Απογοητεύσεις στον Λευκό Οίκο και το Πεντάγωνο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Απογοητεύσεις στον Λευκό Οίκο και το Πεντάγωνο

Γιατί φαίνεται να μην μπορούν να συμφωνήσουν για την Βόρεια Κορέα

Στις αρχές Φεβρουαρίου, οι επί μήνες εντάσεις μεταξύ του Λευκού Οίκου και του Πενταγώνου σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης της Βόρειας Κορέας εξαπλώθηκαν στην δημόσια σκηνή. Όπως κάποιοι αξιωματούχοι αποκάλυψαν στους New York Times, ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, H. R. Mc McMaster, ζήτησε από το Πεντάγωνο να φέρει μια λίστα λεπτομερών στρατιωτικών σχεδίων, συμπεριλαμβανομένου ενός χτυπήματος τύπου «ματωμένης μύτης» (“bloody nose” strike) [1] κατά των βορειοκορεατικών πυρηνικών εγκαταστάσεων, προκειμένου να αποκτήσουν αξιοπιστία [2] οι απειλές του προέδρου Donald Trump. Όμως, το Πεντάγωνο, όπως ανέφεραν οι αξιωματούχοι, φάνηκε απρόθυμο να ανταποκριθεί στο αίτημα, φαινομενικά ανησυχώντας για το γεγονός ότι ο Λευκός Οίκος δεν έλαβε υπόψη του το πόσο γρήγορα θα μπορούσε να κλιμακωθεί ένα στρατιωτικό χτύπημα.

Η πραγματικότητα έχει περισσότερες αποχρώσεις. Η προφανής άρνηση του Πενταγώνου να παραδώσει τα επιθυμητά από τον Λευκό Οίκο στρατιωτικά σχέδια προφανώς προέρχεται από πολλούς παράγοντες που δεν σχετίζονται με τα αισθήματα του Υπουργείου Άμυνας σχετικά με τον πρόεδρο ή την εξωτερική του πολιτική. Σε αυτή την περίπτωση, οι παράμετροι που πιθανώς ορίστηκαν από τον Λευκό Οίκο -χαμηλός κίνδυνος για τις αμερικανικές δυνάμεις, χαμηλός κίνδυνος για τη Νότια Κορέα, χαμηλός κίνδυνος να προκληθεί μια απάντηση από την Βόρειο Κορέα, αλλά υψηλές ζημιές στο πυρηνικό πρόγραμμα της Πιονγιάνγκ ή στην ευρύτερη συμβατική δύναμή της- ίσως απλώς ήταν αστήρικτες. Δεν υπάρχει, τελικά, καμία αποτελεσματική επιλογή χειρουργικού χτυπήματος στην Βόρεια Κορέα, καμία «ματωμένη μύτη» [3] που θα μπορούσε να προκαλέσει αποφασιστικές ζημίες στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις χωρίς να προκαλέσει καταστροφικά αντίποινα. Το Πεντάγωνο λειτουργεί πάντοτε πιο αργά από το επιθυμητό στην ανάπτυξη στρατιωτικών σχεδίων, αλλά τελικά δεν μπορεί να επιτύχει ένα αδύνατο αίτημα -και πιθανότατα δεν επιθυμεί να προσφέρει λιγότερο ισχυρές επιλογές.

13022018-1.jpg

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Donald Trump, και ο υπουργός Άμυνας, James Mattis, στο Νόρφολκ της Βιρτζίνια, στις 22 Ιουλίου 2017. JONATHAN ERNST / REUTERS
---------------------------------------------------------------------------------------------------------

