Η στροφή του Ερντογάν προς τους κεμαλιστές | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η στροφή του Ερντογάν προς τους κεμαλιστές

Πώς θα διαμορφώσει την τουρκική εξωτερική πολιτική
Περίληψη: 

Τους τελευταίους μήνες, το αντι-Δυτικό αίσθημα έχει φτάσει σε υψηλά όλων των εποχών στην Τουρκία, κυρίως επειδή η κυβέρνηση και οι περισσότεροι Τούρκοι πιστεύουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, των οποίων ο Gulen είναι μόνιμος κάτοικος, έπαιξαν έναν ρόλο στην απόπειρα πραξικοπήματος.

Η GONUL TOL είναι ιδρυτική διευθύντρια στο Κέντρο Τουρκικών Σπουδών στο Middle East Institute.
Ο OMER TASPINAR είναι καθηγητής Σπουδών Εθνικής Ασφάλειας στο National War College.

Οι στρατιωτικοί ηγέτες της Τουρκίας σπάνια κάνουν δημόσιες εμφανίσεις σε πολιτικά γεγονότα. Αλλά στις 7 Αυγούστου, ο στρατηγός Hulusi Akar, επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου της χώρας, εμφανίστηκε εν στολή σε ένα συλλαλητήριο άνω του ενός εκατομμυρίου ανθρώπων στην Κωνσταντινούπολη, μαζί με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν [1], τον πρωθυπουργό Μπινάλι Γιλντιρίμ και τους ηγέτες της τουρκικής αντιπολίτευσης. Εν μέσω πολυάριθμων διακοπών από χειροκροτήματα, ο Akar ευχαρίστησε τους πολίτες της Τουρκίας επειδή βοήθησαν να αποτύχει η απόπειρα του πραξικοπήματος τον Ιούλιο [2] και είπε στο συγκεντρωμένο πλήθος ότι οι «προδότες» πίσω από αυτή την εξέλιξη θα τιμωρηθούν αυστηρά.

Το όραμα της ενότητας μεταξύ του λαού, του στρατού και των εκλεγμένων αξιωματούχων που παρουσιάστηκαν στο συλλαλητήριο βρισκόταν σε έντονη αντίθεση με τις αιματηρές εικόνες που προέκυψαν μετά την αναταραχή του Ιουλίου, η οποία έδειξε στρατιώτες λιντσαρισμένους από τα πλήθη και στρατηγούς βασανισμένους από την αστυνομία. Τόνισε, επίσης, μια μεταμόρφωση που βρίσκεται σε εξέλιξη στην σχέση μεταξύ της κυβέρνησης της Τουρκίας και του στρατού της [3]. Ο Ερντογάν, στον χειρισμό του επί των ενόπλων δυνάμεων της Τουρκίας επιχειρεί να εξισορροπήσει δύο συγκρουόμενες επιταγές. Από την μια πλευρά, ο πρόεδρος πρέπει να ανοικοδομήσει έναν διαλυμένο στρατό σε έναν ισχυρό και ιδιαιτέρως σεβαστό θεσμό που να μπορεί να προβάλει ισχύ και να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις ασφαλείας που κυμαίνονται από τις κουρδικές αποσχιστικές τάσεις μέχρι την τρομοκρατία του λεγόμενου Ισλαμικού Κράτους ή ISIS [4]. Από την άλλη, πρέπει να εξασφαλίσει ότι ο στρατός θα υποκύψει στην δική του εξουσία. Στην εξισορρόπηση αυτών των απαιτήσεων, θα εξαρτηθεί από μια βραχυπρόθεσμη συμμαχία μεταξύ της δικής του ισλαμιστικής κυβέρνησης και των κοσμικών υπερεθνικιστών στοιχείων στον στρατό και την κοινωνία της Τουρκίας: Ένας γάμος ευκολίας που τελικά θα απομειώσει τις προοπτικές για ειρήνευση μεταξύ Άγκυρας και Κουρδικού Εργατικού Κόμματος ( ΡΚΚ) και θα μπορούσε να ενθαρρύνει την Τουρκία να απομακρυνθεί από την Δύση και να στραφεί προς την Κίνα, το Ιράν και την Ρωσία.

31102016-1.jpg

Στο μαυσωλείο του Ataturk, τον Αύγουστο του 2009. UMIT BEKTAS / REUTERS
---------------------------------------------------------

Η ΝΕΑ ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΤΟΥ ΕΡΝΤΟΓΑΝ

Ως φρουρός του κοσμικού κράτους της Τουρκίας, ο στρατός ποτέ δεν εμπιστεύτηκε τους πολιτικούς αρκετά για να υποταχθεί πλήρως σε αυτούς. Οι παρεμβάσεις του στρατού στην πολιτική πριν από το τρέχον έτος -το 1960, το 1971, το 1980 και το 1997- είχαν στόχο την προστασία της δημοκρατίας από ό, τι οι στρατηγοί έβλεπαν ως βλαβερές προθέσεις των Τούρκων πολιτικών. Στα μάτια του τουρκικού κοινού, ο στρατός έχει απολαύσει από καιρό ένα προνομιακό καθεστώς ως θεματοφύλακας του οράματος του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ για ένα κοσμικό τουρκικό έθνος-κράτος.

Ιστορικά, ο στρατός επίσης λειτουργούσε χωρίς πολλή πολιτική εποπτεία: Μετά από κάθε πραξικόπημα, οι στρατηγοί φρόντιζαν να επεκτείνουν την αυτονομία τους με το πέρασμα νέων νόμων και κανονισμών. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και υπό το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης [5] (ΑΚΡ), το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει μειώσει την επιρροή των στρατηγών, ο στρατός έχει απολαύσει μεγάλη αυτονομία.

Τους τελευταίους μήνες, το έργο του Ερντογάν ήταν να εξαλείψει αυτή την αυτονομία χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα του στρατού. Στις εβδομάδες που ακολούθησαν την απόπειρα πραξικοπήματος, η κυβέρνηση τοποθέτησε το Λιμενικό Σώμα και την χωροφυλακή, μια εσωτερική δύναμη ασφαλείας, υπό τον έλεγχο του Υπουργείου Εσωτερικών, και υπήγαγε τον στρατό, την αεροπορία και το ναυτικό στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Η Άγκυρα έκλεισε τις στρατιωτικές σχολές της Τουρκίας και πέρασε μεταρρυθμίσεις που θα επιτρέψουν στους πτυχιούχους των σχολείων ιμάμ-χατίπ, τα οποία εκπαιδεύουν ιεροκήρυκες δημόσιους υπαλλήλους, να εισάγονται στις ένοπλες δυνάμεις. Ο Ερντογάν θέλει να βάλει τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου υπό τον άμεσο έλεγχο του γραφείου του προέδρου και να δημιουργήσει ένα σύστημα στο οποίο η Προεδρία θα αποφασίζει για τις υψηλού επιπέδου στρατιωτικές προαγωγές και τους διορισμούς. Το σύστημα Νόμων Έκτακτης Ανάγκης, που εισήχθη μετά την απόπειρα πραξικοπήματος και επεκτάθηκε τον Οκτώβριο, επιτρέπει στο κυβερνών κόμμα –που ουσιαστικά ελέγχεται από τον Ερντογάν- να προωθήσει τέτοιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, χωρίς πραγματική δικαστική ή νομοθετική εποπτεία.

Αυτά τα βήματα θα φέρουν την Τουρκία πιο κοντά στην καθιέρωση του πλήρους πολιτικού ελέγχου επί του στρατού. Ωστόσο, επίσης θα υπονομεύσουν και θα πολιτικοποιήσουν τις ένοπλες δυνάμεις. Οι εκκαθαρίσεις του Ερντογάν [6], οι οποίες έχουν βάλει στο στόχαστρο χιλιάδες στρατιωτικούς και σχεδόν τους μισούς από τους στρατηγούς της Τουρκίας, έχουν αφήσει τον στρατό αδύναμο. Οι βιαστικές θεσμικές αλλαγές, εν τω μεταξύ, είναι πιθανό να διαταράξουν την αλυσίδα της διοίκησης, σπέρνοντας την διχόνοια και τον ανταγωνισμό στις τάξεις του στρατού. Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, το σχέδιο του Ερντογάν να εγχύσει συντηρητισμό και ισλαμισμό στον στρατό και να γεμίσει τα θεσμικά του όργανα με νομιμόφρονες προς την κυβέρνηση θα μπορούσε να πολιτικοποιήσει το σώμα των αξιωματικών και να απο-επαγγελματικοποιήσει τον στρατό. Αυτή την στιγμή, ο στρατός είναι πολύ αδύναμος για να αντισταθεί σε αυτές τις αλλαγές ή να διατηρήσει με κάποιον άλλο τρόπο την ανεξαρτησία του. Το γεγονός αυτό έχει καταστεί σαφές από την στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στην Συρία, η οποία ξεκίνησε τον Αύγουστο. Αφότου αντιστέκονταν στις εκκλήσεις του Ερντογάν για παρέμβαση σε αυτή την χώρα επί χρόνια, οι ανώτατοι αξιωματικοί συναίνεσαν με τις απαιτήσεις του, εν μέρει για να αποδείξουν την νομιμοφροσύνη τους.