Κρατώντας την Ευρώπη ασφαλή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Κρατώντας την Ευρώπη ασφαλή

Η αντιτρομοκρατία στην ήπειρο*

Λίγο πριν τις 23:00 την Πέμπτη, στις 14 Ιουλίου του 2016, ένα φορτηγό 19 τόνων έστριψε σε έναν παραθαλάσσιο χώρο περιπάτου στη Νίκαια της Γαλλίας, όπου τα πλήθη είχαν συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσουν τα πυροτεχνήματα για την Ημέρα της Βαστίλης. Το φορτηγό επιτάχυνε, οργώνοντας το πλήθος των ανθρώπων στον χώρο περιπάτου. Μέχρι την στιγμή που η γαλλική αστυνομία πυροβόλησε τον οδηγό, το φορτηγό είχε διανύσει 1.800 μέτρα, σκοτώνοντας 84 άτομα [1] και τραυματίζοντας εκατοντάδες άλλα. Αυτή η επίθεση έλαβε χώρα μετά από λιγότερο από τέσσερις μήνες από τότε που τρεις τρομοκράτες σκότωσαν 32 άτομα με εκρήξεις στην αίθουσα αναχωρήσεων του αεροδρομίου των Βρυξελλών [2] και σε ένα βαγόνι του μετρό κοντά στο σταθμό του μετρό Maelbeek των Βρυξελλών. Και αυτό ήρθε οκτώ μήνες [3] αφότου μια ομάδα νεαρών ανδρών σκότωσαν 130 ανθρώπους στο Παρίσι, στην πιο θανατηφόρα επίθεση στην Γαλλία από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το αυτοαποκαλούμενο Ισλαμικό Κράτος ή ISIS, ανέλαβε την ευθύνη και για τις τρεις επιθέσεις.

18082017-1.jpg

Άνδρες της καταλανικής αστυνομίας περιπολούν στην οδό Las Ramblas όπου ένα βαν έπεσε πάνω σε πεζούς, στην Βαρκελώνη, στις 18 Αυγούστου 2017. REUTERS/Sergio Perez
--------------------------------------------------------------------------------

Αυτές οι επιθέσεις έχουν εκθέσει τις βαθιές ρωγμές στην προσέγγιση της ηπειρωτικής Ευρώπης για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Οι ευρωπαϊκές υπηρεσίες πληροφοριών δεν ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους αρκετά γρήγορα. Τα πορώδη σύνορα της Ευρώπης [4] επιτρέπουν στους τρομοκράτες να διασχίζουν την ήπειρο με ευκολία. Άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν μείνει πίσω από το Ηνωμένο Βασίλειο στην ανάπτυξη ικανοτήτων και νομικών πλαισίων για την συλλογή ψηφιακών πληροφοριών και στην καλλιέργεια της αποτελεσματικής συνεργασίας μεταξύ των πολλών υπηρεσιών τους.
Στον απόηχο των επιθέσεων, η ηπειρωτική Ευρώπη έχει τώρα μια μοναδική ευκαιρία να μεταρρυθμίσει τις υποδομές των υπηρεσιών πληροφοριών της. Οι ηγέτες της αναγνωρίζουν την ανάγκη για δράση. Μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι [5], ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ επέβαλε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, δηλώνοντας ότι «η Γαλλία είναι σε πόλεμο» [6]. Μια εξεταστική επιτροπή της γαλλικής Βουλής για την επίθεση του Παρισιού, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ευρώπη δεν ήταν ικανή στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, εντοπίζοντας ελλείψεις [7] στην γαλλική δομή πληροφοριών και στην επικοινωνία μεταξύ των φορέων των πληροφοριών και της επιβολής του νόμου. Οι βελγικές Αρχές έχουν αποδεχθεί ότι οι αντιτρομοκρατικές πολιτικές τους είναι ανεπαρκείς: Οι Βέλγοι υπουργοί Εσωτερικών και Δικαιοσύνης προσέφεραν τις παραιτήσεις τους λόγω των προφανών αποτυχιών της βελγικής δομής πληροφοριών.

Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πρέπει τώρα να δεσμευτούν για διαρκείς μεταρρυθμίσεις, αυξάνοντας τις επενδύσεις και αίροντας τους φραγμούς στην ανταλλαγή πληροφοριών. Η ψήφος του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την ΕΕ δεν θα κάνει τα πράγματα πιο εύκολα. Ωστόσο, δημιουργεί επίσης μια ευκαιρία να δημιουργηθούν άλλα, ισχυρότερα δίκτυα διεθνούς συνεργασίας σε όλη την ήπειρο και πέρα από αυτήν.

Καθώς ανταποκρίνονται στην απειλή του ISIS, οι κυβερνήσεις καλά θα κάνουν να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τέσσερα βασικά διδάγματα από την ιστορία. Οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να ξεχνούν την σημασία της κατανόησης του εχθρού, την διαμόρφωση ρεαλιστικών στόχων που συνάδουν με τις δημοκρατικές αξίες, το να παραμένουν ευέλικτες απέναντι σε μια απειλή που είναι απίθανο να παραμείνει στατική, και, πάνω απ’ όλα, το να σφυρηλατούν συνεργασίες βασισμένες σε κερδισμένη εμπιστοσύνη.

ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΧΘΡΟ

Επεισόδια από την δεκαετία του 1990 και τα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα απεικονίζουν το πρώτο βασικό δίδαγμα από την επιτυχή καταπολέμηση της τρομοκρατίας: Την σημασία της κατανόησης της φύσης της απειλής. Όταν οι μυστικές υπηρεσίες κάνουν λανθασμένη διάγνωση κινδύνου αφότου μια συνομωσία έχει αποκαλυφθεί ή μετά από μια επίθεση, οι κυβερνήσεις είναι λιγότερο πιθανό να επενδύσουν για να προκαταλάβουν μελλοντικές απειλές.

Καθ’ όλη την δεκαετία του 1990, παρά τα διάφορα προειδοποιητικά σημάδια, οι βρετανικές και αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες απέτυχαν να αντιληφθούν την πιθανή σημασία της απειλής από ισλαμιστικές τρομοκρατικές ομάδες. Το 2000, η βρετανική Υπηρεσία Ασφαλείας αποκάλυψε τον πρώτο πυρήνα Ισλαμιστών κατασκευαστών βομβών στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αλλά αντιμετώπισαν την ανακάλυψη ως ένα εφάπαξ συμβάν, δεδομένου ότι κατά την εποχή εκείνη δεν φαινόταν παρόμοια με άλλες απειλές που είχε αντιμετωπίσει η υπηρεσία πληροφοριών. Αργότερα εκείνο το έτος, η Υπηρεσία Ασφαλείας συνέλαβε έναν Πακιστανικό μικροβιολόγο ο οποίος έψαχνε για δείγματα παθογόνων και εξοπλισμό ύποπτο ως κατάλληλο για την κατασκευή βιολογικών όπλων. Για άλλη μια φορά, όμως, η υπηρεσία πληροφοριών είδε το επεισόδιο ως ένα μεμονωμένο περιστατικό. Στην πραγματικότητα, οι βρετανικές και αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες αργότερα ανακάλυψαν ότι ήταν μέρος ενός σχεδίου της αλ Κάιντα για την ανάπτυξη βιολογικών όπλων. Δεν θα είναι παρά μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 που η βρετανική κοινότητα πληροφοριών και ασφάλειας θα αντιληφθεί την πιθανή κλίμακα της απειλής από ριζοσπαστικοποιημένους εξτρεμιστές και θα επενδύσει αρκετούς πόρους ως απάντηση.

Η κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ ήταν παρόμοια αργή στο να κατανοήσει την έκταση του κινδύνου που θέτει η αλ Κάιντα. Τον Ιανουάριο του 1993, ο Mir Aimal Kansi, ένας Πακιστανός τζιχαντιστής, πυροβόλησε δύο υπαλλήλους της CIA έξω από την έδρα του οργανισμού στο Langley της Virginia. Η CIA απάντησε οχυρώνοντας την περίμετρο ασφαλείας της, αλλά η αξιολόγηση της αντιτρομοκρατικής στρατηγικής της δεν άλλαξε. Ακριβώς έναν μήνα αργότερα, ένα φορτηγό-βόμβα της αλ Κάιντα εξερράγη κάτω από τον βόρειο Πύργο του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου, σκοτώνοντας έξι άτομα, αλλά αποτυγχάνοντας να καταστρέψει το κτίριο. Οι μυστικές υπηρεσίες έχουν την τάση να μην εξετάζουν τόσο σοβαρά τα αίτια μιας παρ’ ολίγον αστοχίας από όσο κάνουν για τα αίτια μιας πραγματικής καταστροφής. (Οι αεροπορικές εταιρείες, αντίθετα, εξετάζουν τακτικά τα παρ’ ολίγον ατυχήματα για να παίρνουν μαθήματα.) Έτσι, μετά τις επιθέσεις του 1993, έμαθαν πολύτιμα μαθήματα τακτικής -για παράδειγμα, πώς να προστατεύσουν ένα κτίριο από επίθεση- αλλά έχασαν το μεγαλύτερο μήνυμα: Ότι η αλ Κάιντα συνωμοτούσε ενεργά για να προκαλέσει μαζικές απώλειες στο έδαφος των ΗΠΑ.

Πέντε χρόνια αργότερα, η αλ Κάιντα ανατίναξε τις πρεσβείες των ΗΠΑ στην Κένυα και την Τανζανία, σκοτώνοντας περισσότερους από 200 ανθρώπους. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, διέταξε χτυπήματα με πυραύλους κρουζ σε στόχους στο Αφγανιστάν και το Σουδάν. Ο Οσάμα Μπιν Λάντεν έγινε στόχος υψηλής προτεραιότητας για τις υπηρεσίες πληροφοριών. Αλλά η κυβέρνηση των ΗΠΑ εξακολουθούσε να υποτιμά σε μεγάλο βαθμό τον κίνδυνο τρομοκρατικής επίθεσης στις ίδιες στις Ηνωμένες Πολιτείες και έκανε λίγα για να ενισχύσει την ασφάλεια της χώρας˙ οι μεταγενέστερες επιθέσεις την 11η Σεπτεμβρίου 2001 ήρθαν ως επί το πλείστον ως σοκ.

Όταν οι μυστικές υπηρεσίες κατανοήσουν την απειλή που αντιμετωπίζουν, είναι πιο πιθανό να υιοθετήσουν συνετές μεταρρυθμίσεις. Τον Απρίλιο του 1993, ο Προσωρινός Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός πυροδότησε μια τεράστια βόμβα-φορτηγό στο City του Λονδίνου, προκαλώντας ζημιές αξίας πάνω από 700 εκατομμύρια δολάρια, σκοτώνοντας έναν και τραυματίζοντας 44 άλλους. Οι βρετανικές Αρχές, οι οποίες κατανόησαν την φύση της απειλής μετά από δεκαετίες πολέμου κατά του IRA, εκτίμησαν ότι η ομάδα είχε τα εκρηκτικά, το προσωπικό και τους πόρους για να συνεχίσει να αποτελεί κίνδυνο. Η υπόθεση για την ενίσχυση των επενδύσεων στον τομέα της ασφάλειας ήταν σαφής. Μέσα σε λίγους μήνες, η βρετανική κυβέρνηση είχε δημιουργήσει το «ατσάλινο δαχτυλίδι», έναν κλοιό ασφαλείας από σημεία ελέγχου και κάμερες επιτήρησης γύρω από το Σίτι του Λονδίνου που κάλυπτε σε κάθε σημείο εισόδου και τα μείζονα κτήρια. Η αστυνομία, η τοπική αυτοδιοίκηση, καθώς και ιδιωτικές εταιρείες συνεργάστηκαν για να κάνουν την υποδομή του Λονδίνου πιο ανθεκτική.

Η Γαλλία επίσης προσάρμοσε με επιτυχία την αντιτρομοκρατική στρατηγική της αφότου η Ισλαμική Ένοπλη Ομάδα ξεκίνησε μια σειρά επιθέσεων την δεκαετία του 1990, ελπίζοντας να αποτρέψει την Γαλλία από το να παρέμβει στον αγώνα της ομάδας να καταλάβει την εξουσία στην Αλγερία. Οι γαλλικές Αρχές κατανόησαν τα κίνητρα της ομάδας και τις μεθόδους που ήταν πιθανό να χρησιμοποιήσει και γρήγορα ενίσχυσαν τον μηχανισμό ασφαλείας της Γαλλίας. Η κυβέρνηση θεσμοθέτησε ως έγκλημα την διασύνδεση με τρομοκράτες, για παράδειγμα όταν κάποιος τους παρέχει όχημα, και εισήγαγε ευέλικτες προδικαστικές διαδικασίες υπό την ηγεσία εξειδικευμένων δικαστών στην αντιτρομοκρατία και δίκες σε ειδικά δικαστήρια. Αυτές οι κινήσεις κατέστησαν ευκολότερο το να καταδικάζονται οι τρομοκράτες και τους στέρησε από τοπική υποστήριξη.

18082017-2.jpg

Ένας Βέλγος στρατιώτης περιπολεί σε έναν εμπορικό δρόμο στο κέντρο των Βρυξελλών μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι. Βέλγιο, Νοέμβριος του 2015. YVES HERMAN / REUTERS
------------------------------------------------------------------------------

Σήμερα, ωστόσο, πολλές ευρωπαϊκές μυστικές υπηρεσίες άργησαν να αναγνωρίσουν την απειλή που θέτει το ISIS. Έχουν αποτύχει σε μεγάλο βαθμό να συνδυάσουν την εργασία των εγχώριων και εξωτερικών μυστικών υπηρεσιών τους και έχουν αποτύχει να ενσωματώσουν το έργο της αστυνομίας με εκείνο των υπηρεσιών ασφαλείας και πληροφοριών τους. Επί πολύ καιρό, έχουν αγνοήσει τους κινδύνους που ενυπάρχουν στο σύστημα ανοικτών συνόρων Σένγκεν, που αφήνει την ασφάλειά τους να εξαρτάται από την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών πληροφοριών των γειτόνων τους. Ως αποτέλεσμα, τα δίκτυα των τρομοκρατών [8], χαλυβδωμένα από τον πόλεμο στο Ιράκ και την Συρία, κατέχοντας ευρωπαϊκά διαβατήρια, και κρυβόμενα ανάμεσα στους πολλούς μετανάστες χωρίς χαρτιά στην Ευρώπη [9], τώρα φτάνουν σε όλη την ήπειρο.

ΨΥΧΡΑΙΜΙΑ

Το δεύτερο δίδαγμα είναι η σημασία της δημιουργίας ενός σαφούς και ρεαλιστικού στρατηγικού στόχου, ενός στόχου στον οποίο οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μπορούν να ανταποκριθούν μένοντας πιστές στις δημοκρατικές αξίες τους. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, George W. Bush, δήλωσε ότι η κυβέρνησή του θα κάνει ό, τι χρειαστεί για να καταστρέψει την αλ Κάιντα. Ενέκρινε μέτρα ανήκουστα για καιρό ειρήνης, συμπεριλαμβανομένων των έκτακτων παραδόσεων [στμ: κρατουμένων σε άλλες χώρες με ελαστικότερους νόμους για τις ανακρίσεις], την κράτηση χωρίς δίκη, τα βασανιστήρια, και την στοχευμένη δολοφονία μαχητών του εχθρού μακριά από οποιοδήποτε αναγνωρισμένο πεδίο μάχης.

Ωστόσο, μεγάλο μέρος της απάντησης των ΗΠΑ στην 11η Σεπτεμβρίου έχει αποδειχθεί αντιπαραγωγικό. Η ρητορική του λεγόμενου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» εξέφρασε αποφασιστικότητα, αλλά οδήγησε τους πολιτικούς να αντιδρούν υπερβολικά στην απελπισία τους για να εξασφαλίσουν «νίκες». Το να επικρατεί κάποιος σε έναν μακροχρόνιο πόλεμο δεν είναι το ίδιο με τη νίκη σε τακτικές εμπλοκές ή ακόμα και σε μια μάχη ή δύο, και πολλά από τα εξαιρετικά μέτρα που εφάρμοσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως η χρήση των βασανιστηρίων, συνέβαλαν στην ενίσχυση των εξτρεμιστικών αφηγήσεων και έβλαψαν το κύρος των Ηνωμένων Πολιτειών στον κόσμο. Η εισβολή και κατοχή του Ιράκ βοήθησε να παραχθεί μια νέα γενιά τρομοκρατών. Το πρόγραμμα drone της εποχής Μπους, που ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα έχει επεκτείνει έκτοτε, έχει σκοτώσει ένα μεγάλο μέρος της ανώτερης ηγεσίας της αλ Κάιντα και διαταράξει την ικανότητά της να εξαπολύει οργανωμένες επιθέσεις. Αλλά η οργάνωση εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική απειλή μέσω των δεσμών της με το «Μέτωπο αλ-Νούσρα» στην Συρία, και οι αναπόφευκτες τυχαίες δολοφονίες αμάχων από χτυπήματα των drones παρείχαν έτοιμο υλικό για την εξτρεμιστική προπαγάνδα.

Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου συγκλόνισαν επίσης την βρετανική κυβέρνηση. (Εξήντα επτά Βρετανοί πολίτες έχασαν την ζωή τους εκείνη την ημέρα, στην μεγαλύτερη ενιαία απώλεια βρετανικών ζωών σε μια τρομοκρατική επίθεση). Αρχικά, το Ηνωμένο Βασίλειο απάντησε με παρόμοιο τρόπο με τις Ηνωμένες Πολιτείες˙ μέχρι τον Οκτώβριο, οι αμερικανικές και βρετανικές ένοπλες δυνάμεις πολεμούσαν δίπλα-δίπλα στο Αφγανιστάν. Αλλά οι αντιτρομοκρατικές στρατηγικές τους σύντομα απόκλιναν. Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες πίεζαν με τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», η βρετανική κυβέρνηση υιοθέτησε μια στρατηγική για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας γνωστή ως CONTEST, που είχε ως στόχο να «περιορίσει τον κίνδυνο από την τρομοκρατία για το Ηνωμένο Βασίλειο και τα συμφέροντά του στο εξωτερικό, έτσι ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να συνεχίσουν την ζωή τους ελεύθερα και με εμπιστοσύνη». Η κυβέρνηση προσπάθησε να καθησυχάσει τους τουρίστες, να ενθαρρύνει τις επενδύσεις και να σταθεροποιήσει τις αγορές. Αυτή η προσέγγιση έδωσε έμφαση στην συνέχιση και την επανάληψη της καθημερινότητας. Σε αντίθεση, οι Ηνωμένες Πολιτείες, με την υιοθέτηση ακραίων μέτρων, διατήρησαν μια ανώμαλη κατάσταση, παίζοντας στην αφήγηση των τρομοκρατών.

18082017-3.jpg

Το διώροφο λεωφορείο με τον αριθμό 30, μετά την επίθεση της 7ης Ιουλίου 2005 στην πλατεία Τάβιστοκ στο κεντρικό Λονδίνο, μια ημέρα μετά. DYLAN MARTINEZ / REUTERS
--------------------------------------------------------------------------------

Μέχρι στιγμής, η βρετανική προσέγγιση έχει δουλέψει. Από την 11η Σεπτεμβρίου 2001, υπήρξε μόνο μια μείζων επιτυχημένη επίθεση στο Ηνωμένο Βασίλειο: Οι βομβιστικές επιθέσεις στα μέσα μαζικής μεταφοράς του Λονδίνου στις 7 Ιουλίου 2005, που σκότωσαν 52 ανθρώπους. Αλλά η απειλή παραμένει σοβαρή. Οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες έχουν ανατρέψει πολλές μεγάλες επιθέσεις της αλ Κάιντα, συμπεριλαμβανομένης μιας σοφιστικέ συνομωσία να καταρριφθούν αμερικανικά αεροσκάφη πάνω από τον Ατλαντικό το 2006. Τον Φεβρουάριο, ο Βρετανός υπουργός Ασφαλείας δήλωσε ότι τουλάχιστον επτά επιθέσεις είχαν σταματήσει μόνο τους προηγούμενους 18 μήνες. Μέσω της στενής συνεργασίας μεταξύ της Υπηρεσίας Ασφαλείας και της αστυνομίας, υποστηριζόμενη από τις άλλες βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, η κυβέρνηση έχει εντοπίσει με επιτυχία και ασκήσει δίωξη σε εκατοντάδες τρομοκράτες (υπήρχαν 255 συλλήψεις σχετιζόμενες με την τρομοκρατία σε έναν μόνο χρόνο, μεταξύ του Μαρτίου 2015 και του Μαρτίου του 2016 ) χωρίς να παραβιάσει σημαντικά τις πολιτικές ελευθερίες.

Αυτό το μάθημα είναι σημαντικό για τους νυν ηγέτες της Ευρώπης. Από τις επιθέσεις στο Παρίσι και στις Βρυξέλλες [10], οι κυβερνήσεις έχουν αυξήσει την προστασία στις πολυσύχναστες δημόσιες εκδηλώσεις. Αλλά υπάρχουν όρια στο τι μπορούν να κάνουν. Ένας συνδυασμός αποτελεσματικών πληροφοριών και προστατευτικών μέτρων ασφαλείας μπορεί σχεδόν να εξαλείψει τον κίνδυνο της επίθεσης για ένα μικρό αριθμό στόχων υψηλής αξίας, όπως ένας παγκόσμιος ηγέτης ή ένας πυρηνικός σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. (Το ISIS μπορεί επίσης να εξετάζει τέτοιους στόχους˙ τον περασμένο Νοέμβριο, οι ερευνητές βρήκαν βίντεο [11] ενός ανώτερου υπάλληλου σε μια βελγική πυρηνική εγκατάσταση στο διαμέρισμα ενός μαχητή που συνδέεται με την τρομοκρατική επίθεση στο Παρίσι).

Ωστόσο, θα υπάρχει πάντα ο κίνδυνος ότι οι τρομοκράτες θα επικεντρωθούν σε πιο «μαλακούς» στόχους -σταθμούς μετρό, πολιτιστικά κέντρα, χώρους συναυλιών- όπως έχει γίνει πρόσφατα στην Δανία, το Βέλγιο και την Γαλλία. Σε απάντηση, οι Αρχές θα πρέπει να κάνουν ό, τι μπορούν για να εξασφαλίσουν ότι οι άνθρωποι αισθάνονται ασφαλείς όταν χρησιμοποιούν τα δημόσια μέσα μεταφοράς ή συναθροίζονται σε δημόσιους χώρους, ακόμη και αν η κυβέρνηση δεν μπορεί να εξαλείψει τον κίνδυνο. Θα πρέπει να αναπτύξει περισσότερους ένοπλους αστυνομικούς σε περιοχές υψηλού κινδύνου και να εκπαιδεύσει τις μονάδες ταχείας αντίδρασης για να αντιδρούν στα είδη των επιθέσεων που έπληξαν την Βομβάη, το Ναϊρόμπι, την Κοπεγχάγη, το Παρίσι και τις Βρυξέλλες, όπου μικρές ομάδες ενόπλων έχουν ορμήσει σε όλη την πόλη.

Η κήρυξη κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, όπως αυτή που επέβαλλε η Γαλλία, μπορεί να εξουσιοδοτήσει τις Αρχές να λάβουν λογικά άμεσα μέτρα για την προστασία του κοινού. Αλλά δεν αποτελεί μακροπρόθεσμη λύση. Εάν μέτρα όπως η ευρεία ανάπτυξη στρατιωτών στους δρόμους παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι Αρχές κινδυνεύουν να δημιουργήσουν μια νέα κανονικότητα -μια κανονικότητα που το κοινό θα σκέπτεται ότι οι τρομοκράτες έχουν επιβληθεί σε αυτούς.

Όταν αξιωματούχοι επικοινωνούν με το κοινό σχετικά με τον κίνδυνο της τρομοκρατίας, θα πρέπει να μετριάζουν τις προσδοκίες. Είναι δύσκολο να σταματήσει κανείς εκείνους που είναι έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν την ακραία βία για την επιδίωξη ενός ιδεολογικού στόχου, ειδικά αν είναι πρόθυμοι να πεθάνουν για την αιτία τους. Δηλώσεις που δεσμεύονται να εξαλείψουν τον κίνδυνο μιας μελλοντικής επίθεσης μπορεί να υπόσχονται πάρα πολλά -και ίσως να πείσουν το κοινό να αποδεχθεί ασθενέστερη προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους στην επιδίωξη της απόλυτης ασφάλειας. Αντ’ αυτού, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να παρέχουν μια ειλικρινή και πειστική αφήγηση που να εξηγεί τα αίτια των επιθέσεων και να ορίζει έναν σαφή οδικό χάρτη για το τι μπορεί να αναμένει το κοινό στην συνέχεια.

ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΟΥ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΟΥ

Ένα τρίτο μάθημα είναι ότι οι πολιτικοί πρέπει να παραμείνουν ανοικτοί στην προσαρμογή των στρατηγικών και των μεθόδων τους, καθώς η τζιχαντιστική απειλή εξελίσσεται. Για να γίνουν πιο ευέλικτες, οι μυστικές υπηρεσίες πρέπει να υιοθετήσουν μια κοινή προσέγγιση για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, όπως ακριβώς και οι σύγχρονες ένοπλες δυνάμεις βασίζονται σε κοινό σχεδιασμό αποστολών και διοίκησης. Το 2003, για παράδειγμα, το Ηνωμένο Βασίλειο δημιούργησε το Κοινό Κέντρο Ανάλυσης Τρομοκρατίας (Joint Terrorism Analysis Centre), στο οποίο προσωπικό από τις μυστικές υπηρεσίες, την αστυνομία, τον στρατό και άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες αναλύουν και επεξεργάζονται πληροφορίες μαζί. Έναν χρόνο αργότερα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ξεκίνησε μια παρόμοια οργάνωση, το Εθνικό Κέντρο Αντιτρομοκρατίας (National Counter¬terrorism Center). Η γαλλική κοινοβουλευτική εξεταστική επιτροπή που έχει συσταθεί μετά την επίθεση του 2015 στο Παρίσι, ζήτησε από την γαλλική κυβέρνηση να συγκροτήσει μια παρόμοια κοινή οργάνωση στο Παρίσι για να ξεπεραστούν τα προβλήματα συντονισμού μεταξύ των πολλών γαλλικών αστυνομικών υπηρεσιών και των υπηρεσιών ασφαλείας.

Η Βρετανική Υπηρεσία Ασφαλείας παρέχει μια περιπτωσιολογική μελέτη για το πώς ένας οργανισμός πληροφοριών μπορεί να γίνει πιο ευέλικτος. Μετά την επίθεση του Ιουλίου του 2005 στο Λονδίνο, ο οργανισμός έχει συστήσει οκτώ περιφερειακά κέντρα αντιτρομοκρατίας, που εδρεύουν δίπλα σε αντιτρομοκρατικές μονάδες της αστυνομίας, έξω από την πόλη σε σημεία που θεωρούνται πιο ευάλωτα στην ριζοσπαστικοποίηση. Με το να αποκεντρώσει τις έρευνες και συνεργαζόμενη στενά με τα περιφερειακά αστυνομικά τμήματα, η Υπηρεσία Ασφαλείας μπόρεσε να κατανοήσει καλύτερα τις τοπικές κοινότητες. Άλλες χώρες που επηρεάστηκαν από την τζιχαντιστική ριζοσπαστικοποίηση [12] θα πρέπει να εξετάσουν αυτό το μοντέλο. Σε ένα ελπιδοφόρο πρώτο βήμα, η Γαλλία έχει ήδη ανακοινώσει την δημιουργία μιας ντουζίνας περιφερειακών «κέντρων επανένταξης και υπηκοότητας» [13], για να βοηθήσει στον εντοπισμό πιθανών τζιχαντιστών και να εμποδίσει τους εξτρεμιστές από το να τους ριζοσπαστικοποιήσουν.

ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΝΤΑΙ

Το τελικό και πιο σημαντικό μάθημα είναι ότι οι χώρες πρέπει να δημιουργούν συνεργασίες με βάση την κερδισμένη εμπιστοσύνη. Σε εθνικό επίπεδο, οι πολιτικοί πρέπει να επανεξετάσουν τις σχέσεις μεταξύ της αστυνομίας και των μυστικών οργανισμών, μεταξύ των εξωτερικών και εσωτερικών υπηρεσιών ασφαλείας και πληροφοριών, μεταξύ των πολιτικών και των στρατιωτικών υπηρεσιών, καθώς και μεταξύ των κυβερνητικών οργανισμών και του ιδιωτικού τομέα, επιδιώκοντας την οικοδόμηση εμπιστοσύνης, όπου είναι δυνατόν, με το να κανονίσουν περισσότερες πολλαπλές αποστολές εγγράφων, για παράδειγμα.

18082017-4.jpg

Σε επιφυλακή. Κοντά στον Πύργο του Άιφελ, στο Παρίσι, τον Μάρτιο του 2016. REUTERS / PHILIPPE WOJAZER
-------------------------------------------------------------------------

Σε διεθνές επίπεδο, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πρέπει να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των εταίρων τους εντός και εκτός της ΕΕ για την προστασία ευαίσθητων πληροφοριών που μπορεί να οδηγήσουν σε κοινές ατραπούς και κοινές επιχειρήσεις. Και πρέπει να δημιουργήσουν καλές σχέσεις με τις εταιρείες τεχνολογίας των ΗΠΑ που ίσως να κατέχουν δεδομένα ζωτικής σημασίας για το σταμάτημα μελλοντικών επιθέσεων. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να διαπραγματευθούν διμερείς συμφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες, που να παρέχουν τις απαραίτητες νομικές εγγυήσεις για τις εταιρείες ώστε να ανταποκριθούν σε θεμιτά αιτήματα χωρίς να παραβούν την νομοθεσία των ΗΠΑ. Οι κυβερνήσεις της ΕΕ πρέπει επίσης να εξετάσουν την αναθεώρηση των νόμων για την διατήρηση των δεδομένων (data). Η επιμονή, για λόγους προστασίας της ιδιωτικής ζωής, σε σύντομες περιόδους διατήρησης των δεδομένων έχει εμποδίσει τις ποινικές διώξεις κατά το παρελθόν.

Το να επενδυθούν περισσότερα στην ψηφιακή ευφυΐα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα. Οι επαγγελματίες των πληροφοριών κατανοούν την αξία της χύδην πρόσβασης στις επικοινωνίες στο Internet (μεταξύ της Συρίας και της Ευρώπης, για παράδειγμα), όντες σε θέση να «χακάρουν» τις συσκευές που χρησιμοποιούνται από τρομοκράτες και εγκληματίες, και χρησιμοποιώντας τεχνικές άντλησης δεδομένων για τον εντοπισμό υπόπτων. Το 2010, για παράδειγμα, οι βρετανικές Αρχές ματαίωσαν τα σχέδια μιας ομάδας τζιχαντιστών να βομβαρδίσουν το Χρηματιστήριο του Λονδίνου μέσω της αποκάλυψης των ηλεκτρονικών τους επικοινωνιών. Αλλά οι αποκαλύψεις για τα προγράμματα ηλεκτρονικής παρακολούθησης της αμερικανικής και της βρετανικής κυβέρνησης από τον πρώην συμβασιούχο της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (National Security Agency, NSA), Έντουαρντ Σνόουντεν, έχουν μειώσει την εμπιστοσύνη του κοινού στην χρήση τέτοιων τεχνικών. Είναι απαραίτητο να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη σε ολόκληρη την Ευρώπη όσον αφορά την χρήση των μεθόδων αυτών, υπό αυστηρές νομικές εγγυήσεις και με ανεξάρτητη εποπτεία. Οι ηγέτες θα πρέπει να αναγνωρίσουν τον σημαντικό ρόλο που παίζουν οι μυστικές υπηρεσίες και να υπερασπιστούν τις μεθόδους τους ως ουσιώδεις για την δημόσια ασφάλεια. Για να πάρουν μαζί τους τα μικρότερα κράτη, οι μεγαλύτερες δυνάμεις όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία θα πρέπει να τα προσεγγίσουν προσφέροντας υποστήριξη και εκπαίδευση. Το Club de Berne, ένα όργανο εκτός ΕΕ όπου οι επικεφαλής των εσωτερικών μυστικών υπηρεσιών των χωρών της ΕΕ, της Νορβηγίας και της Ελβετίας συνεδριάζουν τακτικά και επιβλέπουν το Counter Terrorist Group, το οποίο συνδέεται με την ΕΕ, θα ήταν ένα καλό φόρουμ για τον συντονισμό αυτών των προσπαθειών.

ΑΚΕΦΙΕΣ ΤΟΥ BREXIT;

Η ψήφος του Ηνωμένου Βασιλείου για να αποχωρήσει από την ΕΕ, ή αλλιώς το Brexit [14], εισήγαγε μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με την σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρώπη τουλάχιστον για τα επόμενα δύο χρόνια. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι η μεγαλύτερη δύναμη της Ευρώπης σχετικά με τις πληροφορίες και έχει από καιρό επωφεληθεί από την στενή συνεργασία του με τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με την συλλογή πληροφοριών και στοιχείων ασφαλείας. Παραμένει στην αιχμή των ψηφιακών πληροφοριών -έχει περίπου 5.500 ανθρώπους που εργάζονται σε αυτόν τον τομέα, σε σύγκριση με τους 2.800 της Γαλλίας και τους 1.000 της Γερμανίας. Αυτή την στιγμή, το Ηνωμένο Βασίλειο απολαμβάνει εξαιρετικές διμερείς και πολυμερείς σχέσεις με τις άλλες ευρωπαϊκές υπηρεσίες πληροφοριών. Αυτό θα πρέπει να συνεχιστεί, αλλά οι πολιτικοί θα πρέπει να επιδείξουν ψυχραιμία για να εξασφαλίσουν ότι οι ανάγκες ασφαλείας της Ευρώπης στο σύνολό της τοποθετείται πάνω από τα πολιτικά συμφέροντα των μεμονωμένων ηγετών της.

Οι πολιτικοί πρέπει να είναι έτοιμοι να συνεργαστούν σε διεθνές επίπεδο μέσω άτυπων δικτύων, αντί να σπαταλούν χρόνο οραματιζόμενοι νέα θεσμικά όργανα της ΕΕ, όπως μια ευρωπαϊκή CIA ή FBI. Για παράδειγμα, ένα αποτελεσματικό διεθνές δίκτυο θα μπορούσε να αναπτυχθεί μεταξύ των αντιτρομοκρατικών κέντρων, ειδικά για να μοιραστεί εκτιμήσεις απειλών (κατά προτίμηση με βάση ένα συμφωνημένο σύνολο επιπέδων προειδοποίησης). Οι διάφοροι Ευρωπαίοι συντονιστές των εθνικών πληροφοριών, σε συνεργασία με τον Αμερικανό διευθυντή των εθνικών υπηρεσιών πληροφοριών, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα άλλο τέτοιο δίκτυο. Και το Ηνωμένο Βασίλειο θα παραμείνει ένας σημαντικός παίκτης στο Club de Berne. Οι επαγγελματίες πληροφοριών και ασφάλειας σε όλη την Ευρώπη ελπίζουν ειλικρινά ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα παραμείνει πλήρως δεσμευμένο, ακόμη και καθώς δικαιολογημένα λυπούνται για την ευρύτερη αναστάτωση που θα προκαλέσει το Brexit.

Η ΕΕ έχει κάνει πολλά για την προώθηση της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας με παράλληλη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Το κοινό ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης επιταχύνει την έκδοση υπόπτων μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, ένας μηχανισμός που το Ηνωμένο Βασίλειο χρησιμοποίησε για να επιστρέψει έναν ύποπτο τρομοκράτη στην Ιταλία ώστε να προσαχθεί σε δίκη μετά το δεύτερο κύμα της απόπειρας επιθέσεων στο Λονδίνο το 2005. Η Europol παρέχει μια πολύτιμη οδό μέσω της οποίας η κάθε αστυνομία μπορεί να έρχεται σε επαφή με μια άλλη. Το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν II επιτρέπει στην αστυνομία να μοιράζεται πληροφορίες για υπόπτους, καθώς και οι διευθετήσεις ανταλλαγής πληροφοριών Σένγκεν ΙΙΙ παρέχουν ένα δίκτυο για την ανταλλαγή DNA, δακτυλικών αποτυπωμάτων και βάσεων δεδομένων οχημάτων (το Ηνωμένο Βασίλειο είχε πρόσφατα ενταχθεί σε αυτό το δίκτυο αλλά μετά το Brexit θα πρέπει να διαπραγματευτεί μια νέα συμφωνία). Οι πολιτικοί θα πρέπει τώρα να θεσπίσουν ρυθμίσεις για να εξασφαλίσουν την συνέχιση της συνεργασίας σε θέματα επιβολής του νόμου μόλις το Ηνωμένο Βασίλειο αποσυρθεί από την ΕΕ.

Η στενή συνεργασία Βρετανίας-ΕΕ δεν θα πρέπει να γίνει εμπόδιο στην δημιουργία ενός ευρύτερου δικτύου κρατών, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, για την βελτίωση της συλλογής πληροφοριών για τις τρομοκρατικές και εγκληματικές οργανώσεις εντός και εκτός των συνόρων της Ευρώπης. Αλλά θα χρειαστεί καλή πολιτική ικανότητα από όλες τις πλευρές για να πλοηγηθούν οι σκληρές διαπραγματεύσεις περί τη νέα σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ, ενώ θα δημιουργούνται πιο ισχυρά, αμοιβαία επωφελή δίκτυα για την ανταλλαγή πληροφοριών και την συνεργασία ασφάλειας σε ολόκληρη την Ευρώπη και πέραν αυτής.

Οι ευρωπαϊκές χώρες άργησαν να ανταποκριθούν στην ανάδυση του ISIS. Αλλά έχουν τώρα την ευκαιρία να παρακάμψουν παλιές προκαταλήψεις, να επανεξετάσουν τις αντιτρομοκρατικές στρατηγικές τους, και να επενδύσουν σε σύγχρονες μεθόδους νοημοσύνης. Ακόμη και εκείνα τα κράτη που υπερηφανεύονται δικαιολογημένα σχετικά με την αστυνομία τους και την ικανότητά τους να έχουν πρόσβαση και να αναλύουν πληροφορίες, μπορούν να μάθουν από τα πρόσφατα γεγονότα.

Πάνω απ’ όλα, ο στόχος πρέπει να είναι η διατήρηση της ομαλότητας -και να αυξηθεί η ικανότητα να επανέρχεται γρήγορα όταν είναι αναγκαίο. Τούτο θα στερήσει από τους τρομοκράτες εκείνο που επιδιώκουν περισσότερο: Να ανατροφοδοτήσουν τον δημόσιο φόβο και να διαταράξουν την καθημερινή ζωή των ελεύθερων και δημοκρατικών κοινωνιών. Δεν πρέπει να τους επιτραπεί να το πετύχουν.

Copyright © 2017 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/europe/keeping-europe-safe

* Το άρθρο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος 44 (Φεβρουαρίου - Μαρτίου 2017) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/france/2016-07-15/another-bloody...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/belgium/2016-03-23/isis-next-target
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/france/2015-11-15/isis-big-mistake
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/france/2015-11-16/europes-real-b...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/france/2015-11-17/frances-perpet...
[6] http://www.bbc.com/news/world-europe-34836367
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/france/2016-07-17/french-intelli...
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/western-europe/2016-07-26/myth-l...
[9] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2015-12-09/dont-fe...
[10] https://www.foreignaffairs.com/articles/belgium/2016-03-24/absurdity-isis
[11] http://www.nytimes.com/2016/03/26/world/europe/belgium-fears-nuclear-pla...
[12] https://www.foreignaffairs.com/articles/2016-03-24/french-connection
[13] https://www.theguardian.com/world/2016/may/09/france-to-set-up-a-dozen-d...
[14] https://www.foreignaffairs.com/tags/brexit

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition