Το πρόβλημα με τον εξοπλισμό της Ουκρανίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το πρόβλημα με τον εξοπλισμό της Ουκρανίας

Η αποστολή θανατηφόρων όπλων θα λειτουργήσει σαν μπούμερανγκ
Περίληψη: 

Εκείνοι που ζητούν την αποστολή θανατηφόρων όπλων στην Ουκρανία ισχυρίζονται ότι τα αμερικανικά όπλα θα ενισχύσουν το Κίεβο και θα αναγκάσουν τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν να διαπραγματευτεί μια δίκαιη πολιτική διευθέτηση που θα τελειώσει τον πόλεμο στην περιοχή Ντόνμπας της Ουκρανίας. Κάνουν λάθος.

Ο RAJAN MENON είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στην έδρα Anne και Bernard Spitzer στην Σχολή Powell του City College της Νέας Υόρκης, και ανώτερος ερευνητής στο Ινστιτούτο Μελετών Πολέμου και Ειρήνης Saltzman του Πανεπιστημίου Columbia.
Ο WILLIAM RUGER είναι αντιπρόεδρος για την Έρευνα και την Πολιτική στο Ινστιτούτο Charles Koch και αξιωματικός των Εφεδρειών του Αμερικανικού Ναυτικού.

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη αργήσει πολύ να παράσχουν στην Ουκρανία [1] την θανατηφόρα αμυντική βοήθεια που χρειάζεται για να ανασχέσει και να αμυνθεί σε μια περαιτέρω επίθεση της Ρωσίας», δήλωσε τον Αύγουστο ο γερουσιαστής John McCain [2] (Ρεπουμπλικανός από την Αριζόνα) –και όχι για πρώτη φορά. Ο McCain είναι αναμφισβήτητα το πιο σημαίνον πρόσωπο στο Κογκρέσο για θέματα εθνικής ασφάλειας, έτσι τα λόγια του έχουν βάρος. Αλλά δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί μια μοναχική φωνή. Άλλοι, συμπεριλαμβανομένου του John Herbst [3], ο οποίος ήταν πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Ουκρανία από τα μέσα του 2003 έως τα μέσα του 2006, και ο Alexander Vershbow [4], έμπειρος Αμερικανός διπλωμάτης και αναπληρωτής γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ [5] από τις αρχές του 2012 έως τον Οκτώβριο του 2016 , συμφωνούν με τον McCain. Ομοίως, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών του πρώην προέδρου Μπιλ Κλίντον, Strobe Talbott [6], και ένα σύμπλεγμα πεφωτισμένων διπλωματικών και μελών της εθνικής ασφάλειας, οι οποίοι πρωτοπόρησαν από νωρίς στο θέμα αυτό με μια έκθεση [7] που κυκλοφόρησε το 2015.

20102017-1.jpg

Ουκρανικές δυνάμεις έξω από την Artemivsk, στην Ουκρανία, τον Ιούνιο του 2015. OLEKSANDR KLYMENKO / REUTERS
---------------------------------------------------------------------

Οι προσπάθειες αυτών των ατόμων δεν ήταν μάταιες. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ [8], σύντομα θα αποφασίσει εάν θα εφαρμόσει την πρότασή τους, και βασικά μέλη της εθνικής ασφαλείας και της στρατιωτικής του ομάδας ευνοούν κάτι τέτοιο, σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του στρατηγού Joseph Dunford [9], αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων, και του Kurt Volker [10], του κορυφαίου διαπραγματευτή του Trump για την κρίση στην Ουκρανία. Ο υπουργός Άμυνας, Τζέιμς Μάττις, επιβεβαίωσε ότι η επιλογή αυτή είχε «ενεργά αναθεωρηθεί» [11].

Εκείνοι που ζητούν την αποστολή θανατηφόρων όπλων στην Ουκρανία (οι Ηνωμένες Πολιτείες και ορισμένοι από τους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ ήδη εκπαιδεύουν ουκρανικά στρατεύματα, και οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέχουν μη θανατηφόρα όπλα στην Ουκρανία αξίας 300 εκατομμυρίων δολαρίων [12] το 2016 και μόνο) ισχυρίζονται ότι τα αμερικανικά όπλα θα ενισχύσουν το Κίεβο και θα αναγκάσουν τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν [13] να διαπραγματευτεί μια δίκαιη πολιτική διευθέτηση που θα τελειώσει τον πόλεμο στην περιοχή Ντόνμπας της Ουκρανίας.

Κάνουν λάθος. Ακόμα χειρότερα, η πρότασή τους μπορεί να είναι επικίνδυνη για την Ουκρανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο εξοπλισμός της Ουκρανίας δεν θα κάνει τον Πούτιν να οπισθοχωρήσει. Η προηγούμενη εμπειρία -ιδίως η ενισχυμένη παρέμβαση της Μόσχας για την διάσωση των προστατευομένων της σε μάχες για το Ilovaisk και το Novoazovsk το 2014 και το 2015 και το Debaltseve το 2015- υποδηλώνει ότι ο Πούτιν θα συνεχίσει να ενισχύει τους πληρεξούσιους της Ρωσίας, ειδικά εάν υποφέρουν από αποτυχίες στα χέρια καλύτερα εξοπλισμένων στρατευμάτων της Ουκρανίας.

20102017-2.jpg

Ένας φιλο-ρώσος αυτονομιστής κοντά στο Donetsk, τον Αύγουστο του 2014. MAXIM SHEMETOV / REUTERS
-----------------------------------------------

Επειδή η Ρωσία και η Ουκρανία μοιράζονται σύνορα, ο Πούτιν μπορεί να στείλει δυνάμεις και όπλα στο πεδίο της μάχης πολύ πιο γρήγορα από όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να προμηθεύσουν την Ουκρανία. Το πιο σημαντικό είναι ότι η Ουκρανία έχει πολύ περισσότερη σημασία για την Ρωσία από όση για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πράγματι, ακόμη και οι υποστηρικτές του εξοπλισμού της Ουκρανίας αποκηρύσσουν κάθε πρόθεση να στείλουν αμερικανικά στρατεύματα για να πολεμήσουν μαζί με τους Ουκρανούς, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι μια τέτοια σύσταση θα καταστρέψει τις προσπάθειές τους.

Αντίθετα, ο Πούτιν δεν έχει διστάσει να διατάξει τα ρωσικά στρατεύματα να πολεμήσουν στο Ντόνμπας, όπου πολλοί σκοτώθηκαν. Ωστόσο, η δημοτικότητά του παραμένει πολύ υψηλή. Το 87% [14] των Ρώσων υποστηρίζουν την διαχείριση των εξωτερικών υποθέσεων από αυτόν -περίπου το ίδιο ποσοστό όπως και το 2014. Δεν υπάρχουν στοιχεία ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει κάμψει την δημοτικότητα του Πούτιν, πόσω μάλλον ότι έδωσε την δυνατότητα στους ηγέτες της αντιπολίτευσης να κινητοποιήσουν υποστήριξη εναντίον της κυβέρνησής του. Ωστόσο, οι υποστηρικτές της παροχής θανατηφόρων όπλων στην Ουκρανία προτείνουν ότι λόγω του πόνου από τις Δυτικές κυρώσεις και της αυξανόμενης αποστροφής των Ρώσων για τον πόλεμο, ο Πούτιν προσπαθεί απεγνωσμένα να ξεφύγει από αυτό που απεικονίζουν ως βάλτο του Donbas.

Στην πραγματικότητα, αν και η Ρωσία έχει πλέον υπομείνει πολιτική απομόνωση και Δυτικές οικονομικές κυρώσεις για πάνω από τρία χρόνια ως συνέπεια της προσάρτησης της Κριμαίας από τον Πούτιν [15] και της υποκίνησης του πολέμου στην ανατολική Ουκρανία, δεν έχει κάνει ούτε μια σημαντική παραχώρηση ούτε έχει δείξει καμιά τάση να θυσιάσει τους αντάρτες της Ντόνμπας. Αντ’ αυτού, έχει κολλήσει με αυτούς και, όπως δείχνουν οι στρατιωτικές του κλιμακώσεις το 2014 και το 2015, τους έσωσε όταν ήταν απαραίτητο.

Η πρόταση ότι ο Πούτιν δεν θα προκληθεί από μια απόφαση των ΗΠΑ να στείλουν θανατηφόρα όπλα στην Ουκρανία ισοδυναμεί με φαντασία. Δεν υποστηρίζεται από στοιχεία και η προηγούμενη συμπεριφορά του Πούτιν την αντικρούει. Αυτό δεν είναι ένα δευτερεύον σημείο: Αν εκείνος εντείνει τον πόλεμο και ο ουκρανικός στρατός αναγκαστεί να υποχωρήσει, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιμετωπίσουν τρεις κακές επιλογές.