Πώς να αμβλυνθούν οι αυταρχικές τάσεις της Τουρκίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς να αμβλυνθούν οι αυταρχικές τάσεις της Τουρκίας

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να πιέσουν τον Ερντογάν -προσεκτικά
Περίληψη: 

Χωρίς να απειλήσουν να εγκαταλείψουν ή να απομονώσουν την Τουρκία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη πρέπει να καταστήσουν σαφές ότι θα μειώσουν αρκούντως τις σημαντικές μορφές στρατιωτικής και οικονομικής συνεργασίας, εάν η Τουρκία συνεχίσει να κινείται σε επικίνδυνη κατεύθυνση.

Ο NICK DANFORTH είναι ανώτερος πολιτικός αναλυτής στο Σχέδιο Εθνικής Ασφάλειας του Bipartisan Policy Center.
Η ILKE TOYGUR είναι αναλυτής στο Elcano Royal Institute και επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Carlos III της Μαδρίτης.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση [1] και οι Ηνωμένες Πολιτείες [2] αντιμετωπίζουν μια εντυπωσιακά παρόμοια σειρά προκλήσεων όσον αφορά την Τουρκία. Και οι δύο έχουν μακροχρόνιες σχέσεις με την Άγκυρα και σημαντικά συμφέροντα που διακυβεύονται στο μέλλον της χώρας. Ωστόσο, οι διευθετήσεις που έχουν ιστορικά συνδέσει τους αντίστοιχους δεσμούς τους με την Τουρκία -η υπόσχεση της ενδεχόμενης ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ και η επί δεκαετίες στρατιωτική συμμαχία της με τις Ηνωμένες Πολιτείες- δεν φαίνονται πλέον ικανές να χειριστούν την όλο και περισσότερο αυταρχική και αντι-Δυτική στάση του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν [3].

19092017-1.jpg

Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιθεωρεί ένα τιμητικό άγημα στην Κωνσταντινούπολη, τον Σεπτέμβριο του 2017. KAYHAN OZER / PRESIDENTIAL PALACE / HANDOUT VIA REUTERS
------------------------------------------------------------------

Ως αποτέλεσμα, οι πολιτικοί σε ευρωπαϊκό και αμερικανικό επίπεδο αναζητούν μια μελλοντική πορεία. Κάποιοι επιδιώκουν να διασώσουν το status quo, κατευνάζοντας τον Ερντογάν προκειμένου να διατηρήσουν την συνεργασία του. Άλλοι, ανησυχώντας για το γεγονός ότι ο Ερντογάν εκμεταλλεύεται αυτή την προσέγγιση, αναζητούν νέες διευθετήσεις και πηγές μόχλευσης έναντι της Άγκυρας. Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, η διπλωματική επιφυλακτικότητα και η αδράνεια απομακρύνονται σταδιακά ενόψει του μετασχηματισμού της Τουρκίας.

Εάν η εξωτερική και εσωτερική πολιτική τροχιά του Ερντογάν συνεχιστεί, θα προκαλέσει τελικά μια αντίδραση στις Δυτικές πρωτεύουσες, που θα καταστήσει αδύνατη την στρατιωτική και οικονομική συνεργασία. Αντί να επιτρέψουν να συμβεί κάτι τέτοιο, η Ουάσινγκτον και οι Βρυξέλλες θα πρέπει να συνεργαστούν για να διευκρινίσουν εκ των προτέρων ότι η θέλησή τους να συνεργαστούν με την Τουρκία απαιτεί από τον Ερντογάν να ελέγξει τις πιο αντι-φιλελεύθερες και αντι-Δυτικές τάσεις του.

ΣΚΛΗΡΟΤΕΡΑ ΟΡΙΑ;

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δει εδώ και καιρό τους δεσμούς τους με την Τουρκία από το πλεονεκτικό σημείο της στρατιωτικής τους συμμαχίας, η οποία διαμορφώθηκε για να αμφισβητήσει την σοβιετική εξουσία κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αλλά επέζησε μέχρι σήμερα. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, η Ουάσιγκτον άρχισε να αμφισβητεί το πόσο σχετική [με τα συμφέροντά της] είναι η συνεργασία. Ο πόλεμος στην Συρία εξέθεσε τα συγκρουόμενα συμφέροντα της Ουάσιγκτον και της Άγκυρας στην Μέση Ανατολή, όπου η εστίαση της Τουρκίας στην απειλή που δημιουργούν οι δυνάμεις που συνδέονται με το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK) έρχεται σε αντίθεση με την επικέντρωση των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ισλαμικό Κράτος, η ISIS. Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν επίσης απογοητευτεί από τον επίμονο αντιαμερικανισμό του Ερντογάν και από την σύλληψη Αμερικανών πολιτών και την βαναυσότητα [εναντίον τους] από την κυβέρνησή του.

Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ ανησύχησαν καθυστερημένα για την συμπεριφορά της κυβέρνησης του Ερντογάν το 2013, μετά την καταστολή των διαδηλώσεων στο Πάρκο Gezi της Κωνσταντινούπολης. Αλλά ήταν μόνο τους μήνες μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, που ο αντίκτυπος του αντι-φιλελευθερισμού (illiberalism) του Ερντογάν στις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις τον έκανε μια επιτακτική πολιτική ανησυχία. Τούρκοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι ισχυρίστηκαν ότι η Ουάσιγκτον είχε υποστηρίξει το σχέδιο για την ανατροπή του Ερντογάν και ζήτησαν από την Ουάσινγκτον να εκδώσει αμέσως τον Fethullah Gulen, έναν Τούρκο κληρικό που εδρεύει στις ΗΠΑ, τον οποίο η Άγκυρα κατηγόρησε πιο εύλογα ότι ηγήθηκε της συνομωσίας. Η σύλληψη από την Τουρκία αρκετών Αμερικανών στις εκκαθαρίσεις μετά το πραξικόπημα και μια επίθεση τον Μάιο από τους σωματοφύλακες του Ερντογάν σε διαδηλωτές έξω από την κατοικία του Τούρκου πρεσβευτή στην Ουάσινγκτον προσέβαλλε τους αξιωματούχους και τους πολίτες των ΗΠΑ. Στην βόρεια Συρία, εν τω μεταξύ, η υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών προς τους Κούρδους μαχητές, τους οποίους η Τουρκία θεωρεί απειλή για την ασφάλειά της, κλιμάκωσε περαιτέρω τις εντάσεις. Όταν ένας Τούρκος αξιωματούχος προειδοποίησε ότι το τουρκικό πυροβολικό θα μπορούσε να χτυπήσει τυχαία τις δυνάμεις των ΗΠΑ τον Μάιο και όταν ένα κρατικό πρακτορείο ειδήσεων αποκάλυψε την θέση των Ειδικών Δυνάμεων των ΗΠΑ στην περιοχή, τον Ιούλιο, ο θυμός στην Ουάσιγκτον έγινε οξύς. Η Τουρκία, όπως φάνηκε, μετατρεπόταν από ένας αναξιόπιστος σύμμαχος στην διαχείριση των προκλήσεων της Μέσης Ανατολής σε κάτι σαν πρόβλημα από μόνη της.

19092017-2.jpg

Ένα τανκ του τουρκικού στρατού στην επαρχία Gaziantep, στην Τουρκία, τον Αύγουστο του 2016. UMIT BEKTAS / REUTERS
---------------------------------------------------------------------------

Για διάφορους λόγους, ωστόσο, λίγοι στην αμερικανική κυβέρνηση είναι έτοιμοι να διακινδυνεύσουν να χαθεί εντελώς η φιλία της Τουρκίας. Η ιστορική βαρύτητα της συμμαχίας της Τουρκίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η περιφερειακή επιρροή της και η ικανότητά της να εκτροχιάζει άλλα συμφέροντα των ΗΠΑ οδήγησαν τους αξιωματούχους να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η διμερής σχέση πρέπει να παραμείνει λειτουργική. Γι’ αυτό, όπως και ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, η διοίκηση του Ντόναλντ Τραμπ έχει αναζητήσει άλλα μέσα για να καθησυχάσει την τουρκική οργή σχετικά με την συνεχιζόμενη υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών προς τις κουρδικές δυνάμεις στην Συρία. Εκτός από την προσφορά πληροφοριών σχετικά με τους στόχους του ΡΚΚ εκτός της Συρίας, η διοίκηση έχει αποσιωπήσει την κριτική της για την παρακμή της δημοκρατίας στην Τουρκία και συνεχίζει να προσφέρει στον Ερντογάν δημόσιες συναντήσεις με τον πρόεδρο των ΗΠΑ.