Κοιτάζοντας προς την Γερμανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Κοιτάζοντας προς την Γερμανία

Τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει το Βερολίνο για την φιλελεύθερη τάξη
Περίληψη: 

Η ελπίδα πολλών αγχωμένων Ευρωπαίων και Αμερικανών, ανήσυχων για την τύχη της φιλελεύθερης τάξης και την διατλαντική σχέση, είναι ότι η Γερμανία θα πάρει την θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ως ηγέτης της φιλελεύθερης τάξης. Αλλά αυτό είναι ευσεβής πόθος. Η Γερμανία δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ ως φιλελεύθερη ηγέτις του κόσμου για τον απλό λόγο ότι δεν είναι τέτοια.

Ο STEFAN FRÖHLICH είναι ανώτερος συνεργάτης στην Transatlantic Academy και καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Erlangen-Nürnberg.

Με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Donald Trump, αποφασισμένο να τραβήξει τις Ηνωμένες Πολιτείες έξω από την παγκόσμια ηγεσία και με το Ηνωμένο Βασίλειο βυθισμένο σε μια μπερδεμένη αναχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Γερμανία έχει αναδειχθεί ως η κεντρική οικονομική και πολιτική δύναμη στην Ευρώπη. Από την πολυ-επαινεμένη ομιλία του προέδρου της Γερμανίας, Joachim Gauck, στην Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου [1] το 2014 – «Ας μην κάνουμε τα στραβά μάτια», δήλωσε τόνισε με έμφαση, «να μην αποφύγουμε τις απειλές, αλλά αντ’ αυτού να σταθούμε ακλόνητοι»- η χώρα έχει δείξει την δέσμευσή της να διασφαλίσει την δική της ασφάλεια και της ηπείρου. Συμφώνησε να αυξήσει σταδιακά τις αμυντικές δαπάνες της ώστε να επιτύχει τον ΝΑΤΟϊκό στόχο του 2% επί του ΑΕΠ για την δημιουργία ενός αξιόπιστου ευρωπαϊκού συστήματος άμυνας. Πήρε μια μονομερή απόφαση στις αρχές του 2015, να στείλει τον Bundeswehr σε μια εκπαιδευτική αποστολή στο βόρειο τμήμα του Ιράκ και να ενταχθεί στην στρατιωτική εκστρατεία εναντίον του Ισλαμικού Κράτους (επίσης γνωστού ως ISIS) [2] αφότου η Γαλλία επικαλέστηκε την αμοιβαία αμυντική ρήτρα της Συνθήκης της Λισαβόνας της ΕΕ μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 2015. Το Βερολίνο συνέχισε να βοηθά στην διαχείριση της κρίσης στη νότια περιφέρεια της Ευρώπης, στην Συρία και το Ιράκ, αναδεικνυόμενο σε έναν αξιόπιστο εταίρο της Ουάσιγκτον σε μια εποχή που οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν κάνει σημαντικές περικοπές υπό τον πρώην πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα.

Η ελπίδα πολλών αγχωμένων Ευρωπαίων και Αμερικανών [3], ανήσυχων για την τύχη της φιλελεύθερης τάξης και την διατλαντική σχέση, είναι ότι η Γερμανία θα πάρει την θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ως ηγέτης της φιλελεύθερης τάξης. Αλλά αυτό είναι ευσεβής πόθος.

Η Γερμανία έχει ήδη κατακλυστεί από κρίσεις εγχωρίως και στα σύνορά της. Και δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ ως φιλελεύθερη ηγέτις του κόσμου για τον απλό λόγο ότι δεν είναι τέτοια. Το 2015, είχε έναν αμυντικό προϋπολογισμό που ήταν το ένα εικοστό του μεγέθους των Ηνωμένων Πολιτειών, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών. Δεν είναι πυρηνική δύναμη και έχει συγκριτικά μικρότερες φιλοδοξίες να προσφέρει για το κοινό καλό στην παγκόσμια σκηνή από όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Αλλά ούτε το Βερολίνο εφησυχάζει [4], και υπάρχουν πολλά που μπορεί και είναι διατεθειμένο να κάνει για να εξασφαλίσει ότι η Ευρώπη παραμένει ενωμένη, ιδιαίτερα σχετικά με την άμυνα. Για πρώτη φορά μετά την επανένωση, η Γερμανία έχει ετοιμαστεί να αυξήσει τον αμυντικό προϋπολογισμό της, μια αύξηση 8% από το 2016. Και επίσης κινείται για την προώθηση της αμυντικής συνεργασίας της ΕΕ. Στην πραγματικότητα, ακόμα κι αν η Γερμανία είναι απίθανο να αναλάβει την ευρωπαϊκή άμυνα αντί για τις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτή και οι συνεργάτες της μπορούν να βρουν πολλές ευκαιρίες στις απειλές Trump ώστε να ξεπεράσουν τις δικές τους πολιτικές κακουχίες.

ΔΙΠΛΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Σε κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Trump την περασμένη εβδομάδα, η Βρετανίδα πρωθυπουργός Theresa May δήλωσε ότι ο ηγέτης των ΗΠΑ ήταν «100% υποστηρικτικός του ΝΑΤΟ». Αλλά εάν οι λέξεις της [προεκλογικής] εκστρατείας του Trump αντανακλούν την σκοπούμενη πολιτική του ως πρόεδρος, η υποστήριξη των ΗΠΑ προς το ΝΑΤΟ θα συρρικνωθεί και η υποστήριξη προς την Ρωσία θα καλλιεργηθεί. Από τη μια πλευρά, αυτό θα δώσει στην Ρωσία την ευκαιρία να εδραιωθεί στην Ανατολική Ευρώπη και θα σημαίνει το πιθανό τέλος της ένταξης στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ για την Ουκρανία και άλλες πιθανές υποψήφιες χώρες. Αλλά από την άλλη πλευρά, η Ρωσία δεν έχει καμία πρόθεση να προκαλέσει ένα μέλος του ΝΑΤΟ να επικαλεσθεί το άρθρο 5 (την διάταξη περί της συλλογικής άμυνας του ΝΑΤΟ), με δεδομένο τον τρόπο που η κρίση στην Ουκρανία αναζωογόνησε την οργάνωση το 2014. Η Μόσχα δεν έχει τα οικονομικά ή στρατιωτικά μέσα για την καταπολέμηση του ΝΑΤΟ, πράγμα που σημαίνει ότι κύρια ανησυχία της Γερμανίας θα είναι η χρήση από την Μόσχα του πιο αποδοτικού υβριδικού πολέμου στην άμεση γειτονιά της.

Η πιθανή αντίδραση του Βερολίνου, λοιπόν, θα είναι να συνεχιστεί η διττή προσέγγιση του να είναι και σκληρό και εξυπηρετικό ως προς την Μόσχα. Όσον αφορά το πρώτο, το Βερολίνο έχει δείξει μεγάλη προθυμία να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους του να διατηρήσουν τις κυρώσεις τους για την Ρωσία, ή ακόμα και να τις επεκτείνουν, δεδομένων των επιδρομών της Μόσχας στην Συρία, ακόμη και αν η νέα διοίκηση των ΗΠΑ διακόψει τις δικές της. Όσον αφορά το τελευταίο, το Βερολίνο θα πρέπει σταδιακά να εγκαταλείψει την επέκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα ανατολικά και να αποδεχθεί, με όρους de facto, τις ρωσικές σφαίρες επιρροής στην Κεντρική Ασία, τον Καύκασο, και, πιο πρόσφατα, στην Ουκρανία. Το ΝΑΤΟ θα μπορούσε επίσης να προσπαθήσει να διευθετήσει τα ρωσικά συμφέροντα, παραιτούμενο από την διεύρυνση, και (ίσως) από την κατασκευή του συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας στην Ρουμανία και την Πολωνία, κάτι που έχει προγραμματιστεί για το 2018. Υπάρχουν ισχυρά τμήματα του γερμανικού κομματικού συστήματος που θα ήταν πρόθυμα να υποστηρίξουν αυτά τα βήματα. Πιστεύουν ότι η ευρωπαϊκή αντιπυραυλική άμυνα είναι στενά συνδεδεμένη με τις μελλοντικές συνομιλίες για τους εξοπλισμούς με την Ρωσία, οι οποίες έχουν καθυστερήσει τα τελευταία χρόνια, καθώς οι δύο πλευρές επιδιώκουν προγράμματα εκσυγχρονισμού των πυρηνικών τους όπλων.