Πώς η ΤΤΙΡ έχασε την ορμή της | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς η ΤΤΙΡ έχασε την ορμή της

Οι αντιξοότητες για την εμπορική συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ

Το Wolfsburg, στην βιομηχανική καρδιά της Γερμανίας, είναι ένα σύμβολο του ακμάζοντος μεταποιητικού κλάδου και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας. Ιδρυθείσα το 1930 ως μια σχεδιασμένη κοινότητα για τους Γερμανούς εργάτες στην αυτοκινητοβιομηχανία, η πόλη έχει γίνει η κατά κεφαλήν πλουσιότερη της χώρας. Φιλοξενεί την έδρα της Volkswagen και το μεγαλύτερο εργοστάσιο αυτοκινήτων στον κόσμο, και είναι το πρότυπο της κεντρο-αριστερής υπόθεσης της χώρας για μια ανοικτή βασισμένη στο εμπόριο οικονομία [1]. Ήταν ένας ταιριαστός χώρος για το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) για να σφυρηλατήσει τις θέσεις του αυτόν τον Σεπτέμβριο στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2017 στην Γερμανία [2].

Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα κατά το συνέδριο του SPD ήταν η στάση του κόμματος σχετικά με την Ολοκληρωμένη Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία (Comprehensive Economic and Trade Agreement, CETA) μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Καναδά, για την οποία οι διαπραγματεύσεις είχαν καταλήξει το 2014. Χρειάστηκε μια σκληρή εσωκομματική μάχη και ένα πολιτικό τέχνασμα του Sigmar Gabriel -του ηγέτη του SPD, υπουργού Οικονομίας, αντι-καγκελάριου, και πιθανού ανταγωνιστή της καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ [3] στις εκλογές του 2017- για να ωθήσει την υποστήριξη υπέρ του Συμφώνου στην πλατφόρμα του SPD.

Η ψήφος για την CETA έχει σημασία επειδή κάποιοι Ευρωπαίοι, ιδιαίτερα στην Αυστρία, την Γαλλία και την Γερμανία, θεωρούν την διαμάχη γύρω από την συμφωνία ως μια πρόβα για μια πολύ μεγαλύτερη σύγκρουση σχετικά με την προτεινόμενη Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (Transatlantic Trade and Investment Partnership, ΤΤΙΡ) [4], την συμφωνία- μαμούθ για το ελεύθερο εμπόριο μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι τύχες της CETA και της ΤΤΙΡ διαπλέκονται, και όπως η CETA, η ΤΤΙΡ, η οποία είναι ακόμη υπό διαπραγμάτευση, δεν είναι ξεκάθαρη.

Καθώς η Γαλλία και η Γερμανία προετοιμάζονται για σημαντικές εκλογές, η αντιπολίτευση στην ΤΤΙΡ έχει γίνει δημοφιλές ζήτημα μεταξύ των δεξιών λαϊκιστών της Ευρώπης, των αγροτών, των περιβαλλοντολόγων, των ακτιβιστών ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, και κάποιων συνδικαλιστικών οργανώσεων (κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών). Μαζί με κάποιους ευρύτερους παράγοντες που συνωμοτούν εναντίον της ολοκλήρωσης της ΤΤΙΡ, αυτή η αντιπολίτευση έχει κάνει τις προοπτικές του συμφώνου –και εκείνες των εμπορικών διαπραγματεύσεων γενικότερα- να φαίνονται ζοφερές. Η εποχή των μεγάλων εμπορικών συμφωνιών είναι σίγουρα σε χειμερία νάρκη. Το ερώτημα τώρα είναι αν [οι συμφωνίες] είναι νεκρές εντελώς.

06102016-1.jpg

Μια διαδήλωση κατά της ΤΤΙΡ και της CETA στις Βρυξέλλες, τον Σεπτέμβριο του 2016. ERIC VIDAL / REUTERS
----------------------------------------

ΚΟΛΛΗΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΛΑΣΠΗ

Η οικονομική και στρατηγική λογική για μια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών ΗΠΑ-ΕΕ είναι ξεκάθαρη. Η διατλαντική οικονομία αντιπροσωπεύει το 45% του παγκόσμιου συνόλου, είναι υπεύθυνη για εμπορικές συναλλαγές ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων ετησίως και για επενδύσεις αξίας 3,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων, και υποστηρίζει 13 εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με τουλάχιστον μια μελέτη [5], μια διατλαντική εμπορική συμφωνία θα μπορούσε να προσθέσει, συνολικά, πάνω από 106 δισεκατομμύρια δολάρια στην οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών και 133 δισ. δολάρια σε εκείνην της Ευρωπαϊκής Ένωσης˙ θα μπορούσε επίσης να δημιουργήσει μέχρι και 750.000 νέες θέσεις εργασίας [6] στις Ηνωμένες Πολιτείες μόνο. (Οι μελέτες διεξήχθησαν με την παραδοχή ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα παραμείνει μέλος της ΕΕ˙ όμως ακόμη και με το Brexit, τα κέρδη για την διατλαντική οικονομία θα είναι σημαντικά). Μαζί με την διεύρυνση του ΝΑΤΟ [7] και της ΕΕ, η δημιουργία μιας αγοράς χωρίς φραγμούς είναι ένα από τα ημιτελή σχέδια της μετα-ψυχροπολεμικής διατλαντικής συμμαχίας. Θα φέρει την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες ακόμη πιο κοντά, και θα τους επιτρέψει να διαπραγματευθούν από θέση ισχύος με χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία σε τομείς από την διακυβέρνηση του Διαδικτύου μέχρι την ενέργεια.

Κατά τα πρώτα στάδια των διαπραγματεύσεων, η ΤΤΙΡ φαινόταν να καλύπτει τις ελάχιστες απαιτήσεις τόσο των Αμερικανών όσο και των Ευρωπαίων αξιωματούχων. Η Μέρκελ υποστήριξε το σχέδιο, το οποίο σκέφτηκε ότι θα λειτουργούσε υπέρ των δυνατών σημείων της Γερμανίας ως εμπορική δύναμη και των συμφερόντων της για την ενίσχυση της διατλαντικής συμμαχίας σε τομείς πέρα από την ασφάλεια και την άμυνα. Οι Βρετανοί ηγέτες πίστευαν ότι η συμφωνία θα μπορούσε να δώσει μια ώθηση στο όραμά τους για μια φιλελεύθερη, προσανατολισμένη στο εμπόριο Ευρώπη, θα βελτίωνε την σχέση του Λονδίνου με τις Ηνωμένες Πολιτείες, και θα ενίσχυε την υπόθεσή τους εγχωρίως για την συνέχιση της συμμετοχής του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ. Και οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ έβλεπαν την ΤΤΙΡ ως έναν άμεσο τρόπο ώστε οι Ηνωμένες Πολιτείες να συμβάλουν στην ανάκαμψη της Ευρώπης από την κρίση της ευρωζώνης.

Αλλά παρ’ όλες τις υποσχέσεις της ΤΤΙΡ, η διοίκηση του προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, προσέγγισε διστακτικά την όλη διευθέτηση. Κατ’ αρχήν, η Ουάσιγκτον είδε την επιτυχία της άλλης πολυμερούς εμπορικής συμφωνίας, της εταιρικής σχέσης εκατέρωθεν του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership, TPP), ως πιο σημαντική για το γεωπολιτικό μέλλον των Ηνωμένων Πολιτειών. Και τότε ανέκυψαν οι πρακτικές δυσκολίες των διαπραγματεύσεων της ΤΤΙΡ, οι οποίες αναμενόταν να είναι τόσο επίπονες που οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι διαπραγματευτές ξόδεψαν ενάμιση χρόνο για να αποφασίσουν αν θα ήταν πρόθυμοι να δεσμευτούν επ’ αυτών. Το να γίνει το καλύτερο για την συμφωνία θα απαιτούσε σκληρή δουλειά για θέματα πέραν των δασμολογικών μειώσεων˙ για να πετύχει, η Ουάσιγκτον θα έπρεπε να συντρίψει μερικές από τις χρυσές αγελάδες μιας σειράς ισχυρών ομάδων συμφερόντων σε τομείς όπως η γεωργική πολιτική, η κανονιστική συνεργασία, και τα ψηφιακά θέματα.

Διαπραγματευτές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού πίστευαν ότι η μοίρα της ΤΤΙΡ θα αποφασιζόταν στην Ευρώπη. Η πρόκληση του να πεισθούν οι σκεπτικιστές της ηπείρου για να υποστηρίξουν το Σύμφωνο ήταν τεράστια. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις της ΕΕ έχουν κάνει μόνο μια απρόθυμη υπεράσπιση των διαπραγματεύσεων, και πολλοί ηγέτες της ΕΕ μέχρι που έχουν αντιταχθεί δημοσίως. Ο Gabriel, του οποίου το πολιτικό μέλλον εξαρτάται από την επιτυχία της CETA, προσπάθησε να αποδεσμεύσει αυτή την συμφωνία από την ΤΤΙΡ χαρακτηρίζοντας την τελευταία ως αποτυχία [8] στα τέλη Αυγούστου. Περίπου την ίδια εποχή, ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ είπε ότι οι θέσεις της Ευρώπης «δεν έτυχαν σεβασμού» και δήλωσε ότι το Παρίσι ήταν έτοιμο να ματαιώσει τις διαπραγματεύσεις για την ΤΤΙΡ. Η πολιτική τάξη της Αυστρίας ακολούθησε το παράδειγμά τους, και οι προεδρικοί υποψήφιοι της χώρας -ο σκληρός δεξιός λαϊκιστής Norbert Hofer και το μέλος του κόμματος των Πρασίνων Alexander Van der Bellen- ανταγωνίζονταν για να διεκδικήσουν τον μανδύα του υποψήφιου κατά της ΤΤΙΡ. Ακόμη και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Jean-Claude Juncker, ο οποίος ηγείται του σώματος που διαπραγματεύεται την ΤΤΙΡ για την ΕΕ, δεν ανέφερε το Σύμφωνο στην λεπτομερή ομιλία του για την Κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 14 Σεπτεμβρίου.

Σε κάποιο βαθμό, η πρόσφατη ευρωπαϊκή αντιπολίτευση στην ΤΤΙΡ αντανακλά μια προσπάθεια να εξασφαλιστεί μια διαπραγματευτική μόχλευση παρά μια ολοκληρωτική απόρριψη του Συμφώνου. Αλλά υπάρχουν και μια σειρά από άλλοι, πιο ανθεκτικοί λόγοι για την πρόσφατη υποχώρηση των ηγετών της ΕΕ. Κατ’ αρχάς, οι Ευρωπαίοι ηγέτες ήταν απασχολημένοι με μια σειρά από άμεσα προβλήματα: Το δημοψήφισμα του Ηνωμένου Βασιλείου για να αποχωρήσει από την ΕΕ, ο απόηχος της κρίσης στην ευρωζώνη, η σύγκρουση στην Ουκρανία, ο εμφύλιος πόλεμος στην Συρία, η άνοδος της ευρωπαϊκής Δεξιάς και η μεταναστευτική κρίση, μεταξύ άλλων. Στην συνέχεια, πολλοί στην Ευρώπη βλέπουν την αρνητική διάθεση της φετινής προεκλογικής εκστρατείας των ΗΠΑ έναντι της TPP ως σημάδι ότι κάτι παρόμοιο θα συμβεί τελικά για την ΤΤΙΡ και στις Ηνωμένες Πολιτείες επίσης, καθιστώντας την ευρωπαϊκή υποστήριξη για το Σύμφωνο μια χαμένη υπόθεση. Και πολλοί από τους ηγέτες της Ευρώπης είναι πραγματικά αμφίθυμοι σχετικά με την ανάγκη για μια μεγάλη οικονομική συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ.

Στην συνέχεια, υπάρχει το πρόβλημα της φήμης της ΤΤΙΡ. Οι διαπραγματευτές προσπάθησαν να κάνουν μια προοδευτική κίνηση για την ΤΤΙΡ, υποστηρίζοντας ότι θα διασφαλίσει τα δικαιώματα των εργαζομένων και το περιβάλλον, μεταξύ άλλων. Ωστόσο, η ΤΤΙΡ έγινε όλο και πιο τοξική, κυρίως χάρη σε παρανοήσεις γύρω από μερικά από τα εν δυνάμει χαρακτηριστικά της συμφωνίας. Οι διαφωνούντες με την ΤΤΙΡ, για παράδειγμα, επιτέθηκαν σε μια δυσνόητη, αλλά όλο και πιο αμφιλεγόμενη διάταξη γνωστή ως «επίλυση διαφορών επενδυτή και κράτους» (investor-state dispute settlement, ISDS), έναν μηχανισμό που θα επιτρέπει στους ξένους επενδυτές και τις επιχειρήσεις να αμφισβητήσουν τις προσπάθειες της κυβέρνησης να επιβάλει στις επιχειρήσεις τους όρους που εκλαμβάνουν ως μεροληπτικές. Για τους επικριτές της ΤΤΙΡ, αυτή η διαδικασία είναι μια εξώδικη και αντιδημοκρατική συντόμευση για τον ιδιωτικό τομέα ώστε να στρέψει την καθημερινή ζωή προς όφελος των ξένων επιχειρήσεων. Ωστόσο, οι διατάξεις, οι οποίες προορίζονται κυρίως για την ενθάρρυνση των ξένων επενδύσεων στα κράτη όπου υπάρχει κάποιο πολιτικό ρίσκο, υπήρξαν ένα στήριγμα στις εμπορικές συμφωνίες από το 1950, και καμία υπόθεση ISDS κατά της Γαλλίας, της Γερμανίας, ή των Ηνωμένων Πολιτειών -οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της ΤΤΙΡ- δεν πέτυχε ποτέ. Οι ακτιβιστές κατά της ΤΤΙΡ ανησυχούν επίσης για την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων στην ευρωπαϊκή αγορά, τα ζητήματα προστασίας της ιδιωτικής ζωής [9] και την ασφάλεια των τροφίμων. Οι αξιωματούχοι της βιομηχανίας και του δημοσίου που υποστηρίζουν την συμφωνία άργησαν να συνειδητοποιήσουν πως οι εν λόγω κατηγορίες συντονίζονταν με το ευρωπαϊκό κοινό και απέτυχαν να τις αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά, αντ’ αυτού περιορίζοντας τον εαυτό τους ως επί το πλείστον σε γενικές δηλώσεις υποστήριξης προς τις διαπραγματεύσεις.

Οι πιο ζωηροί σκεπτικιστές σχετικά με την ΤΤΙΡ ανήκουν σε χώρες του πυρήνα της Ευρώπης, έχουν την μεγαλύτερη επιρροή στα θεσμικά όργανα της ΕΕ, και όμως αντίθετα προς την κοινή λογική βρίσκονται στην κατάλληλη θέση για να κερδίσουν τα μέγιστα από μια επιτυχημένη διαπραγμάτευση. Στην Γερμανία, όπου σχεδόν το ήμισυ του ΑΕΠ και μια στις τέσσερις θέσεις εργασίας εξαρτώνται από τις εξαγωγές, η δημόσια στήριξη για την ΤΤΙΡ έχει πέσει κατακόρυφα, από το 55% το 2014 σε μόλις 17% σήμερα, σύμφωνα με το Bertelsmann Foundation [10]. Εναπόκειται στον εξωτερικό δακτύλιο της Ένωσης –οι σκανδιναβικές χώρες, εκείνες της Βαλτικής, της Κεντρικής Ευρώπης και της Ιβηρικής- να υπερασπιστούν [11] την συμφωνία.

06102016-2.jpg

Εμπορευματοκιβώτια (κοντέινερ) κατά την διάρκεια μιας πλημμύρας στην Riesa, στην Γερμανία, τον Ιούνιο του 2013. THOMAS PETER / REUTERS
--------------------------------

ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΓΑ ΣΤΟ ΣΤΑΜΑΤΗΜΑ

Οι διαπραγματευτές της ΤΤΙΡ αντιμετωπίζουν επίσης μια σειρά από διαρθρωτικά προβλήματα. Χάρη στην αυξανόμενη πολυπλοκότητα των εμπορικών συμφωνιών και την δυσκολία του περάσματός τους μέσα από δύσπιστα, δυσλειτουργικά νομοθετικά σώματα, οι διμερείς συμφωνίες χρειάζονται ολοένα και περισσότερο χρόνο για να τεθούν σε ισχύ. Η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής (North American Free Trade Agreement, NAFTA), η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1994, χρειάστηκε λιγότερο από τρία χρόνια για να ολοκληρωθεί. Μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Νότια Κορέα του 2011 πήρε σχεδόν έξι χρόνια για να επικυρωθεί˙ μια συμφωνία με τον Παναμά, που ολοκληρώθηκε λίγα χρόνια νωρίτερα, χρειάστηκε σχεδόν εννέα χρόνια. Οι διαπραγματεύσεις για την TPP ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 2008, κατά την διάρκεια της διοίκησης του αμερικανικού προέδρου George W. Bush. Τα τελευταία χρόνια, καθώς η πολιτική συναίνεση γύρω από τα οφέλη του εμπορίου έχει καταρρεύσει, οι ευρωπαϊκές εμπορικές συμφωνίες έχουν πέσει θύματα μιας παρόμοιας τάσης.

Ο 15ος γύρος διαπραγματεύσεων για την ΤΤΙΡ θα πραγματοποιηθεί στη Νέα Υόρκη στις αρχές Οκτωβρίου. Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ, επιδιώκοντας να αποσπάσουν κάθε σταγόνα δυναμικού από τις διαπραγματεύσεις πριν από το τέλος της κυβέρνησης Ομπάμα, έχουν επιταχύνει για να ολοκληρώσουν την συμφωνία πριν από το τέλος του έτους. Αυτό είναι ένας απίθανος στόχος: Ο αριθμός των κεφαλαίων που θα περιέχει η συμφωνία δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί. Η επιμονή της Ουάσιγκτον για ταχεία ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων έχει ενοχλήσει πολλούς στην ΕΕ, όπως τον Αυστριακό υπουργό Οικονομίας Reinhold Mitterlehner και τον Γάλλο υπουργό Εμπορίου Matthias Fekl, οι οποίοι την βλέπουν ως αδέξια και μη ρεαλιστική. Και οι δύο ζήτησαν την έναρξη νέων διαπραγματεύσεων υπό διαφορετικό όνομα.

Το Brexit έχει αφήσει το στίγμα του στις διαπραγματεύσεις. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι υπεύθυνο για περίπου το 17% του ΑΕΠ της ΕΕ [12] και υποδέχεται το ένα τέταρτο των εξαγωγών των ΗΠΑ που προορίζονται για την ΕΕ. Μόλις η χώρα εγκαταλείψει την ένωση, η οικονομική και η διαπραγματευτική δύναμη του ευρωπαϊκού μπλοκ θα συρρικνωθούν. Ταυτόχρονα, η ΕΕ θα χάσει έναν από τους ισχυρότερους υποστηρικτές της για μια εμπορική συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ, και η ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη θα γείρει μακριά από τους οικονομικά φιλελεύθερους προς εκείνους που υποστηρίζουν μεγαλύτερη θωράκιση και διαχείριση της ευρωπαϊκής αγοράς. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, στην συνέχεια, το Brexit θα κάνει τις αγορές της ΕΕ μικρότερης αξίας [13], και τους αξιωματούχους της ΕΕ πιο δύσκολους διαπραγματευτικούς εταίρους. (Επίσης έχει οδηγήσει σε εκκλήσεις από κάποιους Ρεπουμπλικανούς στις ΗΠΑ για διαπραγμάτευση [14] μιας ξεχωριστής εμπορικής συμφωνίας μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών).

Υπάρχει επίσης το θέμα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα μείγμα θαυμασμού, τρόμου και περιφρόνησης. Οι πολιτικές αποφάσεις της ΕΕ που χτυπούν αμερικανικά εταιρικά συμφέροντα, όπως η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά των φορολογικών πληρωμών της Apple στην Ιρλανδία, είναι μεταξύ των πιο δημοφιλών στην γηραιά ήπειρο. Όσον αφορά την ΤΤΙΡ, επίσης, τέτοιες συμπεριφορές έχουν ενθαρρύνει κάποιους αξιωματούχους της ΕΕ να προσεγγίσουν τις διαπραγματεύσεις προσεκτικά.

ΑΝΑΙΣΘΗΤΗ, ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΝΕΚΡΗ

Επί δεκαετίες, το δικαίωμα να διαπραγματεύεται εμπορικές συμφωνίες για λογαριασμό των κρατών-μελών της ΕΕ ήταν το απαύγασμα των εξουσιών των Βρυξελλών. Το εμπόριο ήταν ο μόνος τομέας στον οποίο η ΕΕ μιλούσε με μια φωνή: Της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Όμως, πρόσφατα, η πίεση για τον επαναπατρισμό αυτών των εξουσιών στις εθνικές Αρχές ήταν σε άνοδο. Οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Γερμανίας, και άλλων χωρών πιέζουν για να παίξουν μεγαλύτερο ρόλο στις συνεδριάσεις της ΕΕ οι εθνικοί τους υπουργοί Εμπορίου και επέμειναν ότι τόσο CETA όσο και η ΤΤΙΡ να χαρακτηριστούν ως λεγόμενες μικτές συμφωνίες, πράγμα που σημαίνει ότι θα απαιτήσουν κύρωση από δεκάδες εθνικά και περιφερειακά κοινοβούλια για να τεθούν σε ισχύ.

Αυτή η αποκέντρωση υπονομεύει τα θεσμικά όργανα των Βρυξελλών, ιδιαίτερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ως πρωταρχικό διαιτητή της ηπείρου για το εμπόριο. Μπλέκει συμφωνίες όπως η CETA και η ΤΤΙΡ σε περιφερειακές και εθνικές συνελεύσεις, ουσιαστικά αφήνοντας τις συμφωνίες σε προσωρινή ισχύ για τα επόμενα χρόνια. (Μερικοί επικριτές των εμπορικών συμφωνιών που το έχουν προβλέψει αυτό έχουν ήδη αρχίσει να ζητούν τον τερματισμό της προσωρινής εφαρμογής).

Η τάση αυτή φαίνεται ότι θα συνεχιστεί για το προβλέψιμο μέλλον. Ωστόσο, δεν είναι πολύ αργά για να σωθούν η ΤΤΙΡ, η CETA και η TPP. Για να σωθεί η εποχή των μεγάλων εμπορικών συμφωνιών, οι Δυτικοί πολιτικοί πρέπει να ανταποκριθούν στις ανησυχίες των πολιτών, οι οποίοι έχουν ακούσει για τα γενικότερα οφέλη της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας ωστόσο έχουν υποστεί στάσιμους μισθούς, χαμένη διαπραγματευτική ισχύ, και μείωση ευκαιριών. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να ενσωματώσουν τις εμπορικές συμφωνίες σε ευρύτερες οικονομικές στρατηγικές που διατηρούν τα κορυφαία συστήματα υποδομής, δημιουργούν ένα «μαξιλάρι» για τους πολίτες κατά της οικονομικής ύφεσης, και κάνουν περισσότερα για να επιτευχθεί δικαιότερη κατανομή των κερδών που παράγονται από την οικονομική ανοικτότητα. Μόνο τότε η Δύση θα καρπωθεί τα οφέλη που η εμπορική συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ μπορεί να προσφέρει.

Copyright © 2016 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2016-09-28/how-tti...

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/anthologies/2016-09-12/who-benefits-trade
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/2016-09-26/germanys-right-wing-c...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/germany/2015-11-27/merkel-magic
[4] https://www.foreignaffairs.com/reviews/2015-12-14/ttip-truth-about-trans...
[5] http://trade.ec.europa.eu/doclib/docs/2013/march/tradoc_150737.pdf
[6] http://www.bfna.org/sites/default/files/TTIP%20and%20the%2050%20States_W...
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/europe/2016-06-13/natos-next-act
[8] https://www.theguardian.com/business/2016/aug/29/eu-trade-negotiator-tal...
[9] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2015-12-14/transat...
[10] https://www.bertelsmann-stiftung.de/en/topics/aktuelle-meldungen/2016/ap...
[11] http://www.wsj.com/articles/twelve-eu-ministers-throw-support-behind-tra...
[12] http://www.spiegel.de/international/world/interview-with-us-trade-repres...
[13] https://www.foreignaffairs.com/interviews/2016-07-26/economic-consequenc...
[14] http://www.speaker.gov/general/speaker-ryan-calls-free-trade-agreement-u...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition