Η υπόθεση κατά των στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ στο εξωτερικό | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η υπόθεση κατά των στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ στο εξωτερικό

Γιατί δεν αποτελούν πλέον στρατηγικό πλεονέκτημα
Περίληψη: 

Η σύγχρονη τεχνολογία έχει καταστήσει τις βάσεις των ΗΠΑ όλο και πιο ευάλωτες και η παρουσία τους μπορεί να στρατιωτικοποιήσει διαμάχες και να κάνει ανταγωνιστικούς αντιπάλους που διαφορετικά θα ήταν πιο ενδοτικοί. Οι βάσεις μπορούν επίσης να ενθαρρύνουν συμμάχους να αναλάβουν κινδύνους που θα μπορούσαν να αποφύγουν. Τέλος, οι προωθημένες δυνάμεις είναι πειρασμός για τους ηγέτες των ΗΠΑ καθώς μπορούν να κάνουν τις εκκλήσεις για παρέμβαση να φαίνονται πιο λογικές.

Ο JOHN GLASER είναι αναπληρωτής διευθυντής Σπουδών Εξωτερικής Πολιτικής στο Ινστιτούτο Cato. Αυτό το άρθρο είναι προσαρμοσμένο από μια μελέτη του Cato από τον συγγραφέα, σχετικά με την προωθημένη ανάπτυξη [δυνάμεων].

Τις τελευταίες δεκαετίες, η ψηφιακή επανάσταση [1] έχει μετασχηματίσει θεμελιωδώς τις βέλτιστες πρακτικές των επιχειρήσεων. Ωστόσο, οι αλλαγές διεισδύουν αργά στον δημόσιο τομέα, ο οποίος παραμένει συνδεδεμένος με την παραδοσιακή σκέψη και τις παραδοσιακές πρακτικές. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Rex Tillerson [2], προσπαθεί να αναθεωρήσει όλες τις πτυχές του Υπουργείου Εξωτερικών για να το επιταχύνει, κάτι που είναι για το καλύτερο. Αλλά ακόμη μεγαλύτερο ζήτημα θα ήταν το Πεντάγωνο, η μεγαλύτερη γραφειοκρατία στον κόσμο. Η στρατηγική, η δομή και οι προτεραιότητες χρηματοδότησης του αμερικανικού στρατού καθιερώθηκαν πριν από δεκαετίες, ανταποκρινόμενες σε ένα εντελώς διαφορετικό γεωπολιτικό, οικονομικό και τεχνολογικό περιβάλλον.

27072017-1.jpg

Αλεξιπτωτιστές του 86ου Σώματος του Στρατού των ΗΠΑ αποβιβάζονται από μεταγωγικό αεροσκάφος C-130J μετά από εκπαιδευτική πτήση στην αεροπορική βάση στο Ramstein της Γερμανίας, τον Φεβρουάριο του 2012. ALEX DOMANSKI / REUTERS
-----------------------------------------------------------------

Σκεφτείτε το περίπλοκο και ακριβό δίκτυο των υπερπόντιων στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ, οι οποίες πρωτοεμφανίστηκαν ως σταθμοί ανθράκευσης για τα πλοία του ναυτικού πριν από ενάμιση αιώνα. Η σύγχρονη τεχνολογία επιτήρησης και στόχευσης έχει καταστήσει τις βάσεις όλο και πιο ευάλωτες και η παρουσία στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ μπορεί να στρατιωτικοποιήσει τις διαμάχες και να κάνει ανταγωνιστικούς αντιπάλους που διαφορετικά θα ήταν πιο ενδοτικοί. Οι βάσεις των ΗΠΑ μπορούν επίσης να ενθαρρύνουν τους συμμάχους να αναλάβουν κινδύνους που θα μπορούσαν να αποφύγουν, αυξάνοντας έτσι την αστάθεια και εμπλέκοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες σε περιφερειακές συγκρούσεις. Τέλος, οι προωθημένες δυνάμεις είναι ένας πειρασμός για τους ηγέτες των ΗΠΑ: Μπορούν να κάνουν τις εκκλήσεις για παρέμβαση -ακόμη και όταν τα ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα δεν διακυβεύονται- να φαίνονται πιο λογικές.

Δεδομένου ότι οι συνθήκες της διεθνούς πολιτικής έχουν αλλάξει, και καθώς οι τεχνολογικές καινοτομίες και έχουν μειώσει τον χρόνο των μετακινήσεων και έχουν κάνει τις επιτόπιες δυνάμεις πιο ευάλωτες, η στρατηγική και λειτουργική χρησιμότητα των υπερπόντιων βάσεων αξίζει έναν εκ νέου έλεγχο. Οι τρεις κύριοι στρατηγικοί λόγοι για τις υπερπόντιες βάσεις -να αποτρέψουν τους αντιπάλους, να καθησυχάσουν τους συμμάχους και να επιτρέψουν την ταχεία ανταπόκριση των στρατιωτών των ΗΠΑ- δεν επαρκούν πλέον για να δικαιολογήσουν μια μόνιμη στρατιωτική παρουσία στο εξωτερικό.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΤΡΟΠΗΣ

Η αποτρεπτική αξία των υπερπόντιων στρατιωτικών βάσεων είναι συχνά υπερβολική. Κατ' αρχήν, είναι δύσκολο να αποδειχθεί. Επειδή η επιτυχία μετράται από την απουσία μιας ανεπιθύμητης ενέργειας από έναν αντίπαλο, ο προσδιορισμός του εάν κάτι δεν συνέβη λόγω της αποτροπής, επειδή ο αντίπαλος δεν είχε καμία πρόθεση να επιτεθεί εξ αρχής ή για κάποιον άλλο λόγο είναι εγγενώς δύσκολος.

Το πρόβλημα αυτό πλήττει πολλούς τομείς της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Για παράδειγμα, αναλυτές όπως ο Michael O'Hanlon και ο Richard C. Bush του ιδρύματος Brookings [3], και πολιτικοί ομοίως ισχυρίζονται [4] ότι η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στη Νότια Κορέα είναι το μόνο πράγμα που αποτρέπει την μονομερή επίθεση της Βόρειας Κορέας. Ωστόσο, η οικονομία της Νότιας Κορέας είναι 40 φορές μεγαλύτερη από της Βόρειας Κορέας, η Νότια Κορέα έχει διπλάσιο πληθυσμό από της Βόρειας Κορέας και οι στρατιωτικές δυνατότητες της Νότιας Κορέας υπερβαίνουν κατά πολύ τις δυνάμεις της Πιονγιάνγκ. Αυτά τα αξιοσημείωτα χάσματα στην οικονομική και στρατιωτική δύναμη πιθανόν να αποτρέπουν τον Βορρά από το να επιτεθεί στον Νότο και να συνεχίσουν να το πράττουν ακόμη και απούσης της στρατιωτικής δύναμης των ΗΠΑ στην περιοχή.

Ομοίως, οι υποστηρικτές [5] μια προωθημένης παρουσίας στην Μέση Ανατολή, εκλαμβάνουν την παρουσία του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ στο Μπαχρέιν και την καθημερινή περιπολία του στον Περσικό Κόλπο ως τον κύριο αποτρεπτικό παράγοντα [6] στο κλείσιμο του Στενού του Ορμούζ από το Ιράν. Αλλά το Ιράν εξάγει το μεγαλύτερο μέρος του πετρελαίου του μέσω του στενού και θα επιβάλλει σοβαρές οικονομικές ζημίες στον εαυτό του εάν προσπαθήσει να το κλείσει. Μια τέτοια προσπάθεια θα απειλούσε επίσης τα ζωτικά συμφέροντα των περιφερειακών δυνάμεων καθώς και των εξωτερικών δυνάμεων που βασίζονται στην ελεύθερη ροή πετρελαίου από την περιοχή. Συνεπώς, το Ιράν θα είχε απαράδεκτα υψηλό κίνδυνο αντιποίνων από έναν διεθνή συνασπισμό κρατών και πιθανότατα θα αποτρεπόταν ακόμη και χωρίς την μόνιμη ναυτική παρουσία των ΗΠΑ στον Κόλπο [7].

Μερικές φορές, οι προσπάθειες αποτροπής μπορούν να λειτουργήσουν σαν μπούμερανγκ. Η τοποθέτηση στρατιωτικών βάσεων κοντά σε έναν αντίπαλο μπορεί να προκαλέσει φόβο που δημιουργεί αντίδραση. Οι ενέργειες της Ρωσίας κατά της Γεωργίας το 2008 και της Ουκρανίας το 2014 έχουν αποδοθεί στην έλλειψη αποτροπής ή την μειωμένη αξιοπιστία των ΗΠΑ, αλλά πηγάζουν [8] περισσότερο από τις ανασφάλειες της Μόσχας [9] σχετικά με την επέκταση των υπό την ηγεσία των ΗΠΑ Δυτικών οικονομικών και στρατιωτικών θεσμών στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες που έφτασαν μέχρι και τα ρωσικά σύνορα. Η μεταψυχροπολεμική επέκταση του ΝΑΤΟ είναι η πηγή της βαθιάς ανησυχίας και της παρατεταμένης δυσαρέσκειας στην Μόσχα. Μετά από την προσάρτηση της Κριμαίας από τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Ρώσος ηγέτης χαρακτήρισε [10] την επέκταση του ΝΑΤΟ ως μια προσπάθεια ανάσχεσης, και όταν το 2015 το ΝΑΤΟ προσκάλεσε το Μαυροβούνιο να είναι το νεότερο μέλος της συμμαχίας, το Κρεμλίνο προειδοποίησε ότι η περαιτέρω επέκταση προς ανατολάς «δεν μπορεί παρά να καταλήξει σε αντίποινα». Πράγματι, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η προωθημένη ανάπτυξη [δυνάμεων] σε ορισμένες περιπτώσεις συμβάλλει στην ανασφάλεια που προτίθεται να αποτρέψει.

ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΟΔΟΙ