Ο φάκελος Rex | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο φάκελος Rex

Τι να περιμένουμε από τον υπουργό Εξωτερικών του Τραμπ
Περίληψη: 

Ακόμα κι αν ο Rex Tillerson είναι κατά κάποιον τρόπο ικανός να αποστασιοποιηθεί από αυτή την επιφυλακτική του στάση έναντι των αλλαγών σε κατεστημένα καθεστώτα, θα πρέπει επίσης να ξεπεράσει τα δικά του οικονομικά συμφέροντα, τα οποία φαίνεται να είναι αναπόσπαστα δεμένα με εκείνα της Exxon.

Η JENNIFER M. HARRIS είναι βασική συνεργάτις στο Council on Foreign Relations.

Μετά από εβδομάδες αγωνίας, ο εκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ, Donald Trump [1], επέλεξε τελικά τον Υπουργό Εξωτερικών. Την Τρίτη το πρωί, κατονόμασε τον διευθύνοντα σύμβουλο της ExxonMobil, Rex Tillerson, για την θέση αυτή, προσφεύγοντας στο Twitter λίγο μετά την ανακοίνωση για να διαλαλήσει την «τεράστια εμπειρία στην επιτυχή αντιμετώπιση όλων των τύπων των ξένων κυβερνήσεων» από τον διαλεχτό του.

Ο Tillerson είναι σαφώς ένας άνθρωπος των συμφωνιών (dealmaker). Υπό την ηγεσία του, η Exxon, η οποία δραστηριοποιείται σε έξι ηπείρους και έχει χρηματιστηριακή αξία πάνω από 390 δισεκατομμύρια δολάρια, έχει συνάψει πάνω από εκατό συμφωνίες συγχωνεύσεων και εξαγορών. Το διαπραγματευτικό στυλ του επόμενου υπουργού, παρόμοια με του επόμενου αρχηγού του [2], υπονοεί επίσης ένα ταλέντο στην δραματουργία. Η εφημερίδα New York Times αφηγείται ένα ιδιαίτερα γραφικό επεισόδιο στην Υεμένη, όπου ο Tillerson, έτοιμος να διαπραγματευτεί μια μονάδα εξαγωγής φυσικού αερίου και εξαντλημένος από την κωλυσιεργία της κυβέρνησης, «εξερράγη [3], ρίχνοντας ένα -δέκα πόντους χοντρό- βιβλίο από την μια άκρη της αίθουσας στην άλλη, και όρμησε έξω».

Αν εξαιρέσει κανείς το θέμα της ιδιοσυγκρασία, αυτό που διακρίνει τον Tillerson ως το επόμενο πρόσωπο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ είναι η σαφής κατανόησή του για το πώς τα οικονομικά κίνητρα διαμορφώνουν τις αποφάσεις της κυβέρνησης σε όλο τον κόσμο. Από την αισιόδοξη πλευρά, ο Tillerson θα μπορούσε, επομένως, να γίνει ο καταλύτης για την επιστροφή σε αυτό που ονομάζω «γεωοικονομικά» [4] -την χρήση των οικονομικών ως μέσου της τέχνης της πολιτικής – στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, μετά από 15 χρόνια κατά τα οποία η Ουάσιγκτον έχει βασιστεί σε μεγάλο βαθμό στην στρατιωτική ισχύ. Αλλά τα γεωοικονομικά είναι τελικά απλά ένα σύνολο εργαλείων. Το ερώτημα, λοιπόν, αφορά το ποιοι θα είναι οι στόχοι του νέου υπουργού Εξωτερικών –και εκείνοι του προέδρου του. Το παρελθόν του Tillerson στην Exxon παρέχει κάποιες ενδείξεις, που δεν είναι όλες τους καθησυχαστικές.

ΔΙΧΑΣΜΕΝΗ ΝΟΜΙΜΟΦΡΟΣΥΝΗ

Ο Tillerson ήταν ανέκαθεν υπάλληλος της Exxon, έχοντας ηγηθεί της πετρελαϊκής εταιρείας, της μεγαλύτερης στις Ηνωμένες Πολιτείες, από το 2006. Εκείνη την εποχή, υπήρχε συχνά σημαντική δυσαρμονία μεταξύ των συμφερόντων της Exxon και εκείνων των Ηνωμένων Πολιτειών. Το 2013, για παράδειγμα, ο Tillerson πέτυχε μια ανεξάρτητη πετρελαϊκή συμφωνία με την περιφερειακή κυβέρνηση του Κουρδιστάν, αψηφώντας άμεσα την πολιτική του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για «ένα Ιράκ» [5], πολιτική η οποία προσπάθησε να ενοποιήσει την χώρα κάτω από μια ισχυρή, κεντρική Αρχή στην Βαγδάτη. Το 2008, μετά από χρόνια φλερταρίσματος στον Λίβυο πρώην δικτάτορα, Μουαμάρ αλ-Καντάφι, η Exxon μπήκε σε έναν μακρύ κατάλογο εταιρειών πετρελαίου που προέτρεπαν το Κογκρέσο να εξαιρέσει την Λιβύη από έναν νόμο ο οποίος επιτρέπει στις οικογένειες των θυμάτων των ΗΠΑ να μηνύσουν ξένους υποστηρικτές της τρομοκρατίας. Υπό την ηγεσία του Tillerson, η Exxon έχει επίσης συνάψει επικερδείς συμφωνίες με δικτάτορες σε πλούσιους σε πετρέλαιο θύλακες της Αφρικής, επεκτείνοντας την διάρκεια ζωής των αυταρχικών καθεστώτων [6] σε μέρη όπως η Αγκόλα, το Τσαντ, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και η Ισημερινή Γουινέα.

Φυσικά, υπάρχει μια μακρά ιστορία στις Ηνωμένες Πολιτείες για μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες που επιδιώκουν την δική τους εξωτερική πολιτική, συχνά με τρόπους που αντιβαίνουν στα συμφέροντα των ΗΠΑ. Όπως έχει τεκμηριώσει ο ιστορικός Adam Hochschild [7], η πετρελαϊκή εταιρεία Texaco παραβίασε συμφωνίες ουδετερότητας των ΗΠΑ κατά την διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, προκειμένου να προμηθεύσει στην παράταξη των εθνικιστών καύσιμα με έκπτωση, επειδή ο τότε διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Torkild Rieber, ήταν μεγάλος θαυμαστής του Ισπανού εθνικιστή ηγέτη, Φρανσίσκο Φράνκο, και του συμμάχου του, Αδόλφου Χίτλερ.

Ο Rieber ανήκει στο παρελθόν. Αλλά η ανάγκη των πετρελαϊκών εταιρειών να ακολουθούν ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική έχει αναμφισβήτητα αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, καθώς όλο και περισσότεροι ενεργειακοί πόροι στον κόσμο έχουν επανέλθει στα χέρια κυρίαρχων [κρατών]. Παρ’ όλες τις φευγαλέες προσπάθειες ιδιωτικοποίησης της δεκαετίας του 1990, οι κυβερνήσεις, κι όχι ιδιώτες μέτοχοι, κατέχουν σήμερα 13 από τις μεγαλύτερες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου στον κόσμο και τα τρία τέταρτα των γνωστών αποθεμάτων πετρελαίου στον κόσμο. Ιδιόκτητες πολυεθνικές εταιρείες όπως η Exxon παράγουν μόλις το 10% του πετρελαίου στον κόσμο και κατέχουν μόνο το 3% των αποθεμάτων στην γη. Οι διευθύνοντες σύμβουλοι όπως ο Tillerson, έπρεπε λοιπόν να κάνουν τον διπλωμάτη, διαχειριζόμενοι σχέσεις με κυβερνήσεις που κάποιες ημέρες είναι συνεργάτες και κάποιες άλλες ήταν μεγαλύτεροι, καλύτερα χρηματοδοτούμενοι ανταγωνιστές. Όταν οι κυβερνήσεις αυτές δεν είναι σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως συμβαίνει με την Ρωσία, δεν είναι καθόλου περίεργο ότι αυτό που είναι καλό για την Exxon δεν είναι απαραίτητα καλό για την Ουάσιγκτον. Όπως παραδέχθηκε κάποτε ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Exxon, Lee Raymond [8], η εταιρεία δεν «παίρνει αποφάσεις με βάση το τι είναι καλό για τις ΗΠΑ».

Το πραγματικό πρόβλημα, ωστόσο, δεν είναι αυτή η απόκλιση των συμφερόντων, αλλά μάλλον ότι οι αντίπαλοι των ΗΠΑ συχνά θεωρούν την Exxon και άλλες Δυτικές μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες ως πιθανούς αγωγούς άσκησης επιρροής στην Ουάσιγκτον. Μάρτυρας η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία [9], όπου, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Peter Pomerantsev, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν στοιχημάτιζε [10] ότι «οι παλιές συμμαχίες όπως η ΕΕ και το ΝΑΤΟ σημαίνουν λιγότερα στον 21ο αιώνα από όσα οι νέοι εμπορικοί δεσμοί [που η Ρωσία] έχει καθιερώσει με κατ’όνομα ‘δυτικές’ εταιρείες, όπως η BP, η Exxon, η Mercedes και η BASF». Ουσιαστικά, ο Πούτιν υπολόγιζε ότι είχε την Exxon στο πλευρό του και ότι οι τυχόν κυρώσεις από την Δύση θα συναντούσαν σθεναρή αντίσταση από τον ενεργειακό τομέα.