Τα Brexit Blues του Βερολίνου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα Brexit Blues του Βερολίνου

Ένα σχέδιο για να κρατηθεί η ηρεμία και να συνεχιστούν τα πράγματα
Περίληψη: 

Το Βερολίνο είναι ανήσυχο για το τι θα μπορούσε να σημαίνει το Brexit για την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας. Παρά το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία συνήθως χρησιμεύουν ως εκστρατευτικές δυνάμεις της Ευρώπης, υπάρχουν ενδείξεις ότι η Γερμανία θα μπορούσε να γίνει ο νέος ισχυρός της Ευρώπης.

Ο PARKE NICHOLSON είναι ανώτερος ερευνητικός συνεργάτης στο American Institute for Contemporary German Studies.

Η βασίλισσα Ελισάβετ, η μακροβιότερη μονάρχης του Ηνωμένου Βασιλείου, πραγματοποίησε πέρσι αυτό που ήταν, ίσως, η τελευταία επίσημη επίσκεψή της. Από όλα τα μέρη που θα μπορούσε να έχει ταξιδέψει, επέλεξε την Γερμανία, την de facto ηγέτιδα της Ευρώπης. Η τριήμερη περιοδεία της ήταν γεμάτη με υπενθυμίσεις των βρετανο-γερμανικών σχέσεων -μια διάλεξη με θέμα την κοινή ιστορία τους από τον δημοφιλή ιστορικό Neil MacGregor του Βρετανικού Μουσείου, μια ομιλία για τους βρετανο-γερμανικούς επιχειρηματικούς δεσμούς στην Φρανκφούρτη (ένα οικονομικό κέντρο που θα μπορούσε να επωφεληθεί από το Brexit), και μια πρώτη επίσκεψη στο πρώην στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν-Μπέλσεν, το οποίο απελευθερώθηκε από βρετανικά στρατεύματα το 1945. Ήταν ένα ταξίδι που με σαφήνεια, αν και διακριτικά, αντικατόπτριζε την θέση της βασίλισσας για το Brexit: Το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, από την άλλη πλευρά, έκανε μια λιγότερο συναισθηματική προσέγγιση για το Brexit. Από την εποχή της ομιλίας της για τις βρετανο-γερμανικές σχέσεις στο βρετανικό Κοινοβούλιο το 2014, παρέμεινε περισσότερο ή λιγότερο σιωπηλή για να μην έλθει σε αντιπαράθεση τους υποστηρικτές του Brexit. Έχει καταστήσει σαφές ότι δεν είναι διατεθειμένη να προκαταλάβει μια ψήφο πιέζοντας για ριζική μεταρρύθμιση της ΕΕ ή επιμένοντας ότι το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να μείνει.

Μόνο αυτόν τον μήνα η Μέρκελ αναφέρθηκε στο Brexit, αλλά έμμεσα, προειδοποιώντας [1] ότι οι χώρες εκτός της Ένωσης «δεν πρόκειται ποτέ να έχουν ένα πραγματικά καλό αποτέλεσμα» στις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ. Επίσης, επέπληξε έντονα τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία της συζήτησης υπέρ του Brexit, τα οποία πιστεύει ότι οδήγησαν στην δολοφονία της Jo Cox, μιας φιλο-ευρωπαίας βουλευτή, την περασμένη εβδομάδα. Οι δηλώσεις αυτές, ωστόσο, είναι λιγότερο μια άμεση έκκληση προς τους Βρετανούς και περισσότερο μια αντανάκλαση της ανησυχητικής ανόδου του ευρωσκεπτικισμού και του δεξιού ριζοσπαστισμού στην χώρα της.

Πράγματι, οι Ευρωπαίοι είναι ολοένα και πιο επιφυλακτικοί με την εξουσία των Βρυξελλών. Μια δημοσκόπηση του Pew Research [2] δείχνει αυξανόμενο σκεπτικισμό όχι μόνο κατά μήκος της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Οι ευνοϊκές γνώμες για την ΕΕ μειώθηκαν κατά 8% τόσο στην Γερμανία όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο σε σύγκριση με το 2015 και έχουν σημειωθεί διψήφιες πτώσεις στην Γαλλία και την Ισπανία. Ωστόσο, υπάρχουν έντονες διαφορές πολιτικής [3] μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και το υπόλοιπου μπλοκ σχετικά με την ικανότητα της ΕΕ και, ειδικότερα, τον ρόλο των Βρυξελλών στην διαχείριση της μετανάστευσης και την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας.

Οι Γερμανοί αντιλαμβάνονται ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα εξακολουθεί να είναι ένας σημαντικός εταίρος, ανεξάρτητα από το πώς θα ψηφίσει στις 23 Ιουνίου. Σύμφωνα με μια άλλη πρόσφατη δημοσκόπηση [4], σχεδόν οκτώ στους δέκα Γερμανούς προτιμούν το Ηνωμένο Βασίλειο να παραμείνει στην Ένωση. Επίσης αισθάνονται ότι το Ηνωμένο Βασίλειο υπήρξε πιο αξιόπιστος εταίρος από τις Ηνωμένες Πολιτείες και ελπίζουν ότι θα παραμείνει ένας από τους βασικούς συμμάχους της Γερμανίας, ακόμη και δεδομένου ότι αποστασιοποιείται από την ΕΕ.

23062016-1.jpg

Η βασίλισσα Ελισάβετ και η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία στο Βερολίνο, στις 24 Ιουνίου 2015. FABRIZIO BENSCH / REUTERS
--------------------------------------------

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΘΑΥΜΑ Ή ΠΛΗΓΜΑ;

Ως η οικονομική μηχανή και η μεγαλύτερη αγορά της Ευρώπης, η Γερμανία έχει λίγα να κερδίσει [5] από το Brexit. Αρχικά, η αβεβαιότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές μπορεί να ωθήσει τους επενδυτές να αντισταθμίσουν τις τοποθετήσεις τους στο Λονδίνο και να κοιτάξουν περισσότερο προς την Φρανκφούρτη και το Παρίσι. Αλλά οι δρώντες που δεν είναι συνηθισμένοι με τους κανόνες της ευρωζώνης μπορεί να είναι απρόθυμοι να λειτουργούν υπό το άγρυπνο βλέμμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που εδρεύει στην Φρανκφούρτη. Το Brexit θα μπορούσε επίσης να ακυρώσει την σχεδιαζόμενη συγχώνευση μεταξύ του Χρηματιστηρίου Αξιών του Λονδίνου και του Deutsche Börse, κάτι που θα είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από business as usual.

Μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες με πάτημα τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στην ήπειρο, θα πρέπει επίσης να αξιολογήσουν εκ νέου την κατανομή των περιουσιακών στοιχείων και λειτουργιών τους. Το βάθος της αβεβαιότητας θα είναι ο αποφασιστικός παράγοντας. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να χάσει ξένες επενδύσεις προς όφελος της Γερμανίας, καθώς οι εταιρείες επιδιώκουν να διατηρήσουν την παρουσία τους στην ΕΕ παρά τους περισσότερους κανονισμούς και τους υψηλότερους φόρους, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι οι ξένοι διευθύνοντες σύμβουλοι θα στραφούν αναγκαστικά στο να κάνουν δουλειές στην γερμανική γλώσσα.

Πιο ανησυχητικό για την κορυφαία εξαγωγέα [χώρα] της Ευρώπης είναι το πώς θα προχωρήσουν οι εμπορικές διαπραγματεύσεις με το προσανατολισμένο στην ελεύθερη αγορά Ηνωμένο Βασίλειο. Το Brexit έρχεται σε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο -εν μέσω της αναστολής του συστήματος Σένγκεν για μετακινήσεις χωρίς σύνορα και το κύμα της λαϊκιστικής πολιτικής σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι Γερμανοί εξαγωγείς απολαμβάνουν ένα εμπορικό πλεόνασμα με το Ηνωμένο Βασίλειο το 2015 που ξεπέρασε τα 57 δισεκατομμύρια δολάρια και έναν συνολικό όγκο εξαγωγών σχεδόν διπλάσιο από το ποσό αυτό, που αντιπροσωπεύει σχεδόν το 3% του γερμανικού ΑΕΠ. Μόνο η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αγοράσει περισσότερα γερμανικά προϊόντα κατά τα τελευταία χρόνια. Δεν θα πρέπει να αποτελεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι τόσο η Μέρκελ όσο και το γερμανο-βρετανικό Επιμελητήριο Βιομηχανίας και Εμπορίου έχουν πει ότι η διαπραγμάτευση μιας εμπορικής συμφωνίας μετά το Brexit θα είναι «μια μακροχρόνια διαδικασία» [6].