Να μείνω ή να φύγω; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Να μείνω ή να φύγω;

Η κρίση του Brexit
Περίληψη: 

Το Brexit, αν υπερισχύσει, θα επιφέρει ένα τεράστιο πλήγμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και θα μπορούσε ακόμη και να προκαλέσει δημοψήφισμα εξόδου σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ. Αλλά το Brexit θα μπορούσε επίσης να προκαλέσει σημαντικές ζημιές στα οικονομικά συμφέροντα και την ασφάλεια του ίδιου του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ο R. DANIEL KELEMEN είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Rutgers και συντάκτης του βιβλίου Lessons From Europe? What Americans Can Learn From European Public Policies [1].
Ο MATTHIAS MATTHIJS είναι επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στην Σχολή Προωθημένων Διεθνών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins και συν-συντάκτης του βιβλίου The Future of the Euro [2].

Ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον [3] έσπευσε να διεκδικήσει τη νίκη μετά την πρόσφατη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου [4] σχετικά με την σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Ένωση [5]. Μετά από μαραθώνιες συνομιλίες που έκαναν τον Cameron και την ομάδα του να κρατηθούν με 23 σακουλάκια καραμέλες Haribo [6] και την πεινασμένη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ [7] να αναγκαστεί να πεταχτεί μέχρι την γωνία για μερικές βελγικές πατάτες τηγανιτές με μαγιονέζα [8], το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ευρωπαίοι εταίροι του κατέληξαν τελικά σε συμφωνία. Όπως το έθεσε ο Κάμερον, είχε λάβει ένα «ειδικό καθεστώς» για την χώρα του και θα μπορούσε τώρα να κάνει μια καμπάνια με όλη την «καρδιά και την ψυχή» του για [9] να παραμείνει η Βρετανία στην Ευρωπαϊκή Ένωση [10], αποφεύγοντας έτσι ένα Brexit [11] (ή αλλιώς βρετανική έξοδο).

Οι μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα είναι ως επί το πλείστον χωρίς συνέπειες, αλλά οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και των εταίρων της ΕΕ δεν αφορούσαν ποτέ στην ουσία. Η σύνοδος κορυφής ήταν σε μεγάλο βαθμό μια παρωδία που διοργανώθηκε για την βρετανική εγχώρια κατανάλωση. Ενάντια στις πιθανότητες, η συντηρητική κυβέρνηση Κάμερον σάρωσε την εξουσία [12] πέρυσι υποσχόμενη να διαπραγματευτεί «μια νέα διευθέτηση για την Βρετανία στην Ευρώπη» [13] πριν την διενέργεια δημοψηφίσματος για το αν το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να παραμείνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης [14]. Ο Κάμερον ελπίζει ότι με βάση τη νέα αυτή συμφωνία, οι περισσότεροι συντηρητικοί βουλευτές του Κοινοβουλίου θα τον ακολουθήσουν στην υποστήριξη της καμπάνιας υπέρ του «εντός» [15]. Τελικά, ο Κάμερον θέλει ο βρετανικός λαός να ψηφίσει για να κρατήσει την χώρα του στην Ένωση. Έτσι, το πολιτικό θέατρο γύρω από την σύνοδο κορυφής την περασμένη εβδομάδα είχε σχεδιαστεί για να επιτρέψει στον Κάμερον να ισχυριστεί ότι είχε αγωνιστεί με νύχια και με δόντια για τα βρετανικά συμφέροντα [16] και ότι κέρδισε σημαντικές παραχωρήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση [17] -ακόμα και αν οι μεταρρυθμίσεις δεν κάνουν και πολλά στην πράξη. Με την επαναδιαπραγμάτευση να έχει ολοκληρωθεί τελικά, η πραγματική μάχη έχει τώρα πλέον αρχίσει.

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ο Cameron έχει ορίσει την ημερομηνία του δημοψηφίσματος της ΕΕ [18]: Τρίτη, 23 Ιουνίου 2016. Η ψηφοφορία είναι λιγότερο από τέσσερις μήνες μακριά, και οι αντίπαλες καμπάνιες –η μια πλευρά υπέρ της συνέχισης της ένταξης στην Ένωση, η άλλη ευνοεί ένα Brexit [19]- έχουν ξεκινήσει πολύ ενεργητικά. Το επαπειλούμενο δημοψήφισμα φανέρωσε γρήγορα μια απότομη διαίρεση μέσα στην ίδια την συντηρητική κυβέρνηση Κάμερον, με έξι υπουργούς να ανακοινώνουν ότι θα στηρίξουν το Brexit. Μεταξύ αυτών, ο υπουργός Δικαιοσύνης Michael Gove [20], ένας από τους στενότερους πολιτικούς συμμάχους του Cameron, είναι ίσως εκείνος που θα φέρει τις περισσότερες συνέπειες καθώς θα προσθέσει πνευματικό βάρος στην εκστρατεία του Brexit. Ο δημοφιλής, επιδεικτικός δήμαρχος του Λονδίνου, Μπόρις Τζόνσον [21], έχει επίσης ανακοινώσει ότι θα ενταχθεί στους «εκτός», προσθέτοντας μοδάτη λάμψη σε έναν συνασπισμό που αλλιώς αποτελείται από ογδοντάχρονους θατσεριστές όπως οι πρώην άρχοντες Nigel Lawson [22] και Norman Tebbit [23], και περιθωριακά στοιχεία από το Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου [24] (UKIP [25]), με επικεφαλής τον Nigel Farage [26]. Συνολικά, περίπου το ήμισυ των Συντηρητικών βουλευτών του Κοινοβουλίου [27], είναι πιθανό να κάνουν ενεργά εκστρατεία υπέρ του να αποχωρήσει η Βρετανία από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αλλά στο τέλος, θα είναι οι ίδιοι οι Βρετανοί -και όχι οι πολιτικοί- οι οποίοι θα αποφασίσουν. Η επιλογή τους θα έχει βαθιές συνέπειες για το μέλλον του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρώπης [28]. Αν ο βρετανικός λαός καταθέσει αγωγή διαζυγίου στις 23 Ιουνίου, το Ηνωμένο Βασίλειο θα ανακτήσει κάποια αυτονομία στην χάραξη πολιτικής, αν και πολύ λιγότερη από όση έχουν υποσχεθεί οι ακτιβιστές υπέρ του Brexit [29]. Αυτή η πρωτόγνωρη ανεξαρτησία, όμως, θα μπορούσε να έρθει με ένα πολύ υψηλό κόστος [30]. Το Brexit θα αποσταθεροποιήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση [31] που ήδη μαστίζεται από πολλαπλές κρίσεις, θα δημιουργήσει χάος στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, θα βλάψει την βρετανική οικονομία [32] και θα μπορούσε ακόμη και να οδηγήσει στην διάλυση του ίδιου του Ηνωμένου Βασιλείου [33] αν το εθνικό Κόμμα της Σκωτίας [34] (SNP) τηρήσει την υπόσχεσή του να διεξαγάγει ένα δεύτερο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας αν το Ηνωμένο Βασίλειο ψηφίσει να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΝΕΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑ

Η «Νέα Συμφωνία» του Ηνωμένου Βασιλείου [35] με την Ευρωπαϊκή Ένωση στοχεύει σε τέσσερις τομείς: Την ανταγωνιστικότητα, την οικονομική διακυβέρνηση, την κυριαρχία και την μετανάστευση. Οι περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις ήταν είτε καθαρά συμβολικές είτε περιθωριακές αλλαγές που επιβεβαιώνουν σε μεγάλο βαθμό τις υφιστάμενες πολιτικές. Οι μεταρρυθμίσεις σχετικά με τις παροχές στους μετανάστες όντως αντιμετωπίζουν το κύριο ενδιαφέρον των υποστηρικτών του Brexit, αλλά ακόμη και σε αυτό το θέμα η ουσιαστική επίπτωση της συμφωνίας θα είναι ελάχιστη.

Πρώτον, οι προβλέψεις για την ανταγωνιστικότητα δεν έχουν νόημα, απλώς επιβεβαιώνουν την δέσμευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της ενιαίας αγοράς της. Η συμφωνία έπρεπε να συμπεριλάβει την ρητορική για την ανταγωνιστικότητα καθώς ο Cameron είχε αναφερθεί σε αυτήν ως έναν από τις τέσσερις βασικούς μεταρρυθμιστικούς τομείς, αλλά η πρακτική ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ενιαίας αγοράς ήταν ένας στόχος που τα κράτη-μέλη και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ μοιράζονταν σε κάθε περίπτωση. Για παράδειγμα, τον Νοέμβριο του 2014, η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή με επικεφαλής τον Jean-Claude Juncker [36] έκανε την τόνωση της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ μια από τις βασικές προτεραιότητές της [37].