Οι δια-κορεατικές συνομιλίες είναι κάτι περισσότερο από «καλό πράγμα» | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι δια-κορεατικές συνομιλίες είναι κάτι περισσότερο από «καλό πράγμα»

Γιατί οι ΗΠΑ πρέπει να προσφέρουν ισχυρότερη υποστήριξη στον διάλογο στην χερσόνησο

Παρόλο που ο ίδιος ο Trump έστειλε θετικά μηνύματα για το άνοιγμα των συνομιλιών, η προοπτική ενός επαναληφθέντος δια-κορεατικού διαλόγου προκάλεσε ευρύτερους φόβους ότι ο Kim απλώς επιδιώκει ένα άνοιγμα με το οποίο θα μπορούσε να διχάσει την συμμαχία ΗΠΑ-Νότιας Κορέας. Εξάλλου, η Βόρεια Κορέα έχει πρωταρχικό ενδιαφέρον στην αποδυνάμωση μιας συμμαχίας της οποίας ο λόγος ύπαρξης είναι να την αποτρέψει από την επίθεση στον Νότο και, αν χρειαστεί, να την νικήσει σε μάχη. Αυτός ο φόβος του «διχασμού», ωστόσο, είναι υπερβολικός, καθώς υποτιμά την δύναμη της σχέσης Ουάσινγκτον και Σεούλ, η οποία έχει αποδείξει την αντοχή της σε μια μακρά ιστορία δοκιμών αντοχής -από το «σοκ» της επίσκεψης του προέδρου Richard Nixon στην Κίνα μέχρι το ξαφνικό ξήλωμα της ψυχροπολεμικής τάξης και μέχρι την πρόκληση της αντιμετώπισης μιας πυρηνικής Βόρειας Κορέας.

Επιπλέον, το να εκληφθούν οι συνομιλίες Βορρά-Νότου ως κακόβουλες προθέσεις του Κιμ για να δημιουργήσει μια σφήνα μεταξύ Ουάσινγκτον και Σεούλ, συνεπάγεται μια επικίνδυνη αναγωγική λογική. Παραβλέπει την πολυπλοκότητα των δια-κορεατικών σχέσεων, οι οποίες έχουν τους δικούς τους ρυθμούς, την δική τους ιστορία και το δικό τους πεπρωμένο. Στην πραγματικότητα, η ιδέα ότι η Σεούλ θα μπορούσε να είναι τόσο αφελής ώστε να εξαπατηθεί από τον Κιμ για να εξουδετερώσει τους δεσμούς της με τις Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσε να βλάψει περισσότερο την συμμαχία από οτιδήποτε θα μπορούσε να πει ή να κάνει ο Κιμ. Αυτού του είδους η προσέγγιση, η οποία ήταν εμφανής στη νεο-συντηρητική πτέρυγα της διοίκησης του Τζορτζ Μπους, επιδείνωσε άσκοπα τις εντάσεις στην συμμαχία σε αυτό που αποτέλεσε την τελευταία πραγματικά δύσκολη περίοδο για τις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Νότιας Κορέας.

Προχωρώντας προς τα εμπρός, είναι πολύ σημαντικό οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι στρατηγιστές των ΗΠΑ να αναγνωρίσουν ότι το μέλλον των δύο Κορεών πρέπει να το αποφασίσουν εκείνες. Αντί να εκδίδει συγκαταβατικές προειδοποιήσεις ότι η Σεούλ είναι αφελής –ως σαν ο Moon και οι σύμβουλοί του να μην γνωρίζουν τις αντιξοότητες και τις απογοητεύσεις στην αντιμετώπιση της Πιονγκγιάνγκ- η Ουάσινγκτον, θα ήταν καλό να υποστηρίξει την πρωτοβουλία του Moon, να παραμείνει σε στενό συντονισμό μαζί του, και να ελπίζει να αποκτήσει εσωτερικές πληροφορίες από την άμεση εμπλοκή με Βορειοκορεάτες ομολόγους. Οι εντατικές συνομιλίες θα μπορούσαν να ανοίξουν ένα παράθυρο στις προθέσεις του Κιμ -τις ελπίδες και τους φόβους του, τις πηγές εμπιστοσύνης και ευπάθειάς του- που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους αξιωματούχους και τους αναλυτές των ΗΠΑ να αποκτήσουν μια καλύτερη θεώρηση του στόχου τους. Αυτή η βασική κατανόηση είναι απολύτως απαραίτητη και είναι ένα είδος γνώσης που είναι απρόσιτο μέσω των κατασκοπευτικών δορυφόρων, πόσω μάλλον μέσω του Twitter.

Φυσικά, η Σεούλ φέρει επίσης τα βάρη της συμμαχίας καθώς συνεχίζει την επαφή της με την Πιονγκγιάνγκ. Πώς λοιπόν οι βελτιωμένες δια-κορεατικές σχέσεις μπορούν να ενισχύσουν έμμεσα όχι μόνο τον κοινό μακροπρόθεσμο στόχο της αποπυρηνικοποίησης και τον μεσοπρόθεσμο στόχο της επανεξέτασης του [πυρηνικού] προγράμματος της Βόρειας Κορέας, αλλά και την πιο επείγουσα προτεραιότητα εθνικής ασφάλειας του Λευκού Οίκου να σταματήσει την πρόοδο του προγράμματος του Kim για έναν διηπειρωτικό βαλλιστικό πύραυλο με πυρηνική κεφαλή που στοχεύει τις ηπειρωτικές Ηνωμένες Πολιτείες; Οι πραγματικές διαπραγματεύσεις για την αποπυρηνικοποίηση, τον έλεγχο των εξοπλισμών και τους μηχανισμούς ειρήνης θα απαιτήσουν την άμεση συμμετοχή των ΗΠΑ. Όσο νωρίτερα η διοίκηση Trump ακολουθήσει το προβάδισμα του Moon για το άνοιγμα ενός απευθείας καναλιού με την Πιονγκγιάνγκ, τόσο το καλύτερο. Εν τω μεταξύ, η Σεούλ μπορεί να αναζητήσει τρόπους έμμεσης προώθησης των συμφερόντων ασφάλειας των ΗΠΑ για τη μείωση της πυρηνικής απειλής της Βόρειας Κορέας.

Υπάρχει σχεδόν άπειρος αριθμός τρόπων με τους οποίους η εύθραυστη και νεοσύστατη διαδικασία δια-κορεατικής συμφιλίωσης μπορεί να πάει στραβά. Είναι προς το συμφέρον όχι μόνο των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και της διεθνούς κοινότητας στο σύνολό της να στηρίξουν την διαδικασία. Τα Ηνωμένα Έθνη, καθώς και οι ενδιαφερόμενες χώρες στην Ευρώπη, μπορεί να έχουν σημαντικούς βοηθητικούς ρόλους στο να διατηρήσουν την δυναμική του διαλόγου και της αποκλιμάκωσης. Για παράδειγμα, η επικείμενη διάσκεψη κορυφής στο Βανκούβερ μεταξύ των «αποστελλόντων κρατών» (sending states) που πολέμησαν με τον Νότο στον Κορεατικό πόλεμο, θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τον συντονισμό μιας νέας φάσης μεγιστοποίησης της δέσμευσης, όχι μόνο της πίεσης.

Η κορεατική κατάσταση ασφαλείας τον περασμένο χρόνο εκτροχιάστηκε και, εάν αρχίσει να φθίνει και πάλι φέτος, οι κίνδυνοι μιας έκρηξης μόνο θα αυξηθούν. Ένα σοβαρό συμβάν θα μπορούσε να είναι καταστροφικό από κάθε άποψη -ανθρωπιστική, οικονομική και γεωπολιτική. Οι προσπάθειες ειρήνευσης μόνο μεταξύ των δύο Κορεών είναι μόνο ένα κομμάτι της λύσης, αλλά θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντικό καταλύτη και να δημιουργήσουν θετικές παρενέργειες, ανοίγοντας έναν δρόμο για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Βόρεια Κορέα να ξαναρχίσουν τον δικό τους διάλογο και να ξεκινήσουν αμοιβαία βήματα για να βελτιώσουν την κοινή ασφάλεια -ακριβώς όπως η Σεούλ και η Πιονγκγιάνγκ θα προσπαθήσουν να βελτιώσουν τις δια-κορεατικές σχέσεις. Και εκείνοι που εκτιμούν την συμμαχία θα κάνουν καλά να έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σε αυτήν και στην Σεούλ. Αυτά που φαίνεται να βάζουν σε δοκιμασία την δύναμη της συμμαχίας μπορεί να μετατραπούν σε ευκαιρίες για να γίνει η σχέση μεταξύ ΗΠΑ και Νότιας Κορέας ακόμα ισχυρότερη και να καταστούν οι Αμερικανοί ασφαλέστεροι από μια βορειοκορεατική πυρηνική απειλή.

Copyright © 2018 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.