Το πρόβλημα με τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2 | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το πρόβλημα με τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2

Πώς ο αγωγός θα ωφελήσει την Ρωσία εις βάρος της ΕΕ
Περίληψη: 

Ορισμένες γερμανικές επιχειρήσεις ίσως να επωφεληθούν βραχυπρόθεσμα από τον Nord Stream 2, αλλά ο πραγματικός νικητής από τον διευρυμένο αγωγό θα είναι η Ρωσία. Η εξάρτηση της ΕΕ από την προμήθεια φυσικού αερίου από τον αγωγό θα ενισχύσει τα συναλλαγματικά αποθέματα της Ρωσίας και θα ενδυναμώσει την κυριαρχία της στις ευρωπαϊκές αγορές ενέργειας.

Ο PETR POLAK είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μπρουνέι Νταρουσαλάμ.

Το 2005, η κρατική ρωσική εταιρία ενέργειας Gazprom [1] και αρκετές ευρωπαϊκές εταιρείες συμφώνησαν να δημιουργήσουν την Nord Stream AG, μια κοινοπραξία που θα επιβλέπει την κατασκευή του μακρύτερου υποθαλάσσιου αγωγού φυσικού αερίου στον κόσμο. Οι ηγέτες της Γερμανίας και της Ρωσίας [2] σημείωσαν ότι ο αγωγός, που θα συνδέει την ρωσική πόλη Vyborg με την γερμανική πόλη Greifswald θα επιτρέψει στην Gazprom να εξυπηρετεί αγορές αερίου στην βορειοδυτική Ευρώπη απευθείας μέσω της Γερμανίας. Με την Γερμανία ως σημαντικό κόμβο ενεργειακής διαμετακόμισης, η ΕΕ θα μπορούσε στην συνέχεια να προστατεύσει τον εφοδιασμό της με φυσικό αέριο, εάν οι συγκρούσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας έχουν ως αποτέλεσμα την διακοπή των ροών από τους αγωγούς στον νότο.

25082017-1.jpg

Κατασκευή σωλήνα για τον Nord Stream στο Sassnitz, στην Γερμανία, τον Μάιο του 2016. TOBIAS SCHWARZ / REUTERS
------------------------------------------------------

Οι Πολωνοί αξιωματούχοι αισθάνθηκαν διαφορετικά. Ο Ράντεκ Σικόρσκι [3], τότε υπουργός Εξωτερικών, συνέκρινε [4] την συμφωνία με το σύμφωνο Molotov-Ribbentrop του 1939, την συμφωνία μη επίθεσης μεταξύ της Γερμανίας του Χίτλερ και της Σοβιετικής Ένωσης του Στάλιν που οδήγησε τελικά στην κοινή εισβολή στην Πολωνία. Η Βαρσοβία χαρακτήρισε τον Nord Stream ως έναν γεωπολιτικό κίνδυνο που θα μπορούσε να αυξήσει την επιρροή της Μόσχας και του Βερολίνου στην δική της εγχώρια παροχή φυσικού αερίου [5].

Την εποχή εκείνη, οι αξιωματούχοι της ΕΕ απέρριψαν [6] την παρομοίωση του Sikorski ως υπερβολική. Κατά την διάρκεια των τριών ετών από τότε που η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία [7] και ξεκίνησε τον πόλεμό της στην ανατολική Ουκρανία, ωστόσο, οι προειδοποιήσεις του φάνηκαν ολοένα και πιο προφητικές. Βεβαίως, ο Nord Stream δεν θα οδηγήσει σε ρωσο-γερμανική εισβολή στην Πολωνία -αλλά ο αγωγός, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 2011, έφερε το Βερολίνο και την Μόσχα πιο κοντά με έναν τρόπο που άφησε κάποια κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, την Πολωνία και την Σλοβακία, πιο ευάλωτα στις ρωσικές πιέσεις.

Η επέκταση του έργου, που ονομάζεται Nord Stream 2, βρίσκεται σε καλό δρόμο για να ολοκληρωθεί κατά το 2019, ανανεώνοντας τον επείγοντα χαρακτήρα αυτών των ανησυχιών. Με εκτιμώμενο κόστος 11,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ο Nord Stream 2 θα προσθέσει δύο ακόμα αγωγούς φυσικού αερίου στους δύο ήδη υπάρχοντες, διπλασιάζοντας την χωρητικότητα του έργου και εμβαθύνοντας την εξάρτηση των κεντρικών, νότιων και ανατολικών κρατών [της Ευρώπης] από το ρωσικό φυσικό αέριο. Παρ' όλο που το σχέδιο θα μείωνε τις ελλείψεις φυσικού αερίου σε ορισμένες από αυτές τις χώρες, η προστιθέμενη χωρητικότητα θα εξασθενήσει την θέση της Ουκρανίας -μέσω της οποίας διέρχονται τώρα ορισμένοι μεγάλοι αγωγοί- στην ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου. Επίσης, διχάζει περαιτέρω την ΕΕ μεταξύ των κρατών-μελών που ευνοούν το σχέδιο και εκείνων που αντιτίθενται σε αυτό.

Επιπλέον, ο Nord Stream 2 θα μπορούσε να παράγει έσοδα εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων για την Gazprom. Αυτό θα πρέπει να προβληματίσει τους Δυτικούς αξιωματούχους, επειδή τα έσοδα της εταιρείας στηρίζουν τις εξωτερικές πολιτικές της Μόσχας. Η Gazprom επιδοτεί αποτελεσματικά τους πολέμους της Ρωσίας στην ανατολική Ουκρανία και την Συρία, χρηματοδοτεί την προπαγάνδα του Κρεμλίνου με στόχο την υπονόμευση της ευρωπαϊκής ενότητας και λαδώνει την μηχανή των αντιευρωπαϊκών κομμάτων σε ολόκληρη την ήπειρο.

Τα καλά νέα είναι ότι υπάρχουν μερικοί τρόποι με τους οποίους η ΕΕ μπορεί να μειώσει την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο, τηρώντας τους δικούς της στόχους ενεργειακής απόδοσης. Για παράδειγμα, μπορεί να λάβει μέτρα για να αυξήσει την χρήση της ανανεώσιμης και μη συμβατικής ενέργειας, [8]. Μπορεί να επεκτείνει το πρόγραμμά της για την κατασκευή τερματικών σταθμών εισαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), διευκολύνοντας την παράδοση περισσότερου φυσικού αερίου από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Μέση Ανατολή. Και μπορεί να κατασκευάσει περισσότερους αγωγούς μεταξύ κρατών-μελών της ΕΕ.

25082017-2.jpg

Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, τότε πρωθυπουργός της Ρωσίας, πάνω σε ένα πλοίο απόθεσης αγωγών στον κόλπο της Φινλανδίας, τον Σεπτέμβριο του 2010. DMITRY LOVETSKY / REUTERS
-------------------------------------------------

ΕΝΑΣ ΑΓΩΓΟΣ ΞΕΝΟΥ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΟΣ

Ως ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς πετρελαίου και φυσικού αερίου στον κόσμο, το ρωσικό κράτος αντλεί περισσότερα από τα μισά έσοδά του από την παραγωγή ενέργειας. Καθώς οι τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου [9] μειώθηκαν τα τελευταία χρόνια, η χώρα χρειάστηκε να διευθετήσει βαθιές δημοσιονομικές ελλείψεις. Για παράδειγμα, η Μόσχα βάσισε τις προβλέψεις για τα έσοδα και τις δαπάνες για το 2016 σε μια τιμή πετρελαίου στα 50 δολάρια ανά βαρέλι -και όταν οι τιμές του πετρελαίου έπεσαν αρκετά κάτω από το όριο αυτό, η κυβέρνηση έπρεπε να χρησιμοποιήσει αποθεματικά ύψους 130 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την αντιστάθμιση του ελλείμματος. Οι πόλεμοι της Ρωσίας στην Συρία και την ανατολική Ουκρανία έχουν αυξήσει τα οικονομικά βάρη. Η χώρα φαίνεται ότι θα αντιμετωπίζει προβλήματα εσόδων όσο παραμένουν χαμηλές οι τιμές της ενέργειας.

Τα δάνεια σε ξένο νόμισμα θα βοηθούσαν την Ρωσία να γεφυρώσει αυτά τα κενά, αλλά οι Δυτικές κυρώσεις έχουν πλήξει την πρόσβαση της Μόσχας σε αυτά. Αυτό αφήνει τις εξαγωγές ενέργειας ως έναν από τους λίγους εναπομείναντες τρόπους ώστε η Ρωσία να αντλήσει ξένο νόμισμα. Για να πάρει τα απαιτούμενα δολάρια και ευρώ, η Ρωσία πρέπει να αντλεί και να εξάγει πετρέλαιο και φυσικό αέριο, ανεξάρτητα από τις χαμηλές τιμές [10].