Τέτοιες τριβές μεταξύ του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (NSC) και του Πενταγώνου, ωστόσο, ειδικά όσον αφορά τον στρατιωτικό σχεδιασμό, δεν είναι μοναδικές σε αυτήν την διοίκηση. Στην πραγματικότητα, οι προηγούμενες διοικήσεις έχουν συνήθως βρεθεί σε παρόμοιες φιλονικίες με το Υπουργείο Άμυνας όταν οι υψηλοί τους στόχοι συναντήθηκαν με την πρακτικότητα και την τελειοθηρία του Πενταγώνου. Και οι δύο υπηρεσίες έχουν ξεχωριστούς ρόλους για την ανάπτυξη στρατιωτικών επιλογών, αλλά καμιά δεν παίζει τον ρόλο της [4] ακριβώς όπως θα επιθυμούσε η άλλη. Η καθεμιά είναι γνωστή για το ότι ξεπερνά τα όρια της αντίστοιχης εξουσίας της, ότι υιοθετεί μια άχρηστη και εριστική στάση του τύπου «εμείς γνωρίζουμε καλύτερα», και μιλούν με άλλη γλώσσα η μια από την άλλη. Αμφότεροι οι οργανισμοί είναι γνωστοί για το ότι ερμηνεύουν την τυπική κακή επικοινωνία και την συνήθη γραφειοκρατική τάξη ως έλλειψη σεβασμού ή, όπως το αποκαλεί ο Peter Feaver [5] στις μελέτες του για τις πολιτικοστρατιωτικές σχέσεις, ως «αποφυγή» ευθύνης.

Δεν χρειάζεται κανείς να πάει πολύ πίσω στον χρόνο για να βρει παραλλαγές στο ίδιο θέμα. Όταν ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ζήτησε από το Πεντάγωνο να καταγράψει ένα ενδεχόμενο σχέδιο επέμβασης στην Συρία [6] κατά την διάρκεια των πρώτων σταδίων της σύγκρουσης, έλαβε μόνο μια πρόταση, και δεν ήταν αυτή που ήλπιζε ο ίδιος ή το προσωπικό του επί της εθνικής ασφάλειας -ήτοι, μια ευκαιρία να διαμορφωθεί η σύγκρουση με ελάχιστο κίνδυνο για το αμερικανικό προσωπικό. Όταν ο Λευκός Οίκος ζήτησε άλλες επιλογές, φαινόταν από την πλευρά του σαν το Υπουργείο Άμυνας να συνέχιζε να εφαρμόζει το ίδιο σχέδιο, το οποίο απαιτούσε την ανάπτυξη χιλιάδων στρατευμάτων. Με την σειρά του, ενώ το προσωπικό του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας θεώρησε ότι το Πεντάγωνο κρύβει κάτι ή τους περιόριζε, οι σχεδιαστές του Πενταγώνου απογοητεύτηκαν από την τάση της διοίκησης να θέτει μαξιμαλιστικούς πολιτικούς στόχους και στην συνέχεια να αμφιταλαντεύεται όταν αποκαλυπτόταν το πραγματικό κόστος αυτών των στόχων. Μια φαύλη συζήτηση για το «τι θέλεις να κάνεις;» και «καλά, τι μπορείς να κάνεις;» είχε ως αποτέλεσμα κάτι περισσότερο από εχθρότητα στην Αίθουσα Καταστάσεων (Situation Room).

Κατά την πορεία προς τον πόλεμο στο Ιράκ, ο Λευκός Οίκος του Τζορτζ Μπους είχε το δικό του μερίδιο σύγκρουσης με το Πεντάγωνο σχετικά με τον αριθμό των στρατιωτών και τα στρατιωτικά σχέδια, ιδίως όσον αφορά την προσέγγιση για την σταθεροποίηση του Ιράκ. Ο υπουργός Άμυνας, Ντόναλντ Ράμσφελντ, απέρριψε το ρωμαλέο σχέδιο του στρατού για την σταθεροποίηση μετά τις συγκρούσεις˙ ο ίδιος και ο αναπληρωτής του, ο Paul Wolfowitz, επέπληξαν δημόσια τον αρχηγό του στρατού, Eric Shinseki, για το γεγονός ότι πρότεινε [7] στο Κογκρέσο ότι θα ήταν απαραίτητο να στείλει «κάτι της τάξης των αρκετών εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτών». Τελικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποτίμησαν τραγικά τις απαιτήσεις για την σταθεροποίηση της χώρας και έβλαψαν σοβαρά τις προσπάθειές τους για συμφιλίωση και ανάκαμψη στο Ιράκ.

Η κυβέρνηση Κλίντον βρέθηκε επίσης διχασμένη σχετικά με τον στρατιωτικό σχεδιασμό, ιδιαίτερα κατά τους βαλκανικούς πολέμους. Το 1993, οι κορυφαίοι σύμβουλοι εθνικής ασφάλειας του προέδρου Μπιλ Κλίντον συναντήθηκαν στην Αίθουσα Καταστάσεων για να εξετάσουν τις επιλογές για την απελευθέρωση του αεροδρομίου του Σεράγεβο από το σερβικό πυροβολικό. Ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, Κόλιν Πάουελ, τόνισε την ανάγκη για συντριπτική δύναμη, αλλά σημείωσε ότι [κάτι τέτοιο] θα αναγκάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να ξοδέψουν δισεκατομμύρια δολάρια και να αναπτύξουν χιλιάδες στρατιώτες. Η Madeleine Albright, τότε πρεσβευτής στον ΟΗΕ, έχοντας ακούσει παρόμοιες προειδοποιήσεις στο παρελθόν, οι οποίες τουλάχιστον στο μυαλό της τροφοδοτούσαν την αδράνεια των ΗΠΑ, εκνευρίστηκε και ρώτησε τον Powell το εξής: «Ποιο είναι το νόημα να έχουμε αυτόν τον θαυμάσιο στρατό για τον οποίο πάντα μιλάτε, αν δεν μπορούμε να τον χρησιμοποιήσουμε;».

Θα μπορούσαμε να γράψουμε βιβλία (και πολλοί το έχουν κάνει [8]) σχετικά με επεισόδια όπως αυτά, στα οποία οι πολιτικοί ηγέτες γίνονται ανυπόμονοι με την έλλειψη ευελιξίας των στρατιωτικών σχεδιαστών και οι στρατιωτικοί σχεδιαστές απογοητεύονται από τους πολιτικούς ηγέτες που ζητούν σχέδια που δεν είναι στρατιωτικά βιώσιμα. Κάποιο επίπεδο έντασης είναι φυσιολογικό και αναπόφευκτο, ακόμη και υγιές. Οι εξωτερικοί σχολιαστές δεν θα πρέπει απαραίτητα να μεταφράζουν ένα αργοκίνητο Πεντάγωνο ως απείθαρχο, ή έναν απογοητευμένο Λευκό Οίκο ως παράλογο. Ο στρατιωτικός σχεδιασμός απαιτεί χρόνο, περισσότερο χρόνο από ό, τι εκτιμούν οι πολίτες. Οι πολιτικοί ηγέτες σπάνια εκπαιδεύονται στην βυζαντινική διαδικασία και το λεξιλόγιο για την ανάπτυξη τέτοιων σχεδίων και έτσι συχνά ζητούν το λάθος πράγμα. Οι ένστολοι άντρες και γυναίκες αισθάνονται πιο άνετα προσφέροντας αυτό που θεωρούν ως την καλύτερη επιλογή. Ο Λευκός Οίκος προτιμά την ευελιξία ενός πλήθους επιλογών.

Παρόλο που μια προφανής λύση θα μπορούσε να είναι η καθιέρωση σαφών προσδοκιών για το τι μπορεί να γίνει, και να προσφερθεί κατάρτιση τόσο στους νεο-εισερχόμενους διορισμένους πολιτικούς όσο και στο στρατιωτικό προσωπικό για το πώς μπορούν να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, οι διοικήσεις συνήθως επιλέγουν να τσαλαβουτούν με ατυχείς συμβιβασμούς. Για παράδειγμα, ο πρόεδρος μπορεί να ξεκινήσει την ημέρα του ζητώντας να λάβει στρατιωτικές επιλογές για μια συγκεκριμένη κατάσταση μέχρι το τέλος της ημέρας, αλλά το Πεντάγωνο δεν μπορεί να αναπτύξει τίποτα που να θεωρεί ως «καλύτερες στρατιωτικές συμβουλές» μέσα σε εβδομάδες, αν όχι μήνες. Δεδομένης της αυστηρής προθεσμίας, συνήθως το προσωπικό του NSC συντάσσει το σημείωμα. Τείνουν να έχουν ελάχιστη κατανόηση του στρατιωτικού σχεδιασμού ή του στρατού εν γένει, εκτός αν τους έχει αναλυθεί λεπτομερώς από το Πεντάγωνο. Αυτό οδηγεί σε κάποιες σκληρές πολιτικο-στρατιωτικές συνομιλίες -και σε μερικές ακόμα χειρότερες στρατιωτικές επιλογές. Μια ανάλογη δυναμική διαμόρφωσε περιστασιακές συζητήσεις γύρω από τις δεσμεύσεις των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και την Λιβύη, χωρίς κανένας να ικανοποιηθεί τελικά.

Αλλά το σφάλμα δεν είναι πάντα στην πλευρά του NSC. Οι στρατιωτικοί σχεδιαστές δεν καταλαβαίνουν ούτε εκτιμούν πάντα τους πολιτικούς στόχους και τους γεωστρατηγικούς συμβιβασμούς. Μερικές φορές όντως περιορίζουν τους πολίτες με την έλλειψη ενδιαφέροντος να τους τα ξαναπούν ή να συνεργαστούν. Μερικές φορές ο κόσμος δεν ταιριάζει ωραία με τους τρόπους, τα μέσα και τους πόρους. Και μερικές φορές η ιδανική στρατιωτική λύση θα προκαλούσε σημαντική ένταση ή ρήγματα με βασικούς πολιτικούς συμμάχους μέσα και έξω από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αρκετοί αρχικοί σχολιαστές προέβλεπαν ότι ο McMaster, ο προσωπάρχης του Λευκού Οίκου John Kelly, και ο, αρχικός, πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Michael Flynn, όλοι στρατιωτικοί, θα βελτίωναν αυτή την δυναμική με το να κατανοούν τους ρυθμούς μάχης, τους περιορισμούς και το λεξιλόγιο του Πενταγώνου. Ωστόσο, με το να δίνουν στον πρόεδρο πολλαπλές δυνατότητες από τις οποίες [μπορούσε] να λαμβάνει προκαταρκτικές στρατιωτικές συμβουλές, αυτοί οι διορισμένοι σχεδόν σίγουρα περιέπλεξαν μια ήδη περίπλοκη διαδικασία. Ο πρόεδρος αναφέρεται τακτικά στον υπουργό Άμυνας James Mattis, τον Kelly και τον McMaster ως «οι στρατηγοί του» και φαίνεται να έχει λίγη κατανόηση της ευθύνης του πολιτικού ελέγχου ή του ουσιαστικού αναλυτικού μηχανισμού πίσω από τις στρατιωτικές συμβουλές του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, Joseph Dunford. Τέτοιες ανατροπές ρόλων εξακολουθούν να απογοητεύουν τον Trump. Το περασμένο καλοκαίρι, για παράδειγμα, ο McMaster βρέθηκε να είναι ο ηγετικός υποστηρικτής μιας στρατηγικής για την ουσιαστική αύξηση της παρουσίας των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν. Όμως, αντί να ενεργήσει ως ουδέτερος διαιτητής, ο McMaster προώθησε τις δικές του επιλογές [9] και βρέθηκε περιστασιακά σε αντίθεση [10] με το υπόλοιπο NSC και τον ίδιο τον πρόεδρο -καθυστερώντας έτσι την στρατηγική του Trump για το Αφγανιστάν.

13022018-2.jpg

Ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας Kim Jong Un σε συμπόσιο για τους συνεισφέροντες της πρόσφατης εκτόξευσης πυραύλου, σε αυτή την αχρονολόγητη φωτογραφία που δημοσιοποιήθηκε από την Κορεατική Κεντρική Υπηρεσία Ειδήσεων (KCNA) της Βόρειας Κορέας, στην Πιονγκγιάνγκ, στις 15 Φεβρουαρίου 2016. REUTERS
-----------------------------------------------------------------

Καθώς η απογοήτευση μεγαλώνει [11] μεταξύ του Πενταγώνου και του Λευκού Οίκου, αμφότεροι σύρονται σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Τη απουσία ευχάριστων επιλογών από το Πεντάγωνο, ο Λευκός Οίκος μπορεί να είναι διατεθειμένος να αναπτύξει τις δικές του [επιλογές] και να επιμείνει ότι οι Mattis και Dunford θα τις υλοποιήσουν. Όπως λέει η παροιμία στο Πεντάγωνο: Αν το θέλεις κακό, θα το έχεις κακό. Το Υπουργείο Άμυνας θα χαιρετήσει τελικά και θα εκτελέσει ακόμη και εκείνα τα εγκεκριμένα από τον πρόεδρο σχέδια που ξέρει ότι είναι ελαττωματικά. Εναλλακτικά, με μια ακόμη ώθηση από το NSC, η μηχανή σχεδιασμού του Πενταγώνου μπορεί να βγάλει κάποιες επιλογές, ξεπερνώντας κάθε πιθανή διπλωματική τροχιά και ενισχύοντας το αναπόφευκτο μιας «κινητικής προσέγγισης» [στμ: kinetic approach, ευφημισμός που σημαίνει πραγματικές εχθροπραξίες].

Τελικά, δεν είναι η ένταση μεταξύ του NSC και του Πενταγώνου που μαστίζει την στρατηγική της διοίκησης για την Βόρεια Κορέα [12]. Είναι ότι ο Λευκός Οίκος δεν έχει μια τέτοια [στρατηγική] ή ότι περιγράφει τις παραμέτρους μιας νέας [στρατηγικής] κάθε μερικές ημέρες. Ναι, ο McMaster έχει το δικαίωμα να ζητήσει από το Πεντάγωνο σχέδια. Του χρειάζεται, όμως, απελπιστικά μια δια-υπηρεσιακή διαδικασία που θα μπορεί να δημιουργήσει μια βιώσιμη και διατηρήσιμη στρατηγική, μέλη του υπουργικού συμβουλίου που θα παραμένουν εστιασμένα, ένα πλήρως στελεχωμένο Υπουργείο Εξωτερικών, ένας πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Νότια Κορέα, και ένα ανοιχτό κανάλι με τους συμμάχους μας, οι οποίοι φαίνονται ολοένα και πιο απογοητευμένοι καθώς προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν την αμερικανική πολιτική και τα προεδρικά μηνύματα. Είτε κάποιος κάθεται στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στην Σεούλ ή στην Πιονγκγιάνγκ, είναι δύσκολο να γνωρίζει το τι θέλει πραγματικά ο Λευκός Οίκος.

Copyright © 2018 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/north-korea/2018-02-12/frustrati...

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/north-korea/2018-01-09/myth-limi...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/2017-12-12/after-credibility
[3] https://www.theatlantic.com/international/archive/2018/01/the-cataclysm-...
[4] https://lawfareblog.com/too-many-generals-situation-room
[5] http://people.duke.edu/~dcross/feaver1.pdf
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/syria/2013-08-26/best-case-scena...
[7] http://www.nytimes.com/2007/01/12/washington/12shinseki.html
[8] https://cfrd8-files.cfr.org/sites/default/files/pdf/2016/11/Discussion_P...
[9] https://www.realcleardefense.com/articles/2017/07/31/mcmaster_and_mattis...
[10] https://www.washingtonpost.com/world/national-security/the-fight-over-tr...
[11] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2017-04-11/trumps-...
[12] https://www.foreignaffairs.com/articles/north-korea/2018-01-30/how-succe...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition