Οι ευρω-αμερικανικές σχέσεις και ο πρόεδρος Κλίντον | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι ευρω-αμερικανικές σχέσεις και ο πρόεδρος Κλίντον

Η αδυναμία της Ευρώπης και ο Αμερικανός σύμμαχος

Τον Μάιο, ο Warren Christopher ανακοίνωσε ότι θα ταξίδευε στην Ευρώπη για να υποβάλει στους Ευρωπαίους συμμάχους ένα αμερικανικό σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης. Οι Αμερικανοί επιδίωκαν να κάνουν τους Σερβοβόσνιους πιο διαλλακτικούς, αίροντας το εμπάργκο όπλων κατά των Μουσουλμάνων με ταυτόχρονες αεροπορικές επιθέσεις του ΝΑΤΟ κατά σερβοβοσνιακών στόχων, τακτική που ονομάστηκε lift and strike (αίρω και πλήττω). Όμως οι Βρετανοί και οι Γάλλοι δεν ήθελαν να εκθέσουν το στρατιωτικό προσωπικό τους που συμμετείχε στην UNPROFOR στα αντίποινα των Σερβοβοσνίων, που ήταν πολύ πιθανόν να ακολουθήσουν τους βομβαρδισμούς από την Δυτική Συμμαχία. Δεν πίστευαν επίσης ότι ακόμη και με ενισχυμένο τον πολεμικό τους εφοδιασμό οι Μουσουλμάνοι ήταν ικανοί να σταματήσουν τους Σέρβους. Επιπλέον, φάνηκε από την συμπεριφορά του Warren Christopher ότι ούτε και οι ίδιοι οι Αμερικανοί ήταν πεπεισμένοι για την ορθότητα της πρότασής τους. Χωρίς την υποστήριξη των Ευρωπαίων, η αμερικανική πρόταση αποσύρθηκε.

Πολιτικές πιέσεις από την κοινή γνώμη και το Κογκρέσο, αλλά και οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις που συνοδεύονταν από Σερβικές φρικαλεότητες κατά των αμάχων οδήγησαν την κυβέρνηση Clinton σε περαιτέρω ανάμειξη. Έτσι, στην διάρκεια του 1994 οι Αμερικανοί μεσολαβούν για την εξομάλυνση των διαφορών και την σύναψη συμμαχίας μεταξύ Μουσουλμάνων και Κροατών, και συμμετέχουν δια του ΝΑΤΟ σε περιορισμένης έκτασης βομβαρδισμούς σερβικών θέσεων, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.

Μια σειρά από παράγοντες οδήγησε τους Αμερικανούς σε ενεργότερη και συστηματικότερη ανάμειξη στο βοσνιακό πρόβλημα το καλοκαίρι του 1995: Η κατάσταση στην χώρα χειροτέρευε, με αποκορύφωμα την σφαγή περίπου 8.000 Μουσουλμάνων ανδρών από τους Σέρβους στον υποτιθέμενο «ασφαλή» θύλακα της Σρεμπρενίτσα, υπό τα όμματα των κυανοκράνων, τον Ιούλιο του 1995. Φαινόταν πλέον πολύ πιθανή η αποχώρηση της ειρηνευτικής δύναμης, λόγω απροθυμίας των Ευρωπαίων να διακινδυνεύσουν την ασφάλεια του στρατιωτικού τους προσωπικού. Ο πρόεδρος Clinton είχε υποσχεθεί αμερικανική στρατιωτική υποστήριξη κατά την αποχώρηση (αμερικανικά στρατεύματα βρίσκονταν ήδη στην γειτονική ΠΓΔΜ), που θα ισοδυναμούσε όμως με συμμετοχή αμερικανικών χερσαίων δυνάμεων χωρίς την πρωτοβουλία κινήσεων, σε μια επιχείρηση που αναμφίβολα θα εκλαμβανόταν ως ήττα. Η παράταση του προβλήματος δημιουργούσε διαφωνίες και έθετε σε κίνδυνο τόσο την ενότητα του ΝΑΤΟ όσο και τον ηγετικό ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι Αμερικανοί ανησυχούσαν για την μεγάλη υποστήριξη που είχαν οι Σέρβοι από την ελληνική κοινή γνώμη και οι Μουσουλμάνοι από την τουρκική, ενώ χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του πρόσφατα εκλεγέντος Γάλλου προέδρου Jacques Chirac ότι «η θέση του ηγέτη του ελεύθερου κόσμου είναι κενή». Τέλος το πολιτικό κλίμα είχε αλλάξει στις Ηνωμένες Πολιτείες, με χαρακτηριστική την υπερψήφιση με μεγάλη πλειοψηφία από το Κογκρέσο της άρσης του εμπάργκο όπλων στους Μουσουλμάνους (απόφαση που ουσιαστικά αμφισβητούσε τις προεδρικές εξουσίες, κατά της οποίας ο Clinton άσκησε βέτο).

04112016-3.jpg

Ο Μπιλ Κλίντον με τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς (profimedia).
----------------------------------------------

Τον Αύγουστο του 1995 οι Αμερικανοί υπέβαλαν στους Ευρωπαίους μια νέα πρόταση που οι τελευταίοι αποδέχθηκαν. Οι αμερικανική μεσολαβητική προσπάθεια, βοηθούμενη από βελτιωμένες επιτόπιες συνθήκες – ήττες των Σέρβων από τους συνεργαζόμενους Κροάτες και Μουσουλμάνους, αεροπορικές επιδρομές του ΝΑΤΟ, αλλαγή στάσης του Γιουγκοσλάβου προέδρου Μιλόσεβιτς, κύριου υποστηρικτή των Σερβοβοσνίων -, οδήγησε σε διαπραγματεύσεις στο Dayton του Ohio τον Οκτώβριο του 1995 υπό την αιγίδα της λεγόμενης Ομάδας Επαφής (Contact Group) στην οποία συμμετείχαν η Γερμανία, η Γαλλία, η Ρωσία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ.

Εξαρχής οι Αμερικανοί ανέλαβαν κυρίαρχο ρόλο. Σύμφωνα με την επικεφαλής της Βρετανικής αποστολής «ο Αμερικανός διαπραγματευτής … αποφάσιζε την ημερήσια διάταξη και διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις όπως ήθελε, με την συγκατάθεση των υπολοίπων. Αυτοί ενημερώνονταν αλλά δεν ερωτούνταν και ο κύριος ρόλος τους ήταν να βοηθούν, στο μέτρο που τους ζητείτο, να παρίστανται και να επικυρώνουν το αποτέλεσμα. Αλλά δεν έπρεπε να παρεμβαίνουν» [2]. Η συμφωνία που τελικά επιτεύχθηκε προέβλεπε την δημιουργία μιας ενιαίας Βοσνίας-Ερζεγοβίνης με δύο χωριστές οντότητες, τη μουσουλμανική-κροατική ομοσπονδία και την σερβική δημοκρατία, που θα μοιράζονταν περίπου εξ’ ημισείας το έδαφος της χώρας, θα είχαν η κάθε μια το δικό της σύνταγμα, το δικό της κοινοβούλιο και την δυνατότητα να συνάπτουν αυτοτελώς σχέσεις με γειτονικές χώρες. Η κάθε μια από τις τρεις εθνότητες θα είχε τον δικό της στρατό. Την εφαρμογή του πλήθους των επιμέρους όρων της συνθήκης ανέλαβε να εξασφαλίσει πολυεθνική ειρηνευτική δύναμη 60.000 ανδρών, η IFOR (Implementation Force) με συμμετοχή 20.000 Αμερικανών και κυρίαρχο το ρόλο του ΝΑΤΟ, μετά από εξουσιοδότηση από το Συμβούλιο Ασφαλείας.

Η κρίση στην Βοσνία κατέδειξε την αδυναμία των Ευρωπαίων να αντιμετωπίσουν προβλήματα ασφάλειας χωρίς την παρέμβαση των Αμερικανών. Ενίσχυσε την θέση του ΝΑΤΟ (του οποίου η χρησιμότητα είχε αμφισβητηθεί μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου), καταδεικνύοντας παράλληλα την ανάγκη να συνεχισθεί η συμμετοχή των Αμερικανών στα ευρωπαϊκά πράγματα με ηγετικό ρόλο. Τέλος, επιβεβαίωσε τις απόψεις εκείνων που υποστήριζαν ότι η αποστολή της Δυτικής Συμμαχίας έπρεπε να επεκταθεί πέρα από το άρθρο 5 του Καταστατικού της, την προστασία δηλαδή αποκλειστικά και μόνο της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών μελών από εξωτερική επίθεση.

Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΒΙΑΣ