Πώς να διορθωθούν τα Δυτικά Βαλκάνια | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς να διορθωθούν τα Δυτικά Βαλκάνια

Η ενσωμάτωση στην Ευρώπη είναι ακόμα η καλύτερη οδός προς την μεταρρύθμιση
Περίληψη: 

Για πολύ καιρό οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ προσπάθησαν να διαχειριστούν τα προβλήματα στα Βαλκάνια αντί να τα λύσουν, φοβούμενες να κάνουν τολμηρά βήματα παρά την μόχλευση που παρέχει η Δυτική οικονομική βοήθεια και η ελκυστικότητα της προσχώρησης στην ΕΕ. Εντούτοις, το να επιτρέπεται σε αυτά τα προβλήματα να χρονίζουν επιδεινώνει την ευθραυστότητα της περιοχής.

Ο JEFFREY MANKOFF είναι ανώτερος συνεργάτης και αναπληρωτής διευθυντής του Προγράμματος Ρωσίας και Ευρασίας στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (Center for Strategic and International Studies).

Τα Δυτικά Βαλκάνια έχουν αναδυθεί ξανά ως ένα γεωπολιτικό ρήγμα. Τα τελευταία χρόνια, καθώς μια σειρά από χώρες της περιοχής -η οποία περιλαμβάνει την Αλβανία, την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, την Κροατία, το Κοσσυφοπέδιο, την πΓΔΜ, το Μαυροβούνιο, την Σερβία και την Σλοβενία- έχουν έρθει αντιμέτωπες με την διαφθορά και την οικονομική στασιμότητα, μερικοί από τους ηγέτες τους έχουν επαναπροσεγγίσει τον εθνοτικό εθνικισμό, εκμεταλλευόμενοι την αχώνευτη κληρονομιά των συγκρούσεων [1] που τάραξαν την περιοχή στην δεκαετία του 1990, ώστε να εκτρέψουν την λαϊκή οργή από την διαφθορά και την οικονομική στασιμότητα. Εν τω μεταξύ, οι πρόσφατες κρίσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης [2] έχουν επιβραδύνει την διαδικασία με την οποία επεδίωκε να εντάξει τα βαλκανικά κράτη στην τροχιά της και να τα καθοδηγήσει προς την χρηστή διακυβέρνηση. Η Αλβανία, η πΓΔΜ, το Μαυροβούνιο και η Σερβία είναι επισήμως υποψήφιες [3] για ένταξη στην ΕΕ, αλλά οι αξιωματούχοι σε αυτές τις χώρες έχουν γίνει όλο και πιο σκεπτικιστές σχετικά με το ότι τα κράτη τους θα ενταχθούν στο ευρωπαϊκό μπλοκ οποτεδήποτε σύντομα. Αυτό, με την σειρά του, αποδυνάμωσε τα κίνητρά τους για να μεταρρυθμίσουν τα διεφθαρμένα, απαθή πολιτικά συστήματα των χωρών τους, επιδεινώνοντας την λαϊκή δυσαρέσκεια και τροφοδοτώντας τον εθνικισμό.

06102017-1.jpg

Μέλη των δυνάμεων ασφαλείας του Κοσσυφοπεδίου κατά την διάρκεια εορτασμού που σηματοδοτεί την όγδοη επέτειο της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου, στην Πρίστινα, τον Φεβρουάριο του 2016. MARKO DJURICA / REUTERS
---------------------------------------------------------------------------

Επίσης, η Ρωσία παραμένει δυσαρεστημένη με τον διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας και την προθυμία της Δύσης να χρησιμοποιήσει βία κατά των πελατών της [Ρωσίας] σε αυτή την χώρα την δεκαετία του 1990. Οι προσπάθειες της Μόσχας να αποκτήσει επιρροή στα Βαλκάνια [4] δημιουργεί τον κίνδυνο να επιδεινώσει τα προβλήματα της περιοχής, δίνοντας στις ελίτ των Βαλκανίων μια βολική δικαιολογία για να αναβάλλουν τις μεταρρυθμίσεις.

Εν ολίγοις, ένα μεγάλο μέρος της περιοχής κινδυνεύει να γίνει μια νέα γκρίζα ζώνη: Ένας χώρος πέρα από εκεί που θα μπορεί να φθάνει η ΕΕ, ευάλωτος στην επιρροή της Μόσχας, και με κίνδυνο εγχώριας κατάρρευσης. Για να αποτρέψει τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων να επιδεινωθούν περαιτέρω, η ΕΕ θα πρέπει να αναζωογονήσει τις προσπάθειές της για να ενσωματώσει την περιοχή ενθαρρύνοντας τους ηγέτες να καταπολεμήσουν την διαφθορά, και για να επιδείξει στους απλούς πολίτες τα πλεονεκτήματα της μεταρρύθμισης και των στενότερων δεσμών με την Ευρώπη.

ΜΙΑ ΧΑΜΕΝΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ

Οι βαλκανικοί πόλεμοι της δεκαετίας του 1990 παραμένουν το πιο σκοτεινό κεφάλαιο στην μετά τον Ψυχρό Πόλεμο ιστορία της Ευρώπης. Περισσότεροι από 130.000 άνθρωποι έχασαν την ζωή τους και εκατομμύρια εκτοπίστηκαν λόγω των συγκρούσεων που τύλιξαν την Βοσνία, την Κροατία, το Κοσσυφοπέδιο, την πΓΔΜ, την Σερβία, και για λίγο την Σλοβενία. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης επέστρεψαν στην Ευρώπη. Οι μάχες σταμάτησαν χάρη σε μια ποικιλία διπλωματικών και στρατιωτικών πρωτοβουλιών, συμπεριλαμβανομένης μιας εκστρατείας βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ [5] που το 1999 βοήθησε να τεθεί ένα τέλος στον πόλεμο στο Κοσσυφοπέδιο.

Μετά από αυτές τις συγκρούσεις, οι Δυτικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να ενθαρρύνουν τα κράτη της περιοχής να απαλύνουν τις εθνοτικές τους διαιρέσεις μέσω ενός προγράμματος οικονομικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων, παροτρύνοντάς τα με το δέλεαρ της προοπτικής της βαθύτερης ενσωμάτωσης στην ευρωατλαντική κοινότητα. Η στρατηγική αυτή πέτυχε στις περιπτώσεις της Κροατίας και της Σλοβενίας, οι οποίες προσχώρησαν στην ΕΕ το 2013 και το 2004 αντίστοιχα, και σήμερα είναι κατά κύριο λόγο σταθερές δημοκρατίες με ισχυρές μεσαίες τάξεις.

Πιο νότια, όμως, η ευκαιρία που βρίσκεται στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής στρατηγικής έχει καταρρεύσει σε μεγάλο βαθμό. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, η ΕΕ ήταν πολύ απασχολημένη με τις δικές της προκλήσεις -από την οικονομική κρίση του 2008 και την εισροή μεταναστών μέχρι την άνοδο του λαϊκιστικού εθνικισμού- για να διατηρήσει την πίεση στα κράτη των δυτικών Βαλκανίων να μεταρρυθμιστούν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, εν τω μεταξύ, ως επί το πλείστον αποσύρθηκαν [6] από την περιοχή μετά το τέλος της σύγκρουσης του Κοσσυφοπεδίου, προτιμώντας να αναθέσουν σε τρίτους την βαριά δουλειά στην Ευρώπη. Αυτό είναι ανησυχητικό γιατί τα δομικά προβλήματα στη ρίζα της αιματηρής κατάρρευσης της Γιουγκοσλαβίας δεν έχουν ακόμη διορθωθεί. Οι δυσαρέσκειες που συνδέονται με τις συγκρούσεις της δεκαετίας του 1990 παραμένουν κοντά στην επιφάνεια.

Μεταξύ αυτών των διαρθρωτικών προκλήσεων είναι η αναντιστοιχία μεταξύ των συνόρων της περιοχής και των τοποθεσιών των εθνικών πληθυσμών της, ιδίως των Σέρβων και των Αλβανών. Ο σερβικός αλυτρωτισμός -ή η πεποίθηση ότι τα σύνορα της πρώην Γιουγκοσλαβίας πρέπει να αναθεωρηθούν, έτσι ώστε όλοι οι Σέρβοι να ενωθούν σε ένα μόνο κράτος- ήταν μια σημαντική αιτία των πολέμων της δεκαετίας του 1990. Αυτό θα μπορούσε να είναι εξίσου επικίνδυνο σήμερα: Η συγκέντρωση όλων των Σέρβων σε ένα μόνο κράτος θα απαιτούσε τον ακρωτηριασμό αρκετών κρατών των δυτικών Βαλκανίων, στον οποίο οι κυβερνήσεις και οι μη σερβικοί πληθυσμοί πιθανώς θα αντισταθούν, εάν χρειαστεί. Εν τω μεταξύ, οι πλειοψηφικές εθνοτικές ομάδες στις πολιτείες με σερβικές μειονότητες μπορούν να αντλήσουν λαϊκή υποστήριξη υποστηρίζοντας αντισερβικά αισθήματα, συμβάλλοντας σε έναν φαύλο εθνικιστικό κύκλο.