Η υπόθεση κατά των στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ στο εξωτερικό | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η υπόθεση κατά των στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ στο εξωτερικό

Γιατί δεν αποτελούν πλέον στρατηγικό πλεονέκτημα

Ένα από τα εξέχοντα επιχειρήματα υπέρ της διατήρησης μιας αορίστου χρόνου στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ με τέτοιες βάσεις, είναι ότι θα ήταν πολύ δύσκολο και χρονοβόρο να εξασφαλιστεί η άδεια πρόσβασης από τις κυβερνήσεις των χωρών υποδοχής, στην περίπτωση μιας κρίσης στην οποία χρειάζονται οι δυνάμεις των ΗΠΑ. Η ανησυχία αυτή είναι υπερβολική. Κατ' αρχήν, η δυνατότητα χρήσης βάσεων για νέες αποστολές πάντοτε εξαρτάται από την άδεια της κυβέρνησης υποδοχής. Οι συμφωνίες για τις βάσεις ορίζουν συνήθως ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να διαβουλεύονται με τις κυβερνήσεις των χωρών υποδοχής πριν προβούν σε μη συνήθεις επιχειρήσεις. Μια μελέτη της RAND Corporation [11] το 2016 καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «Η παρουσία μεγάλων μόνιμων βάσεων δεν αυξάνει την πιθανότητα πρόσβασης σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης». Ωστόσο, πιο ουσιαστικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες ιστορικά δεν είχαν ποτέ προβλήματα στην εξασφάλιση πρόσβασης σε βάσεις κατά την διάρκεια πολέμου. Πράγματι, ήταν σε θέση [12] να προσθέσουν νέες επιχειρησιακές εγκαταστάσεις στο εξωτερικό για κάθε σημαντική σύγκρουση τα τελευταία 40 χρόνια.

Για τις πολεμικές επιχειρήσεις που δεν ανέρχονται σε επίπεδο κρίσης το οποίο απαιτεί μαζική κινητοποίηση δυνάμεων, η τεχνολογική πρόοδος στην στρατιωτική ικανότητα, τις μετακινήσεις και τις επικοινωνίες έχουν καταστήσει την ανάπτυξη [δυνάμεων] από τις ηπειρωτικές Ηνωμένες Πολιτείες επαρκή. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα με τις αεροπορικές εκστρατείες. Σύμφωνα με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, Robert Harkavy [13], «Η ανάπτυξη αεροσκαφών και πλοίων μεγαλύτερης εμβέλειας, καθώς και η ανάπτυξη τεχνικών εναέριου ανεφοδιασμού αεροσκαφών και ανεφοδιασμού πλοίων στην θάλασσα είχε ως αποτέλεσμα την σημαντική μείωση του αριθμού των σημείων με βάσεις που χρειάζονται οι μεγάλες δυνάμεις ώστε να διατηρήσουν τα δίκτυα παγκόσμιας πρόσβασης». Η αεροπορική δύναμη που βασίζεται σε αεροπλανοφόρα [14] μπορεί τώρα να χρησιμοποιηθεί για την διεξαγωγή σημαντικών εκστρατειών με εξόδους καθ' όλο το εικοσιτετράωρο πολύ πέρα από την παράκτια προσέγγιση, σε απομακρυσμένες περιοχές, σε σύντομο χρονικό διάστημα και χωρίς πρόσβαση σε κοντινές βάσεις.

Ακόμα και πέρα από τις αεροπορικές επιθέσεις, τα στρατεύματα των ΗΠΑ μπορούν να αναπτυχθούν από τις Ηνωμένες Πολιτείες σε σχεδόν οποιαδήποτε περιοχή αρκετά γρήγορα. Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, σύμφωνα με το RAND [12], «Οι ελαφρότερες δυνάμεις εδάφους μπορούν να αναπτυχθούν αεροπορικώς από τις Ηνωμένες Πολιτείες σχεδόν το ίδιο σύντομα όσο και από μια περιοχή». Για παράδειγμα, μια ομάδα τεθωρακισμένων μπορεί να περάσει από την Γερμανία στο Κουβέιτ σε περίπου 18 ημέρες, μόλις περίπου τέσσερις ημέρες γρηγορότερα από ό, τι αν αναπτυσσόταν από την Ανατολική Ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών. Ομολογουμένως, η χύδην ανάπτυξη μεγάλων δυνάμεων μέσω αεροπορικών μέσων δεν είναι εύλογη για έκτακτες ανάγκες που απαιτούν μαζικά στρατεύματα ξηράς. Αλλά οι περιστάσεις που εξαρτώνται πραγματικά από την εξαιρετικά ταχεία ανάπτυξη [δυνάμεων] είναι σπάνιες.

ΤΟ ΡΙΣΚΟ ΤΗΣ ΕΜΠΛΟΚΗΣ

Οι προωθημένες δυνάμεις είναι πιο ευάλωτες σε επίθεση από όσο οι δυνάμεις που σταθμεύουν εγχωρίως. Χάρη στα ισχυρά αποτρεπτικά μέσα, οι υπερπόντιες βάσεις των ΗΠΑ δεν κινδυνεύουν να βομβαρδιστούν στο άμεσο μέλλον, αλλά ορισμένα πιθανά σενάρια θα μπορούσαν να τις καταστήσουν στόχους προτεραιότητας. Εάν ξεσπάσει σύγκρουση για την Ταϊβάν ή για τις θαλάσσιες εδαφικές διαφορές στην Ανατολική ή τη Νότια Κίνα, θα μπορούσε να προκαλέσει κινεζικές ενέργειες κατά των στοιχείων των ΗΠΑ [15]. Ένα μεγάλο ποσοστό των εγκαταστάσεων των ΗΠΑ -περισσότερο από το 90% των αεροπορικών εγκαταστάσεων των ΗΠΑ στην βορειοανατολική Ασία- εμπίπτουν εντός της ωφέλιμης περιοχής των κινεζικών βαλλιστικών πυραύλων. Οι βάσεις προσφέρουν μόνο μια οριακή αύξηση του αποτρεπτικού παράγοντα με πρόσθετο κίνδυνο για τα προωθημένα στρατεύματα.

Η εμπλοκή [16] είναι ένας άλλος κίνδυνος που επιδεινώνεται από την προσπάθεια να καθησυχαστούν οι σύμμαχοι με υπερπόντιες βάσεις. Πολλή ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, συμπεριλαμβανομένου του βιβλίου Reputation and International Politics [17] του Jonathan Mercer από το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον και το Calculating Credibility [18] από τον Daryl Press του Dartmouth, αμφισβήτησε [17] την ανάγκη να αναληφθεί στρατιωτική δράση μόνο για λόγους αξιοπιστίας. Ωστόσο, η παρουσία στρατιωτικών βάσεων σε -ή κοντά σε- μια ζώνη σύγκρουσης μπορεί να εντείνει τις εκκλήσεις για παρέμβαση ώστε να ικανοποιηθούν οι ανησυχίες περί την αξιοπιστία, καθιστώντας έτσι πιο πιθανή την εμπλοκή.

Στο παρελθόν, οι Ηνωμένες Πολιτείες σκόνταψαν σε συγκρούσεις εξαιτίας της συνδυαστικής επιρροής της αξιοπιστίας, των δεσμεύσεων και των δυνατοτήτων που παρουσιάζει μια προωθημένη στρατιωτική παρουσία. Τον Δεκέμβριο του 1945, ο στρατηγός των ΗΠΑ, John R. Hodge, συνέστησε την πλήρη απομάκρυνση των στρατευμάτων από την Κορέα. Ο υπουργός Πολέμου, Ρόμπερτ Πάτερσον, υποστήριξε το ίδιο τον Απρίλιο του 1947. Το 1948, το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας πρότεινε την απόσυρση όλων των στρατευμάτων των ΗΠΑ μέχρι το τέλος του έτους. Οι αρχηγοί του Γενικού Επιτελείου [19] επεσήμαναν ότι η Κορέα έχει μικρή στρατηγική αξία για τις Ηνωμένες Πολιτείες και προειδοποίησαν ότι μια παρατεταμένη στρατιωτική παρουσία κινδύνευε να μπλέξει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε πόλεμο, μετά από κάποια πρόκληση στην χερσόνησο. Αυτό συνέβη πράγματι το 1950, όταν ο Βορράς εισέβαλε στον Νότο. Δυστυχώς, οι εκκλήσεις για αποχώρηση είχαν αγνοηθεί.