Το δημοψήφισμα του Brexit, έναν χρόνο μετά | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το δημοψήφισμα του Brexit, έναν χρόνο μετά

Οι ιστορικές ρίζες της απόφασης για έξοδο από την ΕΕ

Στις 23 Ιουνίου 2016, οι πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου [2] ψήφισαν με 52% προς 48% υπέρ του να εγκαταλείψουν την Ευρωπαϊκή Ένωση [3], στέλνοντας κύματα σοκ σε όλο τον κόσμο και δημιουργώντας ανησυχίες για ένα νέο είδος λαϊκισμού και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η κοινή εξήγηση για το Brexit το παρουσιάζει ως μια εξέγερση των χαμένων της παγκοσμιοποίησης. Καθώς η διεθνής κίνηση των αγαθών, του κεφαλαίου, των ιδεών και των ανθρώπων έχει εντατικοποιηθεί, λέει αυτό το επιχείρημα, οι τελευταίοι διαμόρφωσαν τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος με πιο βαθείς τρόπους. Η ενδοευρωπαϊκή ροή των μεταναστών από τα ανατολικά προς τα δυτικά, σε συνδυασμό με μια πιθανότητα εισροής προσφύγων το 2015, έπεισε πολλούς Βρετανούς πολίτες ότι βρίσκονταν στην πλευρά των χαμένων μιας παγκοσμιοποιημένης, χωρίς σύνορα Ευρώπης.

27062017-1.jpg

Ο Nigel Farage, τότε αρχηγός του United Kingdom Independence Party (UKIP), στο Λονδίνο, τον Ιούνιο του 2016. TOBY MELVILLE / REUTERS
-----------------------------------------------------------------

Αν και αυτή η ιστορία ενσωματώνει σημαντικές δυναμικές, της λείπουν κρίσιμες ιστορικές εξελίξεις που επηρέασαν την απόφαση των Βρετανών ηγετών [4] να διεξαγάγουν το δημοψήφισμα, καθώς και τα αποτελέσματά του. Τέσσερις τάσεις συνέκλιναν για να οδηγήσουν το Ηνωμένο Βασίλειο να χωρίσει με την ΕΕ: Μια απόκλιση μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της ηπείρου σχετικά με την έννοια του ευρωπαϊκού σχεδίου και την φύση της [εθνικής] κυριαρχίας˙ μια σταδιακή αποξένωση των βρετανικών πολιτικών κομμάτων από το κοινό˙ τα επακόλουθα της οικονομικής κρίσης του 2008˙ και η ανεπαρκής διαχείριση των προβλημάτων της ΕΕ από τις Βρυξέλλες. Αυτές οι εξελίξεις βοηθούν να εξηγηθεί γιατί το μήνυμα του «εκτός» είχε απήχηση και εκείνο του «εντός» αποδείχθηκε αντιπαραγωγικό. Επιπλέον, αποκαλύπτουν πόσο εύθραυστο και καθοδηγούμενο από τις ελίτ παραμένει το ευρωπαϊκό σχέδιο.

Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Η πρώτη τάση -η αυξανόμενη απόσταση μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και των άλλων ευρωπαϊκών κρατών σχετικά με την ολοκλήρωση και την κυριαρχία- χρονολογείται από την έναρξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης την δεκαετία του 1950. Στην ήπειρο, οι ιδρυτές του ευρωπαϊκού σχεδίου είδαν την ολοκλήρωση ως έναν τρόπο να ξεπεραστούν οι καταστρεπτικές κληρονομιές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου [5] με το να επαναπροσδιορίσουν την εθνική κυριαρχία. Η βίαιη κατάκτηση της Γαλλίας, των Κάτω Χωρών και της Ιταλίας από τους Ναζί, μαζί με την κατοχή από τις ΗΠΑ και την Σοβιετική Ένωση που ακολούθησαν, αποδόμησαν τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Σε ολόκληρη την ήπειρο, οι ρατσιστικές πολιτικές του Τρίτου Ράιχ είχαν εξαπολύσει ένα είδος εμφυλίου πολέμου, καθώς οι Ναζί ανάγκασαν τους τοπικούς πληθυσμούς να διαλέξουν πλευρά˙ αργότερα, η απελευθέρωση της Ευρώπης από τους Συμμάχους οδήγησε σε βίαια αντίποινα από αντιστασιακούς κατά των συνεργατών [των Γερμανών].

27062017-2.jpg

Προετοιμασία σημαιών πριν από τις συνομιλίες για το Brexit μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ, στις Βρυξέλλες, τον Ιούνιο του 2017. FRANCOIS LENOIR / REUTERS
-------------------------------------------------------------

Η εμπειρία του πολέμου στην ήπειρο απονομιμοποίησε όχι μόνο το κράτος αλλά και το έθνος. Έτσι, στην ειρήνη που ακολούθησε, οι Δυτικοευρωπαίοι προσπάθησαν να αποκαταστήσουν τα δυσφημισμένα έθνη-κράτη τους μέσω μιας ομοσπονδίας, μιας πολιτικής μονάδας που έκτοτε αντιπροσωπεύει τον στόχο, αν όχι την πραγματική πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. «Δεν θα υπάρξει ειρήνη στην Ευρώπη αν τα κράτη ανοικοδομηθούν στην βάση της εθνικής κυριαρχίας», υποστήριξε ο Γάλλος πολιτικός Jean Monnet το 1943. «Τα κράτη της Ευρώπης πρέπει επομένως να σχηματίζουν μια ομοσπονδία ή μια ευρωπαϊκή οντότητα».

Το Ηνωμένο Βασίλειο, αντιθέτως, αντιμετώπισε βομβαρδισμούς, αλλά όχι κατοχή και εμφύλιο πόλεμο, και έτσι αναδύθηκε από την σύγκρουση με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα του εθνικού κράτους, ιδίως μετά την ανάπτυξη των προγραμμάτων του επί της κοινωνικής πρόνοιας. Μια ομοσπονδία που αντικαθιστά την εθνική κυριαρχία, δεν ταιριάζει στο Λονδίνο. Το 1946, όταν ο Ουίνστον Τσόρτσιλ έκανε έκκληση για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης [6], δεν αναφερόταν στους πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά στους κατοίκους της ηπείρου.

Όταν το Ηνωμένο Βασίλειο προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1973, το έκανε για να ανασυγκροτήσει την δική του προβληματική οικονομία, όχι για να αποτρέψει τον πόλεμο ή να δημιουργήσει μια ομοσπονδία. Σε μια εποχή απο-αποικιοποίησης, στασιμοπληθωρισμού και άγχους για το ισοζύγιο πληρωμών της χώρας, η ΕΟΚ φαινόταν να προσφέρει οικονομικό καταφύγιο. Για τον Edward Heath [7], τον πρωθυπουργό των Συντηρητικών που οδήγησε το Ηνωμένο Βασίλειο στην ΕΟΚ, αυτό που μετρούσε ήταν «η επίπτωση στο βιοτικό επίπεδο του μεμονωμένου πολίτη». Ειδικότερα, οι Συντηρητικοί υποβάθμισαν το ζήτημα της κυριαρχίας: Το μήνυμά τους προς το κοινό ήταν όχι για το τι θα αλλάξει αλλά για το τι θα παραμείνει το ίδιο. Δεν θα υπήρχε «κανένα ζήτημα για οποιαδήποτε διάβρωση της ουσιώδους εθνικής κυριαρχίας», δήλωνε ο Χιθ. Ωστόσο, από πολιτικής απόψεως, πολλά θα άλλαζαν, και μάλιστα πολλά είχαν ήδη αλλάξει: Το 1963, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είχε σημειώσει ότι η Συνθήκη της Ρώμης δημιούργησε μια νέα έννομη τάξη «προς όφελος της οποίας τα κράτη έχουν περιορίσει τα κυριαρχικά τους δικαιώματα». Ο Heath δεν έδωσε σημασία σε αυτό το γεγονός και η εκστρατεία ένταξης στην ΕΟΚ (και το δημοψήφισμα του 1975 για να παραμονή σε αυτήν) χαρακτηρίστηκε από ασαφή γλώσσα σχετικά με το τι θα συνεπαγόταν η ιδιότητα του μέλους. Οι Βρετανοί ευρωσκεπτικιστές μπορούσαν έτσι να ισχυριστούν ότι οι αντίπαλοί τους θόλωσαν τις πραγματικές πολιτικές συνέπειες της ένταξης στην Ευρώπη.

Πράγματι, σε αντίθεση με τους ομολόγους τους απέναντι από το κανάλι [της Μάγχης], αμφότεροι οι Συντηρητικοί όσο και οι Εργατικοί ηγέτες είδαν την Ευρώπη ως μια «επιχειρηματική διευθέτηση», όπως το έθεσε ο πολιτικός των Εργατικών, James Callaghan. Αυτό ήταν περισσότερο εμφανές υπό την Συντηρητική πρωθυπουργό Margaret Thatcher [8], η οποία μετέτρεψε τον κοινοτικό προϋπολογισμό από μια συλλογική προσπάθεια σε ένα σύστημα «αλογοπανήγυρης» στο οποίο το Ηνωμένο Βασίλειο προσπάθησε να κερδίσει περισσότερα από όσα προσέφερε. (Οι διαπραγματεύσεις επί του προϋπολογισμού στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δουβλίνου, όπου η Θάτσερ δήλωσε ότι «αυτό που ζητάμε είναι ένα πολύ μεγάλο ποσό των δικών μας χρημάτων, πίσω», ήταν η επιτομή αυτής της τάσης). Όπως διαπίστωσε ο πολιτικός επιστήμονας Andrew Glencross, αυτή η χρηστική προσέγγιση συνεχίστηκε μέσα στον 21ο αιώνα και βοήθησε να πλαισιωθεί η συζήτηση για το Brexit ως ζήτημα υλικών οφελημάτων και όχι πολιτικών ιδανικών.

27062017-3.jpg

Ο Βρετανός πρωθυπουργός, David Cameron, στις Βρυξέλλες, τον Φεβρουάριο του 2016. DYLAN MARTINEZ / REUTERS
------------------------------------------

ΟΙ ΚΟΜΜΑΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ

Ωστόσο, η απόφαση του Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον το 2013 για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με την ένταξη στην ΕΕ δεν ήταν αποτέλεσμα αυτής της χρηστικής αντίληψης, αλλά των διαιρέσεων εντός του Συντηρητικού Κόμματος. Την εποχή εκείνη, το κόμμα είχε κατακερματιστεί σε τρία στρατόπεδα: Ευρωσκεπτικιστές, υποστηρικτές της Ευρώπης και μια μεσαία ομάδα που ταλαντευόταν μεταξύ αυτών των θέσεων ανάλογα με τις συνθήκες στην Ευρώπη. Με το να ζητήσει από τους Βρετανούς ψηφοφόρους να επιλύσουν μόνιμα το ζήτημα της ένταξης στην ΕΕ, ο Κάμερον ήλπιζε να ξεπεράσει αυτές τις εντάσεις.

Ωστόσο, οι διαιρέσεις εντός των Συντηρητικών ήταν οι ίδιες προϊόν της δεύτερης τάσης -της αυξανόμενης αποξένωσης της βρετανικής πολιτικής ελίτ από τις κομματικές βάσεις τους. Όπως έδειξαν οι πολιτικοί επιστήμονες Peter Mair και Henry Farrell [9], τις τελευταίες δεκαετίες, τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα έχουν γίνει λιγότερο συνδεδεμένα με τους ψηφοφόρους, λιγότερο εδραιωμένα στην κοινωνία, πιο ελιτίστικα και περισσότερο ενσωματωμένα στο κράτος. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η συμμετοχή στα κόμματα μειώθηκε κατά περίπου τα δύο τρίτα μεταξύ 1980 και 2010. Καθώς τα κόμματα συρρικνώθηκαν, οι ηγέτες τους δεν χρειαζόταν πλέον να ακούν τα μέλη τους. Αντ’ αυτού, μπορούσαν να απευθύνονται στον γενικό πληθυσμό.

Καθώς οι κομματικές ελίτ απελευθερώθηκαν από τις βάσεις τους, έγιναν επίσης πιο όμοιες γενικότερα. Ο πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ μετέτρεψε τους Εργατικούς σε ένα κεντρώο, νεοφιλελεύθερο κόμμα. Ο Cameron, αφότου έγινε ηγέτης των Συντηρητικών το 2005, δήλωσε ότι θα βάλει το κόμμα του σε μια «μπλερική» κατεύθυνση. Αυτή η σύγκλιση των απόψεων της ελίτ ενισχύθηκε από την απόσχιση του μεγαλύτερου μέρους της χώρας από το Λονδίνο, το οποίο, όπως επεσήμανε ο ιστορικός Peter Mandler, στεγάζει «μια όλο και πιο κληρονομική κάστα πολιτικών», μαζί με δικηγόρους, δημοσιογράφους και διανοούμενους.

Το κλειστό πολιτικό σύστημα είχε σημαντικές επιπτώσεις για την θέση του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρώπη. Από την δεκαετία του 1990, η ΕΕ άλλαξε δραματικά, καθώς οι Βρυξέλλες αύξησαν την εξουσία τους σε μια σειρά νέων τομέων, από τη νομισματική πολιτική έως την ρύθμιση των προϊόντων. Πολλά κράτη έχουν θέσει αυτές τις αλλαγές σε εθνικά δημοψηφίσματα, αλλά οι Βρετανοί ηγέτες αρνήθηκαν να το πράξουν, αντ’ αυτού αντιμετωπίζοντας τις σχέσεις των εθνών τους με την Ευρώπη ως θέμα ειδικών της εξωτερικής πολιτικής. Πριν από την οικονομική κρίση του 2007-8, οι περισσότεροι από εκείνους τους ειδικούς έτειναν να είναι υπέρ της Ευρώπης.

Όταν η χρηματοπιστωτική κρίση και η κρίση του ευρώ προκάλεσαν απογοήτευση ως προς την ΕΕ, οι Βρετανοί ψηφοφόροι δεν είχαν έτσι μια πολιτική διέξοδο για να κατευθύνουν την δυσαρέσκειά τους. Το αποτέλεσμα ήταν η εφόρμηση του λαϊκιστικού Κόμματος Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (United Kingdom Independence Party, UKIP). Το 2010, το UKIP έλαβε μόνο το 3% των ψήφων, αλλά στις τοπικές εκλογές το 2013, κέρδισε το 22%, απειλώντας να ρουφήξει ευρωσκεπτικιστές ψηφοφόρους από τους Συντηρητικούς. Ήταν αυτή η λαϊκιστική έκρηξη που ο Κάμερον ήλπιζε να αποφύγει όταν άρχισε να σχεδιάζει το δημοψήφισμα [10].

ΟΙ ΚΡΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Δύο άλλες τάσεις πρόσθεσαν καύσιμα στην λαϊκιστική δυσαρέσκεια προς την παραδοσιακή πολιτική, και την σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρώπη. Πρώτον, η οικονομική κρίση του 2007-8 διεύρυνε την ανισότητα και ντρόπιασε το βρετανικό πολιτικό κατεστημένο. Ως η πατρίδα του κορυφαίου χρηματοπιστωτικού κέντρου στον κόσμο, το Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετώπισε μια μονόπαντη οικονομική ανάπτυξη πριν από το 2007: Η ανάπτυξη, η συσσώρευση πλούτου και οι αυξανόμενες τιμές κατοικιών συγκεντρώθηκαν στο Λονδίνο, καθώς οι μέσοι μισθοί παρέμειναν στάσιμοι στην υπόλοιπη χώρα. Η χώρα ανταποκρίθηκε στην κατάρρευση με μέτρα διάσωσης τραπεζών και αυτόματους σταθεροποιητές που εμπόδισαν την διάσπαση των χρηματοοικονομικών του Λονδίνου. Αλλά αυτές οι πολιτικές δημιούργησαν ένα μεγάλο δημόσιο χρέος, πρώτα υπό τους Εργατικούς και στην συνέχεια το 2010 υπό τους Συντηρητικούς. Μόλις πέρασε η κορύφωση της κρίσης, οι Συντηρητικοί προχώρησαν σε αυστηρά μέτρα λιτότητας για να εξασφαλίσουν ότι το Λονδίνο θα παραμείνει παγκόσμιο οικονομικό κέντρο. Χρησιμοποίησαν επίσης την κρίση για να εφαρμόσουν νεοφιλελεύθερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Οι επακόλουθες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, στην στεγαστική βοήθεια και στα κοινωνικά προγράμματα επέδρασαν δυσανάλογα στις παλιές βιομηχανικές περιοχές και στις εργατικές τάξεις.

Ως εκ τούτου, ενώ τα εισοδήματα αυξήθηκαν στο Λονδίνο μετά το 2010, οι μισθοί στην υπόλοιπη χώρα βάλτωσαν. Στην πραγματικότητα, τα πραγματικά κέρδη μειώθηκαν κατά 10% μεταξύ του 2007 και του 2015. Αυτή ήταν μια από τις μεγαλύτερες μειώσεις για οποιαδήποτε ηγετική οικονομία σε αυτή την περίοδο -συγκρίσιμη σε βαθμό με ορισμένες χώρες της Νότιας Ευρώπης. Η Μεγάλη Ύφεση, με άλλα λόγια, άφησε πολλούς εκτός του Λονδίνου δυσαρεστημένους και κατέστησε την ανισότητα ένα ζήτημα που στοιχειώνει αμφότερα τα κόμματα. Οι Εργατικοί κατηγορήθηκαν ότι έβαλαν την Μεγάλη Βρετανία στην κρίση και οι Συντηρητικοί κατηγορήθηκαν για τον πόνο της λιτότητας.

Τέλος, οι εξελίξεις στην ίδια την ΕΕ τροφοδότησαν τον ευρωσκεπτικισμό. Μετά την ένταξη της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας, της Σλοβακίας και των χωρών της Βαλτικής στην ΕΕ το 2004 και την συνοριακή συμφωνία Σένγκεν το 2007, οι πολίτες τους ήταν σε θέση να μεταναστεύσουν εντός της Ένωσης, εκμεταλλευόμενοι τις διαφορές των μισθών μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης. Πολλοί ήρθαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το 2004 οι μέσες αποδοχές ήταν τέσσερις φορές υψηλότερες από εκείνες στην Πολωνία. Μετά το 2004, η καθαρή μετανάστευση στην χώρα σημείωσε άνοδο στους περίπου 200.000 [ανθρώπους] ετησίως, δηλαδή τετραπλασιάστηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μέχρι το 2015 το Ηνωμένο Βασίλειο φιλοξενούσε σχεδόν 800.000 Πολωνούς -περισσότερους από όσους ζούσαν στην Κρακοβία. Αν και αρκετές μελέτες υποδεικνύουν ότι η μετανάστευση έχει ελάχιστες επιπτώσεις στο εισόδημα των Βρετανών πολιτών -στην πραγματικότητα, ο μεγαλύτερος αντίκτυπος φαίνεται να είναι στον μισθό των προηγούμενων μεταναστών- η αντίληψη μεταξύ πολλών Βρετανών ήταν διαφορετική.

27062017-4.jpg

Ο Edward Heath στο Salisbury, στην Αγγλία, το 1987. WIKIMEDIA COMMONS
----------------------------------------------

Ακόμη πιο σημαντικό, τα διάφορα προβλήματα που αντιμετώπισε η ΕΕ από το 2010 αποκάλυψαν την αδέξια, αναποτελεσματική διακυβέρνηση των Βρυξελλών. Η κρίση του ευρώ αποκάλυψε ασυμβίβαστες διαφωνίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη της ΕΕ προσεγγίζουν τα οικονομικά ζητήματα, εξέθεσε το δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρώπης και ενδέχεται να διακήρυξε το τέλος του μακρόχρονου προτύπου με το οποίο οι κρίσεις θα οδηγούσαν σε βαθύτερη ενσωμάτωση στην ΕΕ. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, πολλοί είδαν το Δημοσιονομικό Σύμφωνο του 2012 της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ -το οποίο επιδιώκει να περιορίσει τα ελλείμματα και τα χρέη των κρατών- ως μια αδέξια απόφαση που πέρασε μέσω Βρυξελλών με ελάχιστη υποστήριξη. Το Λονδίνο, στην πραγματικότητα, δεν υπέγραψε το Σύμφωνο, και η εφαρμογή του μόνο πρόσθεσε φωτιά στον ευρωσκεπτικισμό. Μετά το 2015, η εισροή περισσότερων από ένα εκατομμύριο μεταναστών και προσφύγων στην ΕΕ [11] αποκάλυψε ακόμη περισσότερο τα τεράστια εμπόδια που εμποδίζουν τις Βρυξέλλες να διοικήσει αποτελεσματικά, καθώς ξέσπασαν βιτριολικές συζητήσεις μεταξύ των κρατών-μελών σχετικά με την παροχή ασύλου, την αστυνόμευση των συνόρων, την ανταλλαγή πληροφοριών και την διαπραγμάτευση με γείτονες της ΕΕ.

ΚΑΘΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ

Αυτές οι τέσσερις τάσεις διαμόρφωσαν την περσινή συζήτηση του Brexit και αμφότερες οι προεκλογικές εκστρατείες των Συντηρητικών και του UKIP υπέρ του «εκτός» τις εκμεταλλεύτηκαν. Βεβαίως, το UKIP έπαιξε πάνω στην οικονομική απειλή της μετανάστευσης και κατηγόρησε τις Βρυξέλλες για αυτό που πίστευαν ότι ήταν οι οικονομικές συνέπειες των ανοιχτών συνόρων. Όμως, το «εκτός» ακούμπησε επίσης στο ακανθώδες ζήτημα των συνεπειών της ένταξης στην ΕΕ για την κυριαρχία της Βρετανίας, ένα ζήτημα το οποίο σιγόβραζε από τότε που ο Heath απέτυχε να προσφέρει σαφήνεια ως προς τούτο το 1973. Οι ευρωσκεπτικιστές ισχυρίστηκαν ότι οι Βρετανοί πολίτες είχαν παραδώσει άθελά τους τον έλεγχο στις τεχνοκρατικές ελίτ στις Βρυξέλλες οι οποίες ήταν ακόμη πιο αποστασιοποιημένες από τις τοπικές ανησυχίες από όσο το Λονδίνο. Συγκεκριμένα, μόνο το 33% των ψηφοφόρων υπέρ του «εκτός» λένε ότι η μετανάστευση αποτελεί το κύριο μέλημά τους. Το 49% [12] ανέφερε ότι ο κύριος λόγος για να φύγουν από την Ευρώπη ήταν ότι «οι αποφάσεις για το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να λαμβάνονται στο Ηνωμένο Βασίλειο».

Για τους Βρετανούς ευρωσκεπτικιστές, όχι μόνο η κυριαρχία αλλά επίσης και τα χρήματα πρέπει να παραμείνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εδώ η καμπάνια υπέρ του «εκτός» στηρίχθηκε στην μακρόχρονη βρετανική αντίληψη να εκλαμβάνει την Ευρώπη ως οικονομικό σχέδιο. Σε ένα από τα πιο δημοσιοποιημένα επιχειρήματά τους, οι υπέρ του «εκτός» υποστήριξαν ότι η συνεισφορά του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρώπη θα μπορούσε να δαπανηθεί εγχωρίως μετά το Brexit, προσβλέποντας σε υποτιθέμενα 350 εκατομμύρια λίρες που θα ανακατευθύνονταν κάθε βδομάδα από τις Βρυξέλλες στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Η καμπάνια του «εντός» δικαίως καταδίκασε την ανακρίβεια του ισχυρισμού αυτού. Αλλά, είναι άραγε όντως εντυπωσιακό το γεγονός ότι τέτοια επιχειρήματα είχαν απήχηση, δεδομένων των περικοπών που έχει πραγματοποιήσει το Ηνωμένο Βασίλειο στην δημόσια χρηματοδότηση από το 2010 και του γεγονότος ότι τα τελευταία 40 χρόνια οι Βρετανοί ηγέτες χαρακτήρισαν την ένταξη στην ΕΕ ως μια άσκηση διαπραγματεύσεων επί προϋπολογισμών και επιδοτήσεων;

Τέλος, ειδικά το UKIP, προσδιόρισε το δημοψήφισμα ως έναν τρόπο ώστε οι αουτσάιντερς να εκφράσουν την δυσαρέσκειά τους προς τους πολιτικούς και των δύο κομμάτων. Όταν οι υπέρ του «εντός» προσπάθησαν να συσπειρώσουν στήριξη μέσω παρεμβάσεων του μεγιστάνα επιχειρηματία Ρίτσαρντ Μπράνσον ή του προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, αυτό γύρισε σαν μπούμερανγκ. Αντί να προσφέρουν έναν αέρα εμπειρίας στην εκστρατεία υπέρ του «εντός», αυτές οι προσπάθειες τροφοδότησαν την πεποίθηση ότι οι πολιτικές της ΕΕ και της Βρετανίας είναι υποθέσεις που εκτελούνται από ελίτ για τις ελίτ.

Το δημοψήφισμα, με άλλα λόγια, άφησε τους ψηφοφόρους να εκφράσουν την δυσαρέσκειά τους για μια σειρά θεμάτων και ήταν, κατά πολλούς τρόπους, λιγότερο για την Ευρώπη από όσο για την κατάσταση της βρετανικής πολιτικής. Η διεξαγωγή ενός επιτυχημένου δημοψηφίσματος υπέρ της διατήρησης του status quo είναι δύσκολο να γίνει και είναι ακόμα πιο δύσκολο όταν το status quo φαίνεται να αποτελεί την αιτία του προβλήματος για τόσο πολλούς ανθρώπους. Όπως έχει καταδείξει η πολιτική επιστήμων Sara Hobolt, τα ευρωπαϊκά δημοψηφίσματα σπανίως έχουν ως αποτέλεσμα την πρόθεση των αρχιτεκτόνων τους και η απόφαση του Cameron να διεξαγάγει δημοψήφισμα στο πλαίσιο μιας αδύναμης οικονομικής ανάκαμψης, της αυξανόμενης ανισότητας, μιας κρίσης του ευρώ και μιας προσφυγικής κρίσης αποτέλεσε ένα σφάλμα που αξίζει να καταγραφεί στα βιβλία της ιστορίας.

Ωστόσο, ο ίδιος ο Κάμερον έκανε την πιθανότητα μιας ψήφου υπέρ του «εντός» να είναι ακόμη πιο απίθανη με τον τρόπο που καθόρισε την συζήτηση. Είχε την πρόθεση να χρησιμοποιήσει την απειλή ενός δημοψηφίσματος για να αποσπάσει παραχωρήσεις από τις Βρυξέλλες, όπως έκανε και ο πρωθυπουργός Harold Wilson το 1975. Κατά την διάρκεια της διαδικασίας, ο Cameron, όπως και ο ηγέτης του UKIP Nigel Farage, ενίσχυσε το μήνυμα που δημιούργησε ο Heath και επεξεργάστηκε η Θάτσερ: Οι ψηφοφόροι θα πρέπει να βλέπουν την ΕΕ όχι ως ένα πολιτικό όραμα που πρέπει να μοιραστούν με την ήπειρο αλλά ως μια οργάνωση από την οποία θα αποσπάσουν ωφελήματα. Από την άποψη αυτή, άραγε γιατί θα έπρεπε μια χώρα να παραμείνει σε μια πολιτεία που στερείται ενός ενοποιητικού ιδεώδους, που απεικονίζεται ακόμη και από τους υπερασπιστές της σαν ένα χρηστικό σχέδιο και που ταυτόχρονα φαίνεται να αποδυναμώνεται από την άποψη της οικονομίας και της διακυβέρνησης;

Το μεγαλύτερο μάθημα είναι ότι οι συμπεριφορές των ελίτ απέναντι στο θέμα της ΕΕ έχουν σημασία. Ο Ruud Lubbers, πρώην πρωθυπουργός της Ολλανδίας, μιας χώρας από τις πιο υποστηρικτικές της ΕΕ, είπε κάποτε [13]: «Αν εγώ και άλλοι πηγαίναμε στην τηλεόραση για μερικές νύχτες, για να υποστηρίξουμε μια υπόθεση κατά της ολοκλήρωσης της Ευρώπης, νομίζω ότι ο ολλανδικός λαός θα μπορούσε εύκολα να μεταστραφεί». Αυτή είναι μια ανησυχητική σκέψη, αλλά πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Για καλό ή για κακό, η ενοποίηση έχει ιστορικά καθοδηγηθεί από τις ελίτ και όχι από τον ευρωπαϊκό δήμο. Αν και ένα τέτοιο ευρωπαϊκό κοινό αποτελεί προϋπόθεση για την μακροπρόθεσμη επιβίωση της ΕΕ, δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί: Η δημόσια στήριξη για την ολοκλήρωση εξαρτάται ακόμα από την πολιτική ηγεσία ενός εκάστου έθνους. Με αυτή την έννοια, η Ευρώπη παραμένει ένα λεπτεπίλεπτο σχέδιο.

Ελλείψει ενός ευρωπαϊκού δήμου, η ολοκλήρωση μπορεί να αποτύχει όταν οι υποστηρικτικές ελίτ παραιτηθούν ή αστοχήσουν. Αυτό είναι που συνέβη πέρυσι στο Ηνωμένο Βασίλειο -και αυτό που οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να αποφύγουν εάν η ΕΕ πρόκειται να επιζήσει για αρκετό καιρό ώστε να αναμορφωθεί.

Copyright © 2017 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/europe/2017-06-23/brexit-vote-on...

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/Export-Empire-Southeastern-1890-1945-European/dp/...
[2] https://www.foreignaffairs.com/regions/united-kingdom
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/europe/2016-12-12/europe-after-b...
[4] https://www.foreignaffairs.com/reviews/capsule-review/2017-04-14/why-uk-...
[5] https://www.foreignaffairs.com/anthologies/2016-10-20/world-war
[6] https://www.foreignaffairs.com/reviews/capsule-review/1931-01-01/united-...
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/europe/1969-10-01/realism-britis...
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/argentina/2013-04-09/how-thatche...
[9] https://www.foreignaffairs.com/authors/henry-farrell
[10] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-kingdom/2016-02-28/should...
[11] https://www.foreignaffairs.com/articles/western-europe/2015-09-14/truth-...
[12] http://lordashcroftpolls.com/2016/06/how-the-united-kingdom-voted-and-why/
[13] https://books.google.com/books?id=Nbel5MOAnDsC&lpg=PA269&ots=ymkfkZQ1n0&...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition