσική κοινότητα, και οι φυγόκεντρες τάσεις μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο του διαμοιρασμού εξουσίας και των βέτο, διαμόρφωσαν μια πολιτικά εκρηκτική κατάσταση [12]. Στις τελευταίες εκλογές που έγιναν πέρσι το 2014, το αυτονομιστικό κόμμα των Φλαμανδών εθνικιστών «Νέα Φλαμανδική Συμμαχία» που ρητορεύει υπέρ της απόσχισης κατήλθε πρώτο στην περιοχή της Φλάνδρας.

Είναι ακριβώς λόγω του ότι η εθνοτική ιδιότητα κατοχυρώνεται νομοθετικά και θεμελιώνεται θεσμικά ως υπόβαθρο οικοδόμησης, διάρθρωσης και σχηματισμού του κράτους που προκαλούνται αυτές οι κρίσεις. Οι ελίτ εκάστης κοινότητας αναζητώντας διαρκώς διεύρυνση του πλέγματος των εξουσιών και αρμοδιοτήτων που θέλουν, χρησιμοποιούν τα θεσμικά όπλα που τους δίδονται για να μπλοκάρουν την ομαλή λειτουργία του κράτους. Σε συνδυασμό με το ότι κάθε κοινότητα ελέγχει μια συμπαγή εδαφική περιφέρεια με δικούς της θεσμούς, μηχανισμούς, υπηρεσίες, φορείς και όργανα παρέχονται τα εχέγγυα στις πολιτικές τους ελίτ να φράζουν την κεντρική κυβέρνηση και να απειλούν με αποσκίρτηση. Αντί λοιπόν να εξουδετερώνονται οι εθνικές διενέξεις, εκτρέφονται και επανεμφανίζονται συχνότερα.