Πώς να κερδηθεί ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς να κερδηθεί ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων

Συμμαχίες, βοήθεια και διπλωματία στον τελευταίο αγώνα για παγκόσμια επιρροή

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν μια κατάσταση στον κόσμο που έρχεται σε άμεση αντίθεση με τις υποθέσεις στις οποίες βασίζονταν οι [εξωτερικές] πολιτικές μας», έγραψε ένας αξιωματούχος του Υπουργείου Εξωτερικών. «Αντί για ενότητα μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων … υπάρχει πλήρης διαίρεση». Ο υπουργός Εξωτερικών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Ρώσοι «κάνουν ό, τι είναι δυνατόν για να επιτύχουν πλήρη ρήξη». Ο πρόεδρος έκανε έκκληση για μονομερή δράση για την αντιμετώπιση των αντιπάλων των ΗΠΑ. «Αν διστάσουμε στην ηγεσία μας», είπε στον Κογκρέσο, «[θα θέσουμε] σίγουρα σε κίνδυνο την ευημερία αυτού του έθνους».

Αυτά ακριβώς τα λόγια ελέχθησαν το 1947, από τον ειδικό για την Ρωσία Chip Bohlen, τον υπουργό Εξωτερικών George C. Marshall και τον πρόεδρο Harry S. Truman. Αλλά αντηχούν σήμερα από μια νέα αμερικανική διοίκηση, που αναγγέλλει άλλη μια εποχή ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων στην οποία οι αντίπαλοι διαγκωνίζονται για παγκόσμια επιρροή. «Αφού απορρίφθηκε ως φαινόμενο ενός προηγούμενου αιώνα», η στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας της διοίκησης Trump [2] διακήρυξε ότι «επέστρεψε ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων». Ωστόσο, οι στρατηγικές του Truman και του Trump δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικές.

14022018-1.jpg

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Donald Trump, και ο Κινέζος πρόεδρος, Xi Jinping. REUTERS
------------------------------------------------------------------------------

Πριν από εβδομήντα ένα χρόνια, στον απόηχο του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, η εμφάνιση ενός επικίνδυνου νέου ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων οδήγησε τους Αμερικανούς υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να δεχτούν την ανάγκη παρέμβασης στο εξωτερικό για να προστατεύσουν την ασφάλεια και την ευημερία των ΗΠΑ. Το επίκεντρο της στρατηγικής τους ήταν να δημιουργήσουν ισχυρούς, ανεξάρτητους, δημοκρατικούς συμμάχους στην Δυτική Ευρώπη και την Ασία, ικανούς να αντισταθούν στις αυταρχικές απειλές και πειρασμούς. Έτσι, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να προστατεύσουν τα συμφέροντα της οικονομίας και της ασφάλειάς τους χωρίς να χρειαστεί να στηριχτούν στον στρατό τους.

Αυτό το όραμα διατηρήθηκε μέσα από τον Ψυχρό Πόλεμο και μετά από διαδοχικές διοικήσεις Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών -μέχρι σήμερα. Η διοίκηση Τραμπ βρίσκεται τώρα σε πόλεμο με τον εαυτό της σχετικά με το νόημα του συνθήματος του προέδρου «America first» [Πρώτα η Αμερική] [3] και την συνέπειά του με αυτό το όραμα, και το αποτέλεσμα θα καθορίσει εάν θα επιβιώσει η μεταπολεμική φιλελεύθερη τάξη ή αν πάρει την θέση της ένας νέος Χομπσιανός αγώνας -ένας αγώνας στον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ήταν απλώς πρώτες μεταξύ ίσων ιδιοτελών θηρίων. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι ακριβώς καθώς η κυβέρνηση δηλώνει την έναρξη μιας νέας εποχής ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων, απειλεί να απορρίψει και να αποκηρύξει τα εργαλεία που βοήθησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες να κερδίσουν τον τελευταίο τέτοιο αγώνα.

ΣΚΛΗΡΟΙ ΡΕΑΛΙΣΤΕΣ

Μέσα σε λίγα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες δημιούργησαν τα μεγάλα θεσμικά όργανα που εξακολουθούν να ορίζουν την παγκόσμια τάξη σήμερα -μια τάξη που έχει εξυπηρετήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα το ενδιαφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών για ειρήνη και ευημερία. Τα Ηνωμένα Έθνη, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο Οργανισμός του Βορειοατλαντικού Συμφώνου και οι προκάτοχοι του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ξεκίνησαν από το 1945 έως το 1949.

Ωστόσο, ο πρόεδρος Donald Trump πιστεύει ότι αυτοί οι θεσμοί αποτελούν απειλές για την κυριαρχία των ΗΠΑ. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) είναι «μια καταστροφή ... πρόκειται να επαναδιαπραγματευτούμε ή πρόκειται να αποσυρθούμε». Η περιφερειακή αντίστοιχη, η Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελεύθερων Συναλλαγών (NAFTA), είναι «η χειρότερη εμπορική συμφωνία [που έγινε] ποτέ». Όσο για το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, αμφότεροι θεσμοί προερχόμενοι από το Σχέδιο Marshall, ο Trump έχει καταστήσει σαφές ότι τους βλέπει ως, στην καλύτερη περίπτωση, αναχρονισμούς, και στην χειρότερη ως ιστορικά λάθη. Η ΕΕ, ισχυρίζεται, «σχηματίστηκε, εν μέρει, για να νικήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στο εμπόριο. ... πραγματικά δεν με νοιάζει αν είναι διχασμένη ή ενωμένη». Ο συλλογισμός του είναι ότι μπορεί, όπως νομίζει, να μειώσει τα εμπορικά ελλείμματα -τα οποία ιστορικά έχουν συσχετιστεί με την αυξημένη ανάπτυξη των ΗΠΑ [4]- με την επαναδιαπραγμάτευση εμπορικών συμφωνιών σε διμερές επίπεδο με μικρότερους εταίρους.

Εκείνοι στην διοίκηση που έχουν ασκήσει πιέσεις για την διατήρηση της υπάρχουσας διεθνούς τάξης, όπως ο Υπουργός Άμυνας James Mattis και ο Διευθυντής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου Gary Cohn, έχουν χαρακτηριστεί ως «διεθνιστές» και από φίλους και από εχθρούς. Ωστόσο, οι ιδρυτές της τάξης -άνδρες όπως ο Μάρσαλ, ο διάδοχός του ως υπουργός Εξωτερικών, Dean Acheson, και ο υφυπουργός Οικονομικών Υποθέσεων Will Clayton- ήταν σκληροί ρεαλιστές. Ο ίδιος ο Μάρσαλ [5] ήταν ο μεγάλος στρατιωτικός ιθύνων νους στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτοί οι άνδρες δεν θυσίαζαν τον πλούτο και την κυριαρχία της Αμερικής σε ξένα συμφέροντα˙ δεσμεύονταν σε μια φιλόδοξη αποστολή να ιδρύσουν μια αμερικανική τάξη με βάση την ηθική υπεροχή της δημοκρατικής διακυβέρνησης και των ελεύθερων οικονομικών συναλλαγών.

ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ

Το σχέδιο Μάρσαλ ήταν η στρατηγική της διοίκησης Truman για να ολοκληρώσει την απόσυρση τριών εκατομμυρίων στρατιωτών από την Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, χωρίς να επιτρέψει σε καμία ευρωπαϊκή δύναμη να κυριαρχήσει στο ευρασιατικό έδαφος. Το επίκεντρο του σχεδίου ήταν η δημιουργία μιας δυτικοευρωπαϊκής συνομοσπονδίας, η οποία εξασφαλίστηκε από την μαζική οικονομική βοήθεια των ΗΠΑ.

Η παρέμβαση ήταν το πρώτο και πιο κρίσιμο στοιχείο της νέας «μεγάλης στρατηγικής» του διευθυντή Σχεδιασμού Πολιτικής του Υπουργείου Εξωτερικών, George Kennan [6], για την ανάσχεση της Σοβιετικής Ένωσης με την ενίσχυση του δημοκρατικού καπιταλισμού δυτικά του σιδηρού παραπετάσματος. Χωρίς την βοήθεια αυτή, η Ιταλία και η Γαλλία θα αντιμετώπιζαν την αυξανόμενη υποστηριζόμενη από τους κομμουνιστές εργατική βία και τις πολιτικές αναταραχές. «Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών», προειδοποίησε η νέα Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (Central Intelligence Agency, CIA) το 1947, «είναι η πιθανότητα οικονομικής κατάρρευσης της Δυτικής Ευρώπης και η επακόλουθη ένταξη κομμουνιστικών στοιχείων στην εξουσία».

Προκειμένου να προστατευθεί το ζωτικό συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών στην συνεχή πρόσβαση στις σημαντικότερες βιομηχανικές αγορές του κόσμου, και για να αποφευχθεί ο σοβιετικός έλεγχος ζωτικών θαλάσσιων λωρίδων που θα μπορούσαν να απειλήσουν την ασφάλεια των ΗΠΑ, η Ουάσιγκτον κατέστησε την δημιουργία ισχυρών ανεξάρτητων συμμάχων ως πρωταρχικό στόχο της εξωτερικής πολιτικής της. Η εναλλακτική στρατηγική της αποστολής εκατομμυρίων στρατιωτών στην Ευρώπη θα ήταν εξαιρετικά δαπανηρή, τόσο από οικονομική όσο και από πολιτική άποψη. Ο Truman θεώρησε κοινή λογική να «ξοδέψει είκοσι ή τριάντα δισεκατομμύρια δολάρια» σε διάστημα τεσσάρων ετών «για να διατηρήσει την ειρήνη» αντί να ξοδεύει πολλαπλάσια από αυτό [το ποσό] ετησίως για να πολεμά έναν άλλο πόλεμο. Τελικά, το νομοσχέδιο για την βοήθεια ήταν μόνο 13,2 δισεκατομμύρια δολάρια (σημερινά 135 δισεκατομμύρια δολάρια). Ήταν χρήματα καλά δαπανημένα.

Το πιο επακόλουθο στοιχείο του Σχεδίου Marshall δεν ήταν τα χρήματα, ωστόσο, αλλά η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Σε αντίθεση με την ερμηνεία της ιστορίας από τον Trump, το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ένωσης προέκυψε από το Υπουργείο Εξωτερικών (συγκεκριμένα από τον Will Clayton) και όχι από τους Ευρωπαίους που επιθυμούσαν να αποκτήσουν πλεονέκτημα έναντι των ΗΠΑ στο εμπόριο. Ο λόγος για την προώθηση της ολοκλήρωσης ήταν διττός: Να διασφαλιστεί ότι η βοήθεια δεν θα σπαταληθεί με την αλληλοεπικάλυψη των οικονομικών δραστηριοτήτων (όπως η παραγωγή χάλυβα) μεταξύ των χωρών, και να γίνει η Δυτική Γερμανία αυτοσυντηρούμενη όσο το δυνατόν γρηγορότερα, με το να ενισχύσει το εμπόριο με τους γείτονές της.

Το σχέδιο ήταν άκρως επιτυχημένο. Δεν είχε ως αποτέλεσμα απλώς μια χρυσή εποχή οικονομικής ανάπτυξης για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους ευεργετούμενούