Δυσλειτουργία στα Βαλκάνια | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Δυσλειτουργία στα Βαλκάνια

Μπορεί η μετα-γιουγκοσλαβική διευθέτηση να επιβιώσει;

Η πολιτική διευθέτηση στην πρώην Γιουγκοσλαβία διαλύεται. Στην Βοσνία, το πιο αδύναμο κράτος στην περιοχή, τόσο οι Σέρβοι όσο και οι Κροάτες εντείνουν μια συντονισμένη πρόκληση για τις ειρηνευτικές συμφωνίες του Ντέιτον, το λεπτεπίλεπτο σύνολο των συμβιβασμών που κρατούν την χώρα μαζί. Στη πΓΔΜ, πολιτικές προσωπικότητες από την μεγάλη αλβανική μειονότητα ζητούν την ομοσπονδοποίηση του κράτους ανάλογα με τις εθνικές γραμμές. Στο Κοσσυφοπέδιο, η σερβική μειονότητα επιμένει στην δημιουργία ενός δικτύου αυτοδιοικούμενων θυλάκων με ουσιαστική ανεξαρτησία από την κεντρική κυβέρνηση. Στην κοιλάδα του Πρέσεβο στην Σερβία, οι Αλβανοί κινητοποιούνται για μεγαλύτερη αυτονομία. Στο Μαυροβούνιο, οι Αλβανοί έχουν ζητήσει μια αυτοδιοικούμενη οντότητα. Και στο Κοσσυφοπέδιο και στην Αλβανία, όπου οι Αλβανοί έχουν την ανεξαρτησία τους, οι εθνικιστές πιέζουν για ένα ενιαίο αλβανικό κράτος.

Είναι εύκολο να τα απορρίψει κάποιος όλα αυτά ως απλά διαδόσεις και οργή, φουσκωμένες από ευκαιριακούς πολιτικούς. Αλλά θα ήταν λάθος να αγνοήσει την βούληση των εκλογικών σωμάτων, τα οποία έχουν δείξει επίμονα την δυσαρέσκειά τους προς το πολυεθνικό status quo και απαιτούν αλλαγή. Το δίλημμα που αντιμετωπίζουν οι Δυτικοί πολιτικοί είναι είτε να αναγνωρίσουν τη νομιμότητα αυτών των αιτημάτων και να αλλάξουν ριζικά την προσέγγισή τους, είτε να συνεχίσουν με την τρέχουσα πολιτική και να ρισκάρουν μια αναζωπύρωση της σύγκρουσης.

ΜΙΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ΙΔΕΑ

Όταν η Γιουγκοσλαβία κατέρρευσε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, δεν υπήρχε τίποτα προκαθορισμένο για το τι θα ακολουθούσε. Μια πιθανότητα ήταν η εμφάνιση των εθνών-κρατών, συγκρίσιμα με εκείνα που υπάρχουν αλλού στην Ευρώπη˙ μια άλλη ήταν τα πολυεθνικά κράτη με βάση τα εσωτερικά διοικητικά όρια. Τελικά, η Δύση προσδιόρισε την φύση του μετα-Γιουγκοσλαβικού διακανονισμού με την αναγνώριση της ανεξαρτησίας των παλαιών γιουγκοσλαβικών δημοκρατιών στο πλαίσιο των υφιστάμενων συνόρων τους. Με τον τρόπο αυτό, καθοδηγήθηκαν όχι μόνο από την πεποίθηση ότι αυτό θα προωθήσει την δικαιοσύνη και την ασφάλεια, αλλά και από μια ιδεολογική πεποίθηση ότι ο εθνικισμός ήταν η πηγή της αστάθειας στην Ευρώπη. Η πολυεθνικότητα θεωρήθηκε ως μια βιώσιμη, ακόμα και επιθυμητή, οργανωτική αρχή.

Δυστυχώς, αυτή η απόφαση διεμβόλισε τα πιο βασικά συμφέροντα των αναδυόμενων μειοψηφικών ομάδων, οι οποίες είδαν τον εαυτό τους να καταδικάζεται σε ένα καθεστώς δεύτερης κατηγορίας στο κράτος κάποιων άλλων. Στην δεκαετία του 1990, πολλοί πήραν τα όπλα για να προσπαθήσουν να εξασφαλίσουν έναν επίσημο διαχωρισμό. Στην συνέχεια, όταν αυτό απέτυχε, οι μειονότητες αγωνίστηκαν για να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν περισσότερη αυτονομία στα θετά κράτη τους. Με δεδομένη την αντίσταση της πλειοψηφίας των ομάδων στον κατακερματισμό των πολιτειών τους, αυτές οι απόπειρες διαχωρισμού έχουν δημιουργήσει ένταση ακριβώς στο νευρικό σύστημα των διαφόρων πολυεθνικών κρατών της περιοχής.

Ως αποτέλεσμα, η Δύση έχει αναγκαστεί τις δύο τελευταίες δεκαετίες να επιβάλλει την διευθέτηση που εφάρμοσε στην πρώην Γιουγκοσλαβία, με την ανάπτυξη διοικούμενων από τον ΟΗΕ πολιτικών αποστολών και στρατευμάτων του ΝΑΤΟ ως περιφερειακούς αστυνομικούς. Αρχικά, η Ουάσιγκτον ανέλαβε την ηγεσία, αλλά αφότου οι Ηνωμένες Πολιτείες υποβάθμισαν την παρουσία τους στα Βαλκάνια κατά την τελευταία δεκαετία, η πρωταρχική ευθύνη για την διατήρηση της μετα-γιουγκοσλαβικής διευθέτησης πέρασε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με τον τρόπο αυτό, η ΕΕ αντικατέστησε την σκληρή ισχύ του στρατού των ΗΠΑ με την ήπια ισχύ της διεύρυνσης. Η παραδοχή της ήταν ότι η ίδια η πράξη της προετοιμασίας για την ένταξη στην ΕΕ θα μετατρέψει τα φτωχά αυταρχικά καθεστώτα στο είδος των ευημερούντων, δημοκρατικών, νομιμοφρόνων πολιτειών στις οποίες οι δυσαρεστημένες μειονότητες θα ήταν χαρούμενες να ζουν.

Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα προς το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας, η πολιτική φάνηκε να λειτουργεί. Ωστόσο, η ανησυχία των μειονοτήτων τελικά κατέστησε σαφές ότι η προσέγγιση της ΕΕ δεν θα μπορούσε να επιλύσει τα προβλήματα που δημιουργούνται από την πολυεθνικότητα. Η κεντρική παρερμηνεία της ήταν ότι οι μειονότητες θα δώσουν μεγαλύτερη προτεραιότητα στην πολιτική και οικονομική μεταρρύθμιση από όση στα παράπονα για το έδαφος και την ασφάλεια, τα οποία δεν θα αποτελούν πλέον ζήτημα μετά την ένταξη στην ΕΕ. Όλο αυτό είχε νόημα για τους Ευρωπαίους που ζουν στον μετα-ιστορικό τους παράδεισο, αλλά δεν ευσταθεί για τις μειονότητες που βρίσκονται στην Χομπσιανή σφαίρα των Βαλκανίων, αδυνατώντας να εξασφαλίσουν ακόμα και τις πιο βασικές ανάγκες τους -την ασφάλειά τους, τα δικαιώματα και την ευημερία τους.

Αντ’ αυτού, τα ζητήματα της διακυβέρνησης και της οικονομίας, και ακόμη λιγότερο σημαντικές ανησυχίες όπως η εκπαίδευση και το περιβάλλον, ωθήθηκαν στο περιθώριο καθώς οι πολιτικοί θεσμοί μπλοκαρίστηκαν από δυσεπίλυτα ερωτήματα σχετικά το έδαφος, την ταυτότητα, και την ισορροπία μεταξύ κεντρικής και περιφερειακής εξουσίας. Ημέρα με την ημέρα, η Βοσνία, το Κοσσυφοπέδιο και η πΓΔΜ βυθίζονταν στην πολιτική δυσλειτουργία, την οικονομική στασιμότητα, και την διαφθορά των θεσμών, ακόμα και καθώς οι πιο ομοιογενείς γείτονές τους, όπως η Αλβανία, η Κροατία, και ακόμη και η Σερβία, άρχισαν να ευημερούν.

Η πολιτική περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από τον ευρωσκεπτικισμό που σαρώνει τώρα όλη την Ευρώπη, κάτι που απειλεί κάθε εναπομένουσα ελπίδα ότι η ενσωμάτωση θα μπορούσε να οδηγήσει σε σταθεροποίηση. Μια δημοσκόπηση του Ευρωβαρόμετρου πέρυσι έδειξε ότι μόνο το 39% των πολιτών της ΕΕ τάσσονται υπέρ της διεύρυνσης και το 49% αντιτίθενται σε αυτήν. Νωρίτερα φέτος, οι ψηφοφόροι στην Ολλανδία αποφάσισαν σε ένα δημοψήφισμα να εμποδίσουν την ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ˙ ήταν, στην πραγματικότητα, μια ψήφος κατά της διεύρυνσης. Προηγούμενες κυβερνήσεις στην Αυστρία και την Γαλλία έχουν επίσης δεσμευθεί να θέσουν ένα εθνικό δημοψήφισμα ως προϋπόθεση για μια μελλοντική διεύρυνση.

Ως εκ τούτου, η διαδικασία της διεύρυνσης έχει σταματήσει. Δεκατρία χρόνια μετά την έναρξή της στην σύνοδο κορυφής στην Θεσσαλονίκη, τέσσερα από τα έξι μη-μέλη της ΕΕ στην περιοχή δεν έχουν ακόμη αρχίσει διαπραγματεύσεις για την ένταξή τους στην ΕΕ. Η Σερβία μόνο έχει αρχίσει δειλά, και το Μαυροβούνιο, το πιο προηγμένο κράτος της περιοχής, έχει προσωρινά κλείσει μόνο δύο από τα 35 κεφάλαια των διαπραγματεύσεων, τέσσερα χρόνια αφότου ξεκίνησε. (Αντίθετα, οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης είχαν ολοκληρώσει όλη την διαδικασία των διαπραγματεύσεων εντός του ίδιου χρονικού πλαισίου).

Για να περιπλέξει τα πράγματα, η Ρωσία χρησιμοποιεί την επιρροή της για να εμποδίσει την διαδικασία της ολοκλήρωσης, ενθαρρύνοντας δυσαρεστημένες μειονότητες όπως οι Σερβοβόσνιοι να κλιμακώσουν τις απαιτήσεις τους για απόσχιση και απειλώντας την υπέρ της ένταξης στην ΕΕ κυβέρνηση του Μαυροβουνίου. Η Τουρκία τροφοδοτεί την υποστήριξη των δυσαρεστημένων Μουσουλμάνων, όπως οι Βοσνιακοί και οι Αλβανοί της πΓΔΜ. Και η Κίνα παρέχει με ενθουσιασμό χρηματοδότηση άνευ όρων στις κυβερνήσεις σε όλη την περιοχή για επενδύσεις σε υποδομές, υπονομεύοντας τις προσπάθειες της Δύσης για την προώθηση των εσωτερικών μεταρρυθμίσεων που βασίζονται σε προϋποθέσεις.

Σχεδόν κάθε κράτος έχει βιώσει πρόσφατα σοβαρές αναταραχές, καθώς οι άνθρωποι χάνουν την πίστη τους στην δύναμη της ΕΕ να τους ανακουφίσει από την τρέχουσα κατάσταση της απόγνωσης, της φτώχειας και της διαφθοράς. Προσθέτοντας σε αυτές τις εντάσεις, οι μειονότητες προσπαθούν να πάρουν τον έλεγχο του πεπρωμένου τους, απαιτώντας το δικαίωμα να έχουν ένα ξεχωριστό έδαφος σε χώρες όπου η κεντρική κυβέρνηση δίνει προτεραιότητα αναπόφευκτα στα συμφέροντα της πλειοψηφίας της ομάδας. Αυτός ο συνδυασμός παραγόντων αποσταθεροποιεί ήδη τα Βαλκάνια και, με την σειρά του, απειλεί να υπονομεύσει την μετα-γιουγκοσλαβική διευθέτηση.

Προς το παρόν, η ικανότητα της ΕΕ να διατηρήσει το status quo στα Βαλκάνια δεν έχει εξαντληθεί εντελώς, λόγω του συλλογικού βέτο όσον αφορά την αλλαγή των συνόρων στην περιοχή. Εν τω μεταξύ, οι Βρυξέλλες συνεχίζουν να εκμεταλλεύονται κάθε τελευταίο κομμάτι μόχλευσης από την πολιτική της ενσωμάτωσης. Στα τελευταία δύο χρόνια, έχουν ωθήσει όλους τους βραδυπορούντες της περιοχής -Αλβανία, Βοσνία και Κοσσυφοπέδιο- ένα βήμα πιο κοντά στην ένταξη.

Όμως, η ΕΕ εξακολουθεί να παλεύει σκληρά για να επιβάλει το κύρος της. Οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες δεν ήταν σε θέση να επιλύσουν μια διετή πολιτική κρίση στην πΓΔΜ, που ξεκίνησε όταν τα κυβερνητικά κόμματα, που μόλις είχαν κερδίσει πρόωρες εκλογές, ενεπλάκησαν σε παρακολουθήσεις και υποκλοπές τηλεφωνημάτων που αποκάλυπταν χονδροειδή διαφθορά και καταφανή εγκληματικότητα. Η ΕΕ απέτυχε επίσης να καταλήξει σε συμφωνία για την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Σερβίας και Κοσσυφοπεδίου. (Στην πραγματικότητα, οι σχέσεις μεταξύ των δύο κυβερνήσεων επιδεινώνονται). Ίσως το πιο σοβαρό, η Republika Srpska της Βοσνίας προέβη σε ένα αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα τον Οκτώβριο, παρά τις διαμαρτυρίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με την διατήρηση της αργίας της εθνικής της εορτής, κάτι που το ανώτατο δικαστήριο της Βοσνίας βρήκε ότι δημιουργεί διακρίσεις εναντίον των μη Σέρβων και που οι Δυτικοί διπλωμάτες είπαν ότι παραβίασε το σύνταγμα του Ντέιτον που κρατά την Βοσνία ενωμένη. Η επακόλουθη αδυναμία της ΕΕ να τιμωρήσει τους Σερβοβόσνιους ηγέτες μέσω κυρώσεων θα μπορούσε να τους ενθαρρύνει να διοργανώσουν δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία τους.

ΜΙΑ ΜΙΖΕΡΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Το τι θα συμβεί στην συνέχεια, φυσικά, είναι ένα θέμα πιθανολόγησης. Κατά πάσα πιθανότητα, η μετα-γιουγκοσλαβική διευθέτηση θα συνεχίσει να ισχύει. Αλλά οι αυτονομιστικές ομάδες μπορούν εύκολα να αποκτήσουν ένα είδος λειτουργικής ανεξαρτησίας με το να αποκηρύσσουν την εξουσία της κεντρικής κυβέρνησης και στην συνέχεια να περιμένουν για περισσότερο πρόσφορες περιστάσεις, όπως η κατάρρευση της ΕΕ, για να θεσμοθετήσουν αυτόν τον διαχωρισμό. Αν αφεθεί ανεξέλεγκτη, η κατάσταση κινδυνεύει να διολισθήσει προς την αναζωπύρωση της σύγκρουσης καθώς η πλειοψηφία του πληθυσμού αγωνίζεται για την διατήρηση της ακεραιότητας των κρατών τους.

Εάν είναι αυτός ο κίνδυνος, τότε πώς πρέπει να αντιδράσουν οι πολιτικοί; Το βασικό ζήτημα είναι ότι η υφιστάμενη πολιτική της «σταθεροποίησης μέσω της ενσωμάτωσης», στον βαθμό που λειτούργησε ποτέ, έχει ολοκληρώσει τελείως την πορεία της, δεδομένου του ουσιαστικού τέλους της διεύρυνσης της ΕΕ. Με το να δουλεύουν προς τα εμπρός με μια απαρχαιωμένη πολιτική που βασίζεται σε μια απατηλή ανταμοιβή, και χωρίς κυρώσεις για την μη συμμόρφωση, η Δύση παραδίδει την δύναμη της πρωτοβουλίας στους τοπικούς ρεβιζιονιστές και τους εξωτερικούς υποστηρικτές τους, την Ρωσία και την Τουρκία, [χώρες] οι οποίες επιδιώκουν ιδιοτελείς πολιτικές που διεμβολίζουν τους στόχους της Δύσης.

Ορισμένοι υποστηρίζουν [1] ότι η υφιστάμενη πολιτική θα μπορούσε να λειτουργήσει απλώς εάν οι Βρυξέλλες προσπαθούσαν λίγο πιο σκληρά, υποστηρίζοντας την υπόσχεσή τους για ένταξη στην ΕΕ με μεγαλύτερες προσπάθειες για την προώθηση της περιφερειακής συνεργασίας, της δημοκρατίας, της διαφάνειας, της οικονομικής ανάπτυξης, και ούτω καθεξής. Ωστόσο, αυτό είναι ευσεβής πόθος. Η υπόσχεση της ένταξης στην ΕΕ έχει απαξιωθεί, και κάθε μια από αυτές τις πρωτοβουλίες έχει δοκιμαστεί εις το έπακρον τα τελευταία 20 χρόνια.

Άλλοι, ειδικά οι πλειοψηφικές ομάδες στην περιοχή, υποστηρίζουν ότι η Ευρώπη πρέπει να γίνει σκληρή με τους πολιτικούς που υποστηρίζουν τις αποσχιστικές τάσεις, όπως έκανε στο παρελθόν η Ουάσιγκτον. Αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει αν η Ευρώπη ήταν πρόθυμη να επεμβαίνει στην περιοχή επ’ αόριστον. Αλλά το πολιτικό πλαίσιο έχει αλλάξει ριζικά κατά την τελευταία δεκαετία. Κανείς δεν θέλει άλλη μια μη στρατιωτική αποστολή, και το να απειληθεί μια ομάδα όπως οι Σερβοβόσνιοι θα τους οδηγήσει απλώς στις ανοικτές αγκάλες της Ρωσίας.

Ως εκ τούτου, απαιτείται μια ριζικά νέα προσέγγιση που να σφυρηλατεί μια διαρκή ειρήνη με το να αντιμετωπίζει την υποκείμενη πηγή αστάθειας στα Βαλκάνια: Την αναντιστοιχία των πολιτικών και των εθνικών συνόρων. Το 20ετές πείραμα της πολυεθνικότητας έχει αποτύχει. Εάν η Δύση πρόκειται να μείνει πιστή στον μακροχρόνιο στόχο της διατήρησης της ειρήνης στα Βαλκάνια, τότε έχει έρθει η στιγμή να βάλει τον πραγματισμό πριν από τον ιδεαλισμό και να σχεδιάσει μια σταδιακή μετάβαση σε καταλλήλως συγκροτημένα έθνη-κράτη των οποίων οι πληθυσμοί μπορεί να ικανοποιήσουν τα πιο βασικά πολιτικά τους ενδιαφέροντα.

Δεδομένων των διαιρέσεων στην Ευρώπη, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να προχωρήσουν και να πάρουν τον έλεγχο της διαδικασίας. Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να στηρίξει τον εσωτερικό κατακερματισμό των πολυεθνικών κρατών όπου το απαιτούν οι μειονότητες -για παράδειγμα, αποδεχόμενοι το στοίχημα των Αλβανών για την ομοσπονδοποίηση της πΓΔΜ και την απαίτηση των Κροατών για μια τρίτη οντότητα στην Βοσνία. Μεσοπρόθεσμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επιτρέψουν σε αυτές τις διάφορες περιοχές να σχηματίσουν στενούς πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς με τους μεγαλύτερους γείτονές τους, όπως επιτρέποντας την διπλή υπηκοότητα και την θέσπιση κοινών θεσμικών οργάνων, ενώ τυπικά θα παραμένουν τμήμα του υπάρχοντος κράτους τους.

Στην τελική φάση, τα εδάφη αυτά θα μπορούσαν να διαχωριστούν από τα υπάρχοντα κράτη τους και να ενωθούν με την μητρική τους χώρα, ίσως αρχικά ως αυτόνομες περιοχές. Μια οντότητα Κροατών στην Βοσνία θα συγχωνευθεί με την Κροατία˙ η Republika Srpska και το βόρειο τμήμα του Κοσσυφοπεδίου με την Σερβία˙ και η Κοιλάδα του Πρέσεβο, η δυτική πΓΔΜ, και το περισσότερο από το Κοσσυφοπέδιο με την Αλβανία. Εν τω μεταξύ, το Μαυροβούνιο, το οποίο μπορεί να χάσει τους μικρούς αλβανικούς θύλακές του, θα μπορούσε είτε να παραμείνει ανεξάρτητο είτε να συγχωνευτεί με μια διευρυμένη Σερβία. Κατά την επιδίωξη αυτού του σχεδίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα ανοίξουν νέους δρόμους, αλλά απλώς να αναβιώσουν το Ουιλσονιανό όραμα μιας Ευρώπης η οποία περιλαμβάνει αυτοδιοικούμενα έθνη -αλλά σε ένα τμήμα της ηπείρου όπου αυτό το όραμα δεν έχει εφαρμοστεί ποτέ.

Αναπόφευκτα, θα υπάρξουν δυσκολίες και κίνδυνοι, αν και δεν είναι τόσο σοβαροί όσο εκείνοι που είναι συνυφασμένοι με την υπάρχουσα αποτυχημένη πολιτική προσέγγιση. Η Σερβία θα πρέπει να αφήσει το Κοσσυφοπέδιο, εκτός από τον βορρά του, αλλά η αποζημίωση θα ήταν η υλοποίηση ενός σερβικού έθνους-κράτους στο έδαφος όπου κυριαρχούν οι Σέρβοι. Οι Αλβανοί θα πρέπει ομοίως να εγκαταλείψουν το βόρειο Κοσσυφοπέδιο. Πιο προβληματικά, οι Βόσνιοι και οι Σκοπιανοί θα πρέπει να αποδεχθούν την απώλεια του εδάφους με το οποίο είναι συναισθηματικά δεμένοι και χωρίς καμιά σημαντική εδαφική αποζημίωση.

Στην πραγματικότητα, αυτό θα ήταν απλά η επισημοποίηση της υπάρχουσας πραγματικότητας. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη θα πρέπει να κάνουν πιο ομαλή την μετάβαση με το να επενδύσουν σημαντικά στην οικονομική τους ανάπτυξη και εμπλέκοντας μια σειρά διεθνών εταίρων -συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, της Ρωσίας, καθώς και των κρατών-κλειδιών της περιοχής, την Αλβανία, την Κροατία και την Σερβία- να δεσμευτούν για την ασφάλειά τους. Κατά την διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου, η Ουάσιγκτον και άλλοι μπορεί να χρειαστεί να αναπτύξουν ειρηνευτικές δυνάμεις για να διατηρήσουν τα σύνορα των διευρυμένων κρατών της Αλβανίας, της Κροατίας και της Σερβίας.

Αλλά αυτό θα είναι μόνο μια προσωρινή δέσμευση, σε αντίθεση με την τρέχουσα ανάπτυξη που απαιτείται για να διατηρηθεί ένα παράνομο status quo -4.300 στρατιώτες στο Κοσσυφοπέδιο συμπεριλαμβανομένων περίπου 600 από τις Ηνωμένες Πολιτείες, και άλλων 600 στρατιωτών στην Βοσνία. Τελικά, είναι ευκολότερο να εφαρμοστεί ένας χωρισμός από μια απρόθυμη συμβίωση.

Αυτές οι προτάσεις μπορεί να σοκάρουν όσους έχουν επενδύσει στην τρέχουσα πολιτική της πολυεθνικότητας. Αλλά η συζήτηση για τα Βαλκάνια έχει κυριαρχηθεί για πάρα πολύ καιρό από τους Δυτικούς διπλωμάτες και ακαδημαϊκούς οι οποίοι αρνούνται αυτό που είναι προφανές σχεδόν σε όλους στην περιοχή: Ότι η πολυεθνικότητα είναι μια όμορφη ιδέα και μια μίζερη πραγματικότητα.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η αναίρεση της υφιστάμενης διευθέτησης θα είναι περίπλοκη. Ωστόσο, μια ελεγχόμενη διαδικασία διαχωρισμού των ομάδων που έχουν αποκλίνοντα εθνικά συμφέροντα, και όχι η δια της βίας συνύπαρξη χάριν ενός αφηρημένου ιδεολογικού στόχου, θα εξαλείψει τον πιο σοβαρό κίνδυνο που αντιμετωπίζει η περιοχή -δηλαδή, την ανεξέλεγκτη διάλυση και την αναζωπύρωση της σύγκρουσης. Θα δώσει, επίσης, σε κράτη όπως η Βοσνία και το Κοσσυφοπέδιο μια καλύτερη ευκαιρία ανάπτυξης μακροπρόθεσμα. Αυτό είναι κατ’ εξοχήν προτιμότερο έναντι του status quo.

Μετά από πολλά χαμένα χρόνια, η Δύση πρέπει να έχει την αυτοπεποίθηση να υιοθετήσει μια νέα προσέγγιση που ανοίγει δρόμο μέσα από σκληρά συμπεράσματα. Για τη νέα διοίκηση [στις ΗΠΑ], υπάρχει τώρα μια άνευ προηγουμένου ευκαιρία να επανεξετάσει μια πολιτική που έπασχε από την σύλληψή της. Σε μια τελική πράξη υπηρεσίας προς τα Βαλκάνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να ολοκληρώσουν το έργο που ξεκίνησαν πριν από τόσο καιρό, αυτή την φορά, μια για πάντα.

Copyright © 2016 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/bosnia-herzegovina/2016-12-20/dy...

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/bosnia-herzegovina/2016-07-06/ba...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition