Η ρωσική διπλωματία της ατομικής ενέργειας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ρωσική διπλωματία της ατομικής ενέργειας

Ο αυξανόμενος ρόλος της ROSATOM στον παγκόσμιο χάρτη
Περίληψη: 

Η ενεργειακή διπλωματία της Ρωσίας επί Βλαντιμίρ Πούτιν σε καμιά περίπτωση δεν περιορίζεται στο αέριο και τους υδρογονάνθρακες, ούτε καν στα συμβατικά καύσιμα εν γένει. Περιλαμβάνει και την πλέον υποσχόμενη, κατά την άποψή μου, τουλάχιστον, μορφή ενέργειας: Την ατομική.

Ο Δρ ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΙΤΑΡΑΣ είναι ενεργειακός αναλυτής, απόφοιτος του Baku Summer Energy School υπό την Διπλωματική Ακαδημία του Αζερμπαϊτζάν και επισκέπτης καθηγητής στην ανωτέρω, το ΠΑ.ΠΕΙ. και την Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης (Τμήμα Οικονομικής Διπλωματίας). Όλες οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν είναι αυστηρά προσωπικές.

Τελευταία, λαμβάνει χώρα μεγάλη συζήτηση -και διεθνώς, και στην Ελλάδα- για τη ρωσική ενεργειακή διπλωματία του φυσικού αερίου, με αιχμή του δόρατος την ΟΑΟ Gazprom (της οποίας τον πλειοψηφικό έλεγχο απέκτησε εκ νέου το ρωσικό Δημόσιο μόλις το 2005) [1]. Κι όμως, η ενεργειακή διπλωματία της Ρωσίας επί Βλαντιμίρ Πούτιν σε καμιά περίπτωση δεν περιορίζεται στο αέριο και τους υδρογονάνθρακες, ούτε καν στα συμβατικά καύσιμα εν γένει. Περιλαμβάνει και την πλέον υποσχόμενη, κατά την άποψή μου, τουλάχιστον, μορφή ενέργειας: Την ατομική.

Ακριβώς, δε, επειδή η ατομική ενέργεια έχει, δυνητικά τουλάχιστον, και άλλες χρήσεις (παραγωγή ατομικών όπλων, με μοναδική διαφορά τον βαθμό εμπλουτισμού του ουρανίου), αποτελεί έναν άκρως «ευαίσθητο» τομέα διεθνούς συνεργασίας: Δημιουργεί ισχυρές διακρατικές σχέσεις μεταξύ του κράτους-πωλητή και του κράτους-αγοραστή της σχετικής τεχνογνωσίας. Ως εκ τούτου, η έντονη τεχνολογική εξάρτηση μεταφράζεται, σχεδόν αναπόφευκτα, και σε βαρύνουσα πολιτική εξάρτηση. Εάν, επομένως, οι γεωπολιτικές υποδηλώσεις των μακροχρόνιων συμβάσεων πώλησης φυσικού αερίου είναι μια φορά σημαντικές για τις διεθνείς σχέσεις, αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο με τα συμβόλαια εκείνα που αφορούν την κατασκευή και, κατόπιν, την τεχνική υποστήριξη των πυρηνικών αντιδραστήρων.

26052017-1.jpg

Το σήμα για προσοχή σχετικά με την εκπομπή ραδιενέργειας, σε ρωσική μονάδα αποθήκευσης πυρηνικών αποβλήτων στην περιοχή Πριμόρσκι, τον Ιούνιο του 2014 REUTERS / Yuri Maltsev.
------------------------------------------------------

ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΠΥΡΗΝΙΚΟ ΣΤΑΘΜΟ ΤΗΣ ΕΣΣΔ ΣΤΗΝ ROSATOM

Στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας ο «εθνικός πρωταθλητής» της Ρωσίας, με διαρκώς αυξανόμενη παρουσία σε ολόκληρη την υφήλιο, ονομάζεται ROSATOM (Russian State Atomic Energy Corporation). Πρόκειται, για την ακρίβεια, για έναν τεράστιο οργανισμό-ομπρέλα, υπό την σκέπη του οποίου λειτουργεί ένα ολόκληρο σύμπλεγμα 300 τεχνολογικών ινστιτούτων, ορυχείων ουρανίου και βιομηχανικών εγκαταστάσεων (τόσο για ειρηνικές όσο και για στρατιωτικές χρήσεις). Είναι πρώτη στον κόσμο σε παραγωγή ουρανίου, με 3.000 τόνους ετησίως στην Ρωσία και άλλους 5.000 τόνους στο εξωτερικό. Μεταξύ των θυγατρικών της, αναφέρουμε ενδεικτικά την εταιρεία Atomstroyexport, η οποία ασχολείται με τα διεθνή πρότζεκτ, τα οποία και μας ενδιαφέρουν εδώ. Η εκπεφρασμένη αποστολή (“mission statement”) της Atomstroyexport είναι «όπως προσφέρει την στρατηγική ανταγωνιστικότητα της ρωσικής πυρηνικής μηχανικής στην διεθνή αγορά κατασκευής πυρηνικών σταθμών με αξιοπιστία, ποιότητα και ασφάλεια, σε συμμόρφωση με τις υψηλότερες διεθνείς απαιτήσεις πυρηνικής ακτινοβολίας και οικολογικής ασφάλειας (…) με απώτερο σκοπό την αποτελεσματική ανάπτυξη της οικονομίας και της ποιότητας ζωής, αλλά και την διατήρηση του περιβάλλοντος» [2]. Σημαντικό μερίδιο, όμως, επί της Atomstroyexport (49%) ανήκει στην Gazprombank του ομώνυμου ομίλου, επομένως εδώ οι δύο ρωσικοί τιτάνες της ενέργειας συναντώνται… Από τον Οκτώβριο του 2016, γενικός διευθυντής του ομίλου ROSATOM είναι ο Alexey Likhachev και αναπληρωτής γενικός διευθυντής, αρμόδιος για τις διεθνείς δραστηριότητες, ο πρώην πρέσβης Nikolai Spasskiy. Εφέτος, λοιπόν, η ROSATOM συμπληρώνει δέκα χρόνια λειτουργίας με την τρέχουσα δομή και ονομασία της (την οποία υιοθέτησε το Νοέμβριο του 2007), επομένως η ανά χείρας σύντομη ανάλυση θα μπορούσε να έχει και επετειακό χαρακτήρα. Ας ξεκινήσουμε, όμως, με μια μικρή ιστορική αναδρομή στις κυριότερες εξελίξεις επί σοβιετικής εποχής.

Η Σοβιετική Ένωση, μολονότι δοκίμασε την πρώτη της ατομική βόμβα το 1949, συνέστησε Υπουργείο Ατομικής Ενέργειας (γνωστό επί πολλές δεκαετίες υπό τον παραπλανητικό τίτλο «Υπουργείο Μεσαίας Μηχανολογικής Βιομηχανίας») μόλις τον Ιούνιο του 1953, λίγους μήνες μετά το θάνατο του Στάλιν. Αυτό το μόρφωμα ήταν υπεύθυνο τόσο για τις στρατιωτικές χρήσεις από την διάσπαση του ατόμου, ήτοι την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων, όσο και τις ειρηνικές, ήτοι την ανάπτυξη κινητήρων για πλοία -λ.χ. το θρυλικό παγοθραυστικό «Λένιν» (1957)- και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία μας ενδιαφέρει εδώ. Μια κρίσιμη ημερομηνία ήταν η 26/5/1954, όταν ο πυρηνικός αντιδραστήρας της Καλούγκα, 110 χιλιόμετρα έξω από τη Μόσχα, έγινε ο πρώτος παγκοσμίως ο οποίος συνδέθηκε με δίκτυο παραγωγής ηλεκτρισμού (η κατασκευή του είχε ξεκινήσει ήδη επί Στάλιν, στις αρχές του 1951). Αυτό το ιστορικό εργοστάσιο σταμάτησε να λειτουργεί μόλις το 2002, μετά από σχεδόν μισό αιώνα. Μάλιστα, ελάχιστοι γνωρίζουν ότι η ΕΣΣΔ ήταν μια από τις ελάχιστες χώρες που χρησιμοποίησε πυρηνικούς αντιδραστήρες όχι μόνο για ηλεκτροπαραγωγή, όπως είναι ο κανόνας παγκοσμίως, αλλά ακόμη και για θέρμανση πόλεων, έστω και σε πολύ περιορισμένη κλίμακα.

Αμιγώς ερευνητικοί -όχι εμπορικοί, δηλ. με στόχο την παραγωγή ενέργειας- αντιδραστήρες κατασκευάστηκαν από Σοβιετικούς τεχνικούς την εποχή Χρουστσώφ, ξεκινώντας από το 1958, σε πολλές «χώρες-δορυφόρους» ή ακόμη και σε τρίτες χώρες: Λαϊκή Δημοκρατία Κίνας, Ανατολική Γερμανία, Βουλγαρία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Γιουγκοσλαβία, Αίγυπτος κλπ. Την εποχή του Μπρέζνιεφ (1964-82), ακολούθησαν οι πρώτοι εμπορικοί σταθμοί εκτός της ΕΣΣΔ. Ειδικά στα Βαλκάνια, από το 1974 έως το 1991 η ΕΣΣΔ ολοκλήρωσε έξι εμπορικούς αντιδραστήρες στο Κοζλοντούι της Βουλγαρίας, δίπλα στο Δούναβη, από τους οποίους σήμερα λειτουργούν μόνον οι Κοζλοντούι 5 (1987) και Κοζλοντούι 6 (1991), παράγοντας το 33% του ηλεκτρισμού στην γείτονα. Ενδιαφέρουσα ιστορικά ήταν η περίπτωση των δύο φινλανδικών εμπορικών αντιδραστήρων της δεκαετίας του 1970, οι οποίοι χρησιμοποίησαν ένα μοναδικό μείγμα σοβιετικής -κατά βάση- και αμερικανικής τεχνολογίας (της εταιρείας Westinghouse Electric), εξ ου και έμειναν ανεπίσημα γνωστοί ως … «Eastinghouse»!