Πολιτικός διχασμός στην Γαλλία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πολιτικός διχασμός στην Γαλλία

Η συνταγματική κρίση του François Hollande
Περίληψη: 

Με τις συνταγματικές τροποποιήσεις που πρότεινε, ο Ολάντ πέτυχε το αντίθετο από ό, τι είχε επιδιώξει. Διάβρωσε την δημοτικότητά του και δίχασε τόσο την κυβερνητική πλειοψηφία όσο και την αντιπολίτευση. Και με με τις προτάσεις του να κυριαρχούν επί τέσσερις μήνες στις κοινοβουλευτικές συζητήσεις, απέτρεψε την κυβέρνησή του από το να εξετάσει άλλες προτάσεις που θα μπορούσαν να ήταν πολύ πιο αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση του εξελισσόμενου πολέμου κατά της τρομοκρατίας στην Γαλλία και την Ευρώπη.

Ο Martin A. Schain είναι καθηγητής Πολιτικής στο New York University.

Στις 30 Μαρτίου του 2016, ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ [1] απέσυρε ένα πακέτο συνταγματικών τροποποιήσεων που η κυβέρνησή του είχε εμφανίσει ως κεντρικό μιας σκληρής νέας προσέγγισης για την τρομοκρατία. Οι τροποποιήσεις είχαν ως στόχο να ενώσουν την χώρα μετά τις καταστροφικές επιθέσεις στο Παρίσι [2] και να ενισχύσουν την θέση του Ολάντ [3] ενόψει των εθνικών εκλογών του 2017. Στο τέλος, όμως, έκαναν ακριβώς το αντίθετο.

Ο Ολάντ ανακοίνωσε για πρώτη φορά τις προτεινόμενες τροποποιήσεις στις 16 Νοεμβρίου 2015, σε ομιλία του ενώπιον της κοινής συνεδρίασης της Εθνοσυνέλευσης και της Γαλλικής Γερουσίας στο παλάτι των Βερσαλλιών. «Η Γαλλία βρίσκεται σε πόλεμο», δήλωσε [4]. «Θα παρατάξω την πλήρη δύναμη του κράτους για να υπερασπιστεί την ασφάλεια του λαού του». Ο Ολάντ, ίσως ο πιο αντιδημοφιλής πρόεδρος της Πέμπτης Δημοκρατίας, είχε αυτό που φαινόταν σαν μια ευκαιρία για να κινητοποιήσει το κοινό υπό την ηγεσία του. Την επόμενη μέρα, μια έρευνα της Odoxa που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Le Parisien έδειξε ότι το 84% των ερωτηθέντων ήταν διατεθειμένοι να αποδεχθούν όρια στην ελευθερία τους προκειμένου ν καταπολεμηθεί η τρομοκρατία, συμπεριλαμβανομένου του 87% των αυτοπροσδιοριζόμενων ως υποστηρικτών του Σοσιαλιστικού Κόμματος του Ολάντ. Το 73% των ερωτηθέντων συμφώνησε ότι ο Ολάντ είχε τον έλεγχο του προβλήματος. Τεράστιες πλειοψηφίες υποστήριξαν επίσης την στρατιωτική δράση.

Στην ομιλία του, ο Ολάντ εκμεταλλεύθηκε αυτό το δημόσιο αίσθημα για να προτείνει μια ενίσχυση των δυνάμεων ασφαλείας και την αύξηση των αμυντικών δαπανών. Είχε κάνει παρόμοιες δεσμεύσεις μετά τις επιθέσεις στην Charlie Hebdo τον Ιανουάριο του 2015 [5], την τελευταία φορά που είχε αυξηθεί η δημοτικότητά του. Αυτή την φορά, όμως, πρόσθεσε δύο νέες προτάσεις που απαιτούν την τροποποίηση του συντάγματος της Γαλλίας. Η πρώτη θα επέτρεπε στην κυβέρνηση να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η δεύτερη να στερήσει σε άτομα με διπλή υπηκοότητα την ιδιότητα του Γάλλου πολίτη, αν καταδικαστούν για τρομοκρατικά αδικήματα, ακόμη και αν έχουν γεννηθεί στη Γαλλία. Εάν η αύξηση των αμυντικών δαπανών ήταν αδιαμφισβήτητη, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις προκάλεσαν σάλο από την αρχή, ιδίως στο πλαίσιο της αριστερής κυβερνητικής πλειοψηφίας.

Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι η τροποποίηση για την κήρυξη έκτακτης ανάγκης ήταν περιττή. Η Γαλλία είχε ήδη κηρυχθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης σύμφωνα με νομοθεσία που ψηφίστηκε αμέσως μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις του Νοεμβρίου. Το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Συνταγματικό Συμβούλιο είχαν δεχθεί την νομοθεσία τον Δεκέμβριο και στην συνέχεια την παρέτειναν για τρεις επιπλέον μήνες τον Φεβρουάριο. Η νομοθεσία έκτακτης ανάγκης έδωσε στην αστυνομία δρακόντεια εξουσία να επιβάλει κατ’ οίκον περιορισμούς, να διεξάγει έρευνες χωρίς ένταλμα, να κρατά υπόπτους για τρομοκρατία κατά την διάρκεια της περιόδου της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, να απαγορεύει συγκεντρώσεις και να λογοκρίνει τον Τύπο. Η δεξιά είχε προτείνει την συνταγματική κατοχύρωση της εξουσίας να κηρύττεται κατάσταση έκτακτης ανάγκης το 2007 και τώρα ο Ολάντ, προσπαθώντας να αποκρούσει νομικές προκλήσεις για την απάντησή του στις επιθέσεις, την υποστήριξε επίσης. Αλλά η αριστερά, κυρίως η δική του σοσιαλιστική πλειοψηφία, δεν συγκατένευσε. Περισσότερο από το ένα τρίτο της αριστερής πλειοψηφίας καταψήφισε τις τροπολογίες.

16052016-1.jpg

Ο πρόεδρος της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης Claude Bartolone (κέντρο) φθάνει για να παραστεί στην έναρξη μιας κοινοβουλευτικής συζήτησης για το νομοσχέδιο της συνταγματικής μεταρρύθμισης στην Εθνοσυνέλευση στο Παρίσι, τον Φεβρουάριο του 2016. CHARLES PLATIAU / REUTERS
---------------------------------------------

Η πρόταση άρσης της υπηκοότητας ήταν πολύ πιο αμφιλεγόμενη, κυρίως διότι έκανε μια ιστορική αναδρομή στις πιο σκοτεινές ημέρες της Γαλλίας του Vichy [6], όταν 15.000 άτομα που είχαν πάρει την γαλλική ιθαγένεια, συμπεριλαμβανομένων 6.000 Εβραίων, την έχασαν ξανά. Η κυβέρνηση Vichy πέρασε επίσης νομοθεσία που όριζε διαφορετικές κατηγορίες πολιτών από την γέννησή τους, με διαφορετικά δικαιώματα και προστασίες. Δεν αποτέλεσε έκπληξη που η πρόταση άρσης της υπηκοότητας το 2015 δίχασε την κυβέρνηση και το Σοσιαλιστικό Κόμμα: Η Christiane Taubira [7], η υπουργός Δικαιοσύνης, παραιτήθηκε λίγο πριν η πρόταση φθάσει στο κοινοβούλιο. Σε απάντηση, οι αντιπρόσωποι στην Εθνοσυνέλευση προσάρμοσαν τον νόμο για να εξαλείψουν όλες τις αναφορές σε διπλή υπηκοότητα. Η νέα πρόταση έλεγε: «Οι νόμοι πρέπει να καθορίζουν την ιθαγένεια, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών υπό τις οποίες ένα άτομο μπορεί να στερηθεί της γαλλικής υπηκοότητας, ή τα δικαιώματα που συνδέονται με αυτήν, όταν αυτός/αυτή έχει κριθεί ένοχος για ένα έγκλημα που εγκυμονεί σοβαρό κίνδυνο για την ζωή του έθνους». Αυτή ήταν μια κακή λύση. Οι επικριτές της πρώτης διατύπωσης του νόμου είπαν ότι θα δημιουργούσε δύο κατηγορίες πολιτών, τα άτομα με διπλή υπηκοότητα και εκείνους που δεν έχουν. Αλλά η δεύτερη κατασκευή απείλησε να αμφισβητήσει τον πυρήνα των προβλέψεων της Σύμβασης του 1961 για τη Μείωση της Ανιθαγένειας: «Ένα Συμβαλλόμενο Κράτος δεν θα στερήσει από ένα πρόσωπο την υπηκοότητά του εάν μια τέτοια στέρηση θα τον καθιστούσε απάτριδα».

Η κοινοβουλευτική συζήτηση για τις τροποποιήσεις δημιούργησε πολύ περισσότερες συγκρούσεις από όσο συναίνεση, διαβρώνοντας γρήγορα κάθε δημόσια στήριξη που οι τροποποιήσεις μπορεί να είχαν αρχικά. Επιπλέον, τουλάχιστον μεταξύ των πολιτικών ελίτ, φάνηκε να υπάρχει μια αυξανόμενη αίσθηση ότι οι αλλαγές θα κάνουν ελάχιστα για να βοηθήσουν τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Και η ενέργεια που αφιέρωσε ο Ολάντ για να περάσει αυτές τις τροπολογίες μέσω του κοινοβουλίου διάβρωσε γρήγορα το πολιτικό κεφάλαιο που είχε απολαύσει στο τέλος του Νοεμβρίου.