Οι συνέπειες της πτώχευσης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι συνέπειες της πτώχευσης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής

Τι και πώς μπορεί να περισωθεί*

Με την αυξανόμενη επιρροή του Νταβούτογλου, πολλοί ήταν εκείνοι στην Τουρκία οι οποίοι σκέπτονταν ότι η δράση και οι τυχαίες επιτυχίες της Τουρκίας στην Μέση Ανατολή θα ήταν σε θέση να ενεργήσουν θετικά για την διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθιστώντας την σχεδόν απαραίτητη για τους Ευρωπαίους. Αυτό είναι ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που έχει συμβεί, στο μέτρο που η δράση μπερδεύτηκε για να προσδώσει μια συγκεχυμένη εικόνα, μια σαφή τάση σουνιτών αν όχι σαλαφιτών, και μια στρατηγική απεμπλοκή έναντι των παλαιών συμμάχων.

Οι Ευρωπαίοι έχουν παλέψει για να κατανοήσουν ή να αφομοιώσουν τις τάσεις «ανεξαρτησίας» της Άγκυρας που στρεφόταν όλο και περισσότερο εναντίον τους. Δεν μετριούνται πλέον οι αιχμές ή οι γκροτέσκες κατηγορίες που εκτοξεύθηκαν προς τους Δυτικούς ηγέτες από τον πρόεδρο Ερντογάν και άλλους πολιτικούς ηγέτες στα μέσα ενημέρωσης, αγνοώντας επιδεικτικά την διαδικασία προσχώρησης στην Ένωση. Στην πραγματικότητα, όσο η πολιτική κατάσταση υποβαθμιζόταν στο εσωτερικό, τόσο περισσότερο η Άγκυρα γινόταν οξύθυμη έναντι των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η αντι-Δυτική στάση συχνά αντισταθμίζεται από μια τριτοκοσμική και ισλαμιστική κλίση σε συνδυασμό με ένα ρεβανσιστικό κλείσιμο του ματιού προς τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης που έχει ως επικεφαλής την Κίνα και την Ρωσία, μια οργάνωση ριζικά… αντι-ισλαμική! Ως αντίδραση, οι ελάχιστα κρυμμένες κατηγορίες των ευρωπαϊκών διοικήσεων για την έλλειψη συνεργασίας της Άγκυρας στο θέμα του τζιχαντισμού ευρωπαϊκής προέλευσης (μιλούσαν μέχρι πρόσφατα για έναν «τζιχαντιστικό αυτοκινητόδρομο» που διασχίζει την Τουρκία) έχουν αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στην θεσμική μνήμη των ευρωπαϊκών διοικήσεων.

Στις ΗΠΑ το ισχυρό νεοσυντηρητικό λόμπι κοντά στο Ισραήλ και πολλές τάσεις στο εσωτερικό του εβραϊκού λόμπι επικεντρώθηκαν στον ισλαμιστικό και φιλο-αραβικό χαρακτήρα της κυβερνητικής δράσης και έπειτα της διοίκησης Ερντογάν που υποκρίνεται ότι βρίσκεται σε κίνδυνο, και επικρίνουν την Άγκυρα στην Ουάσιγκτον. Η αντίθεση της τουρκικής κυβέρνησης στο ψήφισμα σχετικά με τις κυρώσεις κατά του Ιράν στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ λίγες μέρες μετά την επίθεση στο πλοίο Mavi Marmara και ιδιαίτερα οι υποψίες εναντίον της Άγκυρας ότι διατηρεί «φιλικές» σχέσεις με όλες τις ομάδες τζιχαντιστών, συμπεριλαμβανομένου του ISIL στο Ιράκ και την Συρία έχουν προσθέσει σε αυτή την δυσπιστία πέραν του Ατλαντικού. Τούτου λεχθέντος, με δεδομένη την χαοτική κατάσταση στην Μέση Ανατολή, η κυβέρνηση Ομπάμα κάθε φορά αποφάσιζε να αγνοεί την τουρική αδεξιότητα ώστε να διατηρήσει μια «ενδιαφέρουσα» και ad hoc σχέση με την Άγκυρα, δίνοντας απόλυτη προτεραιότητα στην απρόσκοπτη χρήση της στρατιωτικής βάσης του Ιντσιρλίκ και εκείνης του Kurecik, που είναι ζωτικές για τις αντι-ISIL αεροπορικές δραστηριότητες μέχρι να τελειώσει η κατασκευή εναλλακτικών αεροδρομίων στην περιοχή. Η διοίκηση Trump δίνει την εντύπωση ότι θα συνεχίσει αυτή την επιφυλακτική γραμμή. Ωστόσο, αυτή η καλοσύνη δεν ήταν η περίπτωση των Ευρωπαίων που έχουν εγκαταλείψει εντελώς την υποψηφιότητα της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να επικεντρώσουν την βραχυπρόθεσμη στόχευσή τους στην συμφωνία για τους πρόσφυγες της 18ης Μαρτίου 2016, και μακροπρόθεσμα στην στρατηγική ανάγκη να διατηρηθεί η Τουρκία στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας απέναντι στην πολύ πραγματική απειλή της ρωσικής επιρροής στις περιοχές της Ανατολής.

ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΔΙΑΘΕΤΕΙ ΜΕΣΑ ΑΝΑΛΟΓΑ ΤΩΝ ΦΙΛΟΔΟΞΙΩΝ ΤΗΣ

Από το 1923 ως το 2005, η Τουρκία ήταν πρακτικά και θεωρητικά αποσυνδεμένη από χώρες και περιοχές που προσπαθεί τώρα να συνδεθεί. Η θεσμική μνήμη, απαραίτητη για την καλή εκτέλεση φιλόδοξων σχεδίων με σημαντικό αριθμό χωρών, δεν υπάρχει ούτε στην επίσημη διπλωματία, ούτε σε ομάδες προβληματισμού που επικεντρώνονται στην εξωτερική πολιτική, ούτε, και αυτό είναι το πιο δραματικό, στον ακαδημαϊκό κόσμο. Η Τουρκία κυριολεκτικά ανακαλύπτει αυτές τις χώρες παρότι συχνά είναι γειτονικές. Στο Υπουργείο Εξωτερικών, ούτε ο αριθμός ούτε οι ικανότητες των διπλωματών ήταν επαρκείς για την διαχείριση των πρωτοβουλιών, των προγραμμάτων, των διαμεσολαβήσεων και των διαπραγματεύσεων και των διπλωματικών ενεργειών που απαιτούνται από το άνοιγμα νέων πρεσβειών. Με συνολικά περίπου 1.200 διπλωμάτες για τα πάντα, με σχεδόν καμία γνώση των γλωσσών και των εθίμων της περιοχής και των γειτόνων, η τουρκική διπλωματική υπηρεσία δεν διέθετε ποτέ μέσα ανάλογα των φιλοδοξιών της.

Εξ άλλου, η αδυναμία να λύσει τα δικά της προβλήματα ενώ προσπαθούσε να λύσει αυτά των άλλων, απαξίωσε σημαντικά τη νέα εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Ακόμη χειρότερα, ήταν ένα εμπόδιο για την εφαρμογή αυτής της πολιτικής. Το χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του παράδοξου είναι η συριακή πολιτική της Τουρκίας. Σε δύο βασικά ζητήματα που προκύπτουν άμεσα από εσωτερικές πολιτικές επιλογές, δηλαδή στην σουνιτική μονομανία και στην αντι-κουρδική εθνικιστική στάση, η συριακή πολιτική της Τουρκίας έχει αποσυντεθεί. Σε συνδυασμό με την ανεπάρκεια της ανθρώπινης και της πνευματικής ικανότητάς της να εισέλθει στην Μέση Ανατολή, η συριακή πολιτική της Τουρκίας δεν ήταν ποτέ σε θέση να αγκαλιάσει όλες τις συριακές ομάδες. Παρέμεινε περιορισμένη στον συριακό και ιρακινό σουνιτισμό, ευχαριστώντας εξολοκλήρου τους σαλαφιστές. Όσο για τους Κούρδους της Συρίας, που συνδέονται στενά με τους Κούρδους της Τουρκίας και διεκδικούν μια αυτόνομη ζώνη στο βόρειο τμήμα της Συρίας, την γειτονική προς την Τουρκία Rojava, η νέα εξωτερική πολιτική της Τουρκίας ποτέ δεν κατάφερε να τους τοποθετήσει αλλού εκτός από την στενή κατηγορία των εχθρών του τουρκικού έθνους, όπως και όλους τους Κούρδους του Ιράκ παλαιότερα! Σε τελική ανάλυση, μια Τουρκία ανίκανη να δημιουργήσει ένα πραγματικό κοσμικό σύστημα στο εσωτερικό, ούτε να λύσει την δική της κουρδική διένεξη, θα εξακολουθήσει να είναι παράλυτη στην δράση της στην Συρία και την Μέση Ανατολή.

ΚΑΙ ΤΩΡΑ…