Γιατί η πολιτική στην Γερμανία είναι βαρετή; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η πολιτική στην Γερμανία είναι βαρετή;

Οι καλοί θεσμοί αποτρέπουν τον ριζοσπαστισμό

Με την δημιουργία ενός συστήματος με μικρότερα, πιο ποικιλόμορφα πολιτικά κόμματα, αντί για μονολιθικά κόμματα του τύπου «ένα μέγεθος ταιριάζει σε όλους», η Γερμανία διαθέτει χώρο για να φιλοξενήσει πολίτες οι οποίοι είναι πολιτικά ενεργοί, έχουν επιρροή, ακόμα και αν είναι ακραίοι. Για παράδειγμα, οι υποστηρικτές της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) οι οποίοι δυσανασχετούν με την συγκριτικά συγκαταβατική πολιτική της Μέρκελ για τους πρόσφυγες [8] μπορούν να επιλέξουν το AfD, αντί να εστιάζουν την οργή τους στον μετασχηματισμό του CDU. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τέτοιοι δυσαρεστημένοι ακτιβιστές μπορούν να διχάσουν ένα κόμμα σε ασύμβατες κεντρώες και ριζοσπαστικές πτέρυγες, όπως το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα [9]. Στην Γερμανία, οι δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι απλά βρίσκουν ένα εκλόγιμο κόμμα που ταιριάζει καλύτερα στις απόψεις τους. Η σχετική σταθερότητα του κεντροδεξιού CDU της Μέρκελ και του κεντροαριστερού SPD του Schulz ως τα κύρια κόμματα εξηγείται, σε κάποιο βαθμό, από την επιθυμία των Γερμανών για προβλεψιμότητα, αλλά είναι επίσης μια αντανάκλαση του πολιτικού υπολογισμού πίσω από τις κομματικές πλατφόρμες. Οι κεντρώες, γενικές θέσεις του CDU και του SPD αντηχούν σε ένα ευρύτερο φάσμα ψηφοφόρων από όσο οι εξειδικευμένες εκκλήσεις εξειδικευμένων κομμάτων, πράγμα που σημαίνει ότι τα δύο κύρια κόμματα της Γερμανίας προσελκύουν αξιόπιστα έναν αρκετά μεγάλο αριθμό μετριοπαθών ψηφοφόρων.

ΚΑΘΗΣΥΧΑΖΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΛΑΪΚΙΣΤΙΚΕΣ ΟΞΥΤΗΤΕΣ

Φυσικά, υπάρχουν και μειονεκτήματα στην δημιουργία ενός συστήματος που δίνει στους πολιτικούς ριζοσπάστες το ελεύθερο να δημιουργούν τα δικά τους εκλογικά ανταγωνιστικά πολιτικά κόμματα. Στην πραγματικότητα, αυτό ακριβώς το είδος της πολιτικής ανεκτικότητας υπονόμευσε την Δημοκρατία της Βαϊμάρης και βοήθησε τους Ναζί να ανέλθουν στην εξουσία το 1933. Κατά συνέπεια, η Γερμανία απαιτεί από τα πολιτικά κόμματα να κερδίσουν τουλάχιστον το 5% των ψήφων για να καταλάβουν βουλευτικές έδρες. Αυτό το εκλογικό όριο αποτρέπει τα ακραία περιθωριακά κόμματα από το να αποκτήσουν πρόσβαση στην εξουσία, ενώ εξακολουθούν να τους επιτρέπουν να υπάρχουν και να υπηρετούν τους ψηφοφόρους τους. Με το να διατηρούνται τα ριζοσπαστικά κόμματα υπό έλεγχο, ενώ παράλληλα τους επιτρέπεται να εκλέγονται, οι πολιτικοί ριζοσπάστες απομονώνονται σε εθνικό επίπεδο μέσα σε αναποτελεσματικά κόμματα, εμποδίζοντάς τους από έναν δυνητικό σφετερισμό ή υπονόμευση των πιο κεντρώων ή μετριοπαθών κομμάτων από το εσωτερικό.

Οι πολιτικοί θεσμοί της Γερμανίας επίσης εμποδίζουν τους εθνικιστές και τα αουτσάιντερ –σκεφτείτε τον Trump- από το να γίνουν υποψήφιοι για εκτελεστική εξουσία. Οι Γερμανοί εκλέγουν την βουλή, και όποιος ηγείται του κόμματος με τις περισσότερες ψήφους καταλήγει συνήθως καγκελάριος. Αυτό κρατά απ’ έξω ανθρώπους όπως η Le Pen, η οποία, ενώ είναι χαρισματική και πειστική, είναι υπεύθυνη ενός πολιτικού κόμματος που δεν κατέχει έδρες στην Εθνοσυνέλευση από το 2002 έως το 2012. Παρά την ανάδειξη της Le Pen και την ισχυρή της επίδοση στον πρώτο γύρο των φετινών προεδρικών εκλογών, το κόμμα της δεν έχει προς το παρόν εθνική νομοθετική επιρροή -το εθνικό Μέτωπο κατέχει το 0,35% των εδρών στην Εθνοσυνέλευση- αν και το κόμμα ήδη επηρέασε [10] την γαλλική πολιτική κουλτούρα με ενδεχομένως σεισμικό τρόπο.

Το να κυβερνά την χώρα ο επικεφαλής του κορυφαίου πολιτικού κόμματος κάνει ένα σενάριο Trump σχεδόν αδύνατο για την Γερμανία. Οι ηγέτες των καθιερωμένων κομμάτων εκλέγονται από τα μέλη του κόμματος˙ οι άνθρωποι που έχουν δεσμευτεί για τα ιδανικά και την επιτυχία ενός κόμματος είναι απίθανο να εκλέξουν ένα άγνωστο άτομο ή κάποιον που δεν μοιράζονται τις αξίες αυτές. Επιπλέον, η διαδικασία επιλογής στην Γερμανία εξασφαλίζει ότι οι πολιτικά νεοφώτιστοι, οι εξτρεμιστές και οι αουτσάιντερ δεν θα καταλήγουν στο τιμόνι ενός συστήματος που μπορεί να μην καταλαβαίνουν, προσπαθώντας να εφαρμόσουν πολιτικές που οι ψηφοφόροι ίσως να κρίνουν ως απαράδεκτες.

ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Έτσι, ενώ ο Schulz αποκαλείτο ευρέως ως αουτσάιντερ και φρέσκο πρόσωπο στην πολιτική όταν έγινε επισήμως υποψήφιος του SPD για την καγκελαρία, τον Ιανουάριο του 2017, δεν είναι Trump [11]. Ο Schulz εντάχθηκε στο SPD στην ηλικία των 19, έχει διαθέσει περίπου τέσσερις δεκαετίες στην πολιτική, και υπηρέτησε ως πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για πέντε χρόνια. Και παρ’ όλο που είναι νέος στην εθνική πολιτική σκηνή, αν εκλεγεί καγκελάριος, θα περιβάλλεται και θα υποστηρίζεται από πολύ πιο έμπειρους βουλευτές των τοπικών κοινοβουλίων, και οι Γερμανοί θα γνωρίζουν επακριβώς ποιες πολιτικές να περιμένουν από αυτόν. Επιπλέον, αν αυτός ξεφεύγει πολύ δραματικά από τις βασικές αρχές του SPD, θα απομακρυνθεί από την εξουσία. Σε αντίθεση με έναν πρόεδρο, έναν καγκελάριος υπηρετεί στην διάθεση του κυβερνητικού συνασπισμού του˙ εάν ο καγκελάριος χάσει την εμπιστοσύνη του κόμματος ή του συνασπισμού των κομμάτων, τότε αυτός ή αυτή χάνει την καγκελαρία, επίσης. Για παράδειγμα, ο ηγέτης του SPD, Χέλμουτ Σμιτ, ανατράπηκε από καγκελάριος, όταν, το 1982, ο κυβερνητικός συνασπισμός του διαλύθηκε και εγκατέστησε τον ηγέτη του CDU στην θέση του, μια μοίρα που ο Willy Brandt απέφυγε παρ’ ολίγον πριν από δέκα χρόνια. Αν και τέτοιοι ελιγμοί ακούγονται περίεργοι και ενδεχομένως ακόμη και αντιδημοκρατικοί σε ένα αμερικανικό ακροατήριο, αυτοί οι θεσμικοί περιορισμοί σημαίνουν ότι η Γερμανία δεν έχει μεγάλη ανάγκη να φοβάται ότι θα κυβερνηθεί είτε από έναν περιθωριακό πολιτικό είτε από έναν δημαγωγό χωρίς πολιτική εμπειρία.