Η υποχώρηση της Ιταλίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η υποχώρηση της Ιταλίας

Η επερχόμενη κρίση διακυβέρνησης

Τα ιταλικά πρότυπα διαβίωσης έχουν παραμείνει στάσιμα από την εισαγωγή του ευρώ το 1999, αφήνοντας την χώρα στο κάτω μέρος του πίνακα ανάπτυξης της ΕΕ, μαζί με την Ελλάδα. Το δημόσιο χρέος της Ιταλίας έχει αυξηθεί ανελέητα και τώρα φτάνει στα 2,4 τρισεκατομμύρια δολάρια. Η φοροδιαφυγή είναι πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο –κάτι που δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένου ότι οι φόροι για τα μεσαία και τα ανώτερα εισοδήματα είναι τιμωρητικοί και πιέζουν την κατανάλωση. Η διαρροή εγκεφάλων έχει γίνει μια καταβόθρα, καθώς οι καλύτεροι και εξυπνότεροι Ιταλοί φεύγουν σε χώρες όπου μπορούν να βρουν δουλειά κατάλληλη για τα ταλέντα τους. Η κατοχή ενός πανεπιστημιακού πτυχίου, ή ακόμα και μιας μεταπτυχιακής ειδίκευσης, δεν αποτελεί πλέον εγγύηση για καλύτερες προοπτικές απασχόλησης. Σχεδόν οι μισοί από όλους κάτω των 25 ετών είναι άνεργοι -και δεδομένου ότι το κράτος δεν τους υποστηρίζει, αυτό πρέπει να το κάνουν οι οικογένειές τους, γεγονός που πιέζει περισσότερο την κατανάλωση και καθιστά όλο και πιο δύσκολο για τις οικογένειες της μεσαίας τάξης να τα καταφέρουν μέχρι το τέλος του μήνα. Η κυβέρνηση Renzi είχε περάσει έναν εργατικό νόμο που απελευθέρωνε την αγορά εργασίας και δημιουργούσε θέσεις εργασίας, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του κοινού δεν είχε καμία διάθεση να ακούσει εκείνους που τους έλεγαν ότι είναι αναγκαία περισσότερη απορρύθμιση (αν και μάλλον είναι).

Το δημοψήφισμα ήταν σημαντικό από την άποψη αυτή, αφού όλοι γνώριζαν ότι ο Renzi ήθελε η κυβέρνηση να έχει μεγαλύτερη ελευθερία για να συνεχίσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που η ΕΕ και άλλοι διεθνείς οργανισμοί θεωρούν ως προϋποθέσεις για την επιστροφή της Ιταλίας στην ανάπτυξη -και η οικονομική ανάπτυξη είναι η μόνη διέξοδος από την παγίδα του χρέους που έχει πέσει η Ιταλία. Ωστόσο οι επώδυνες μεταρρυθμίσεις είναι ακριβώς αυτό που ο ιταλικός λαός έχει ξεκάθαρα απορρίψει. Για να παραφράσω ένα ιταλικό ιδίωμα, έχουν τις «τσέπες γεμάτες» με λιτότητα.

Εκ των υστέρων, θα ήταν καλύτερα εάν η κυβέρνηση Renzi είχε τονίσει τα εσωτερικά ζητήματα πριν να αντιμετωπίσει την πολυπλοκότητα των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων. Κάτι έγινε, αλλά δεν ήταν αρκετό. Οι μακροσκελείς και ακατανόητες φιλονικίες για το πώς (ή αν) η νέα γερουσία θα πρέπει να εκλέγεται, και για τις βυζαντινικές υπο-ρήτρες του [νόμου] Italicum, αποξένωσαν πολλούς ανθρώπους που αρχικά πίστευαν ότι ο νέος ηγέτης ήταν μια ανάσα φρέσκου αέρα. Όταν ήρθε στην εξουσία το 2014, ο Renzi αναμφισβήτητα εκμεταλλεύθηκε την επιθυμία να καταργηθεί μια πολιτική τάξη της οποίας η ανικανότητα και η διαφθορά, για να μην αναφέρουμε την χρόνια φιλοδικία, ήταν η κύρια αιτία της διαρκούς οικονομικής δυσπραγίας της Ιταλίας.

Οι Ιταλοί γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα χειρότερα προβλήματα της χώρας τους δημιουργήθηκαν στην δεκαετία του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 από μια γενιά πολιτικών που δαπανούσε τα χρήματα όπως το νερό και άφησε τις επόμενες γενεές να καθαρίσουν την πλημμύρα. Και ξέρουν ότι αυτά τα προβλήματα επιδεινώθηκαν στην δεκαετία του 2000 από μια γενιά πολιτικών που ήταν απρόθυμη ή ανίκανη να λάβει τις επώδυνες αποφάσεις οι οποίες είναι αναγκαίες για την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από την αδεξιότητα και την απληστία των προκατόχων τους. Ο Renzi, ο οποίος υποσχέθηκε να ηγηθεί ενός governo del fare (κυβέρνηση της πράξης), φαινόταν πραγματικά διαφορετικός. Τώρα, όμως, φαίνεται ως άλλος ένας πολιτικός. Ένα μεγάλο μέρος του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος μπορεί να εντοπιστεί στις απατηλές προσδοκίες.

Οι πιθανότητες είναι ότι οι ψηφοφόροι της Ιταλίας κατευθύνονται σε περαιτέρω αυταπάτες. Αν δεν είναι ο Renzi, τότε ποιος; Αυτό είναι το ερώτημα που η χώρα έχει να αντιμετωπίσει τώρα. Το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα (PD), του οποίου εξακολουθεί να ηγείται ο Renzi, είναι τώρα σε πλήρη σύγχυση˙ ο Renzi υπονομεύθηκε κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας από δύο bestie nere, τον πρώην πρωθυπουργό Μάσιμο Ντ’ Αλέμα και τον προκάτοχο του Renzi ως αρχηγός του κόμματος, Πιερλουίτζι Μπερσάνι, οι οποίοι αμφότεροι αγωνίστηκαν ενεργά κατά της μεταρρύθμισης. Στη μεγάλη παράδοση της ιταλικής πολιτικής, η στρατηγική τους ήταν να διαβρώσουν την λαβή του Renzi επί του κόμματος μέσα από έναν πόλεμο φθοράς. Το έχουν εν μέρει καταφέρει. Αλλά εν τω μεταξύ, το PD έχει χάσει κάθε αξιοπιστία ως κυβερνητικό κόμμα.

15122016-2.jpg

Η μπάντα των Ιταλών Carabinieri παίζει πριν ο πρόεδρος Σέρτζιο Ματαρέλα αρχίσει διαβουλεύσεις στο Παλάτι Quirinale στην Ρώμη, στις 8 Δεκεμβρίου 2016. ALESSANDRO BIANCHI / REUTERS
-----------------------------------------------------

Η πολιτική Δεξιά είναι ακόμη λιγότερο αξιόπιστη. Έχει δύο κύριες συνιστώσες: Την δεξιά λαϊκιστική Λίγκα του Βορρά (LN) και το Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ο ηγέτης της LN, Matteo Salvini, είναι ένας από τους λίγους πολιτικούς στον Δυτικό κόσμο που κάνει τον εκλεγέντα πρόεδρο των ΗΠΑ, Donald Trump, να φαίνεται μετριοπαθής. Τα αντι-ΕΕ, αντι-μεταναστευτικά, φιλο-Πουτινικά ξεσπάσματά του προκαλούν ίλιγγο. Ο Μπερλουσκόνι, φυσικά, δεν χρειάζεται συστάσεις. Ένας κατάδικος στα ογδόντα του, ο οποίος υπέστη πρόσφατα μια σημαντική εγχείριση καρδιάς, ο Μπερλουσκόνι δεν είναι, για να τεθεί ήπια, μια προφανής επιλογή για εθνικός ηγέτης. Και, φυσικά, ήταν μια καταστροφή την τελευταία φορά που κατείχε την πρωθυπουργία: Μέχρι την στιγμή που έφυγε από την εξουσία, τον Νοέμβριο του 2011, ο Μπερλουσκόνι είχε ξεσηκώσει την χλεύη και την απέχθεια στον ίδιο βαθμό σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το Forza Italia είναι ούτως ή άλλως πικρά διαιρεμένο μεταξύ εκείνων που επιθυμούν να συμμαχήσουν με την Λίγκα και όσους επιθυμούν να καταλάβουν ένα ενδεχομένως ανύπαρκτο χώρο στο κέντρο. Τα δύο κόμματα όντως συνεργάζονται με την κυβέρνηση σε περιφερειακό επίπεδο, αλλά θα αντιμετωπιστούν ως παρίες από την υπόλοιπη Ευρώπη.