Το χλωμό μέλλον της αμερικανο-βρετανικής συμμαχίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το χλωμό μέλλον της αμερικανο-βρετανικής συμμαχίας

Πώς ξηλώνεται η ειδική σχέση

Όντως, το βρετανικό Υπουργείο Οικονομικών έχει υπολογίσει ότι η μείωση του ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου εντός δύο ετών από την αποχώρηση από την ΕΕ θα διπλασιαστεί συγκρινόμενη με την παραμονή του στην ενιαία αγορά της ΕΕ. Το ΔΝΤ έχει υποβαθμίσει την ανάπτυξη της χώρας κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες (στο 1,7%), κυρίως λόγω των υποβαθμισμένων καταναλωτικών δαπανών και ακόμα χαμηλότερα, στο 1,5% το 2018. Το Γραφείο Ευθύνης επί του Προϋπολογισμού του Ηνωμένου Βασιλείου έχει επίσης υποβαθμίσει [4] την ανάπτυξη της χώρας κατά 5% μέχρι το 2018. Το ίδιο το Υπουργείο Οικονομικών προβλέπει ότι το ΑΕΠ θα είναι πάνω από 6% χαμηλότερο μέχρι το 2030 από ότι θα ήταν αν η χώρα δεν έφευγε από την ΕΕ, κοστίζοντας σε κάθε βρετανικό νοικοκυριό περίπου 6.000 δολάρια ετησίως.

Το κόστος εισαγωγής των νέων βρετανικών δασμών και μιας σειράς μη δασμολογικών φραγμών θα είναι επίσης επιβλαβές. Επιπλέον, το δημόσιο χρέος θα αυξηθεί στα 1,9 τρισ. λίρες (περίπου 2,5 τρισεκατομμύρια δολάρια) μέχρι το 2021, απαιτώντας επιπλέον δάνεια 160 δισεκατομμυρίων λιρών (207 δισεκατομμύρια δολάρια) που θα μεταφραστούν άμεσα είτε σε περικοπές δαπανών είτε σε υψηλότερους φόρους. Η εμπιστοσύνη του ιδιωτικού τομέα στην χώρα έχει μειωθεί στο κατώτατο επίπεδό της μέσα σε τρία χρόνια και υπολογίζεται να πέσει ακόμη περισσότερο. Οι αιτήσεις για τις παροχές ανεργίας προβλέπεται ότι θα αυξηθούν κατά 100.000 έως το 2020. Πιο σημαντικό ωστόσο είναι ότι η απώλεια της συνολικής πρόσβασης στην ευρωπαϊκή ενιαία αγορά για τους γνωστούς κλάδους υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου -τραπεζικές εργασίες, ασφάλιση, συμβουλευτικές υπηρεσίες- θα αυξήσει δραματικά το κόστος της αποχώρησης.

Ειδικοί του τραπεζικού κλάδου προβλέπουν ότι το Brexit θα οδηγήσει σε αύξηση του κόστους κατά 4% για τις τράπεζες, με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις να αυξάνονται κατά 30%. Η ανάλυση της HSBC προβλέπει ένα κόστος Brexit ύψους 200-300 εκατομμυρίων δολαρίων, με ένα συνολικό έσοδο ύψους 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων να διακυβεύεται. Εξαιτίας αυτού, η τράπεζα προτίθεται να μεταφέρει 1.000 έως 6.000 θέσεις εργασίας από το Λονδίνο στο Παρίσι. Η σεβαστή συμβουλευτική Oliver Wyman προβλέπει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα χάσει συνολικά 31.000-35.000 θέσεις εργασίας χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών συνολικά, με 12.000-17.000 από αυτές στον τραπεζικό τομέα. Στην πραγματικότητα, το χειρότερο σενάριο του σκληρού Brexit θα μπορούσε να οδηγήσει στην αναχώρηση [6] συνολικά 40.000 θέσεων εργασίας από τον τραπεζικό τομέα.

Ακόμα και κατά τα έτη που προηγήθηκαν της ψηφοφορίας του Brexit, μεγάλο μέρος της χώρας υπέφερε ήδη από οικονομικές δυσκολίες ως αποτέλεσμα της κυβερνητικής πολιτικής των Συντηρητικών. Ο πρώην πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον, για παράδειγμα, υπέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο σε επτά συνεχή χρόνια οικονομικών προϋπολογισμών λιτότητας μεταξύ του 2008 και του 2014, γεγονός που κατέστρεψε την οικονομία και είχε δυσανάλογο αντίκτυπο στους λιγότερο ευημερούντες, με διψήφιες ποσοστιαίες απώλειες στην αγοραστική δύναμη των μισθωτών του Ηνωμένου Βασιλείου. Ως απάντηση, προς έκπληξη πολλών, η Μέι συνέκλινε με επιτυχία προς τον πολιτικό χώρο του Εργατικού Κόμματος με πολιτικές λιγότερο όμοιες με εκείνες των πρώην πρωθυπουργών Margaret Thatcher και David Cameron από όσο των Tony Blair και Gordon Brown -με τον Edward Heath να είναι ο μόνος ανάλογός της σύγχρονος ηγέτης των Tory. Όμως η Μέι φαίνεται να έχει κάνει μια φαουστιανή συμφωνία στην προσπάθεια να χαράξει την δική της κληρονομιά. Όταν η πλήρης έκταση των επιπτώσεων του Brexit αρχίσει να χτυπάει την πατρίδα, η ζημιά στην σύγχρονη Βρετανία ίσως να μην κόβει την ανάσα, αλλά σύμφωνα με μια σειρά μετρήσεων είναι πιθανό να είναι σοβαρή.

Οι υπέρμαχοι του «εκτός» υποστήριξαν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο από μόνο του θα μπορούσε να διαπραγματευτεί μια ευνοϊκή εμπορική συμφωνία απευθείας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και να διατηρήσει ισχυρούς εμπορικούς δεσμούς με την Ευρώπη. Ωστόσο, το σημερινό πολιτικό κλίμα στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι εχθρικό προς το ελεύθερο εμπόριο, με τους εργαζόμενους να υποβαθμίζονται από τα μειονεκτήματα της παγκοσμιοποίησης και προσώρας να είναι πιο εθνικιστές και λιγότερο ανεκτικοί από το κανονικό. Όσο για την ΕΕ, θα αναγκαστεί να δώσει σκληρή μάχη με το Ηνωμένο Βασίλειο προκειμένου να σηματοδοτήσει σε άλλα μέλη της ΕΕ ότι το κόστος της αποχώρησης είναι απαγορευτικό.

Η ειρωνεία είναι ότι το σημαντικό οικονομικό κόστος του Brexit θα προκαλέσει αξιοσημείωτη ζημιά όχι μόνο στην βρετανική οικονομία αλλά και στην κληρονομιά της Μέι στην Βρετανία. Λόγω των δυσμενών επιπτώσεων της αποχώρησης από την ΕΕ, δεν είναι πιθανό να επιτευχθεί η οικονομική ανάπτυξη και τα φορολογικά έσοδα που χρειάζεται η Μέι για να θέσει σε εφαρμογή τις μεσοπρόθεσμες οικονομικές πολιτικές της. Σημαντικοί εθνικοί οικονομικοί πόροι είναι απαραίτητοι για την χρηματοδότηση ενός συνδυασμού εσωτερικής νομοθεσίας που αποσκοπεί στην ελάφρυνση των δυσκολιών των «συνηθισμένων εργαζόμενων» [7], σύμφωνα με τα δικά της λόγια. Θα φανεί λοιπόν ότι η Μέι και το κόμμα της είναι ιδιαιτέρως έτοιμοι να εξισώσουν το Brexit με το εθνικό συμφέρον –αποτυγχάνοντας να δουν το δάσος του εθνικού ενδιαφέροντος έναντι των δέντρων του Brexit, όπως [όντως] ήταν.

ΜΙΑ ΑΠΩΛΕΙΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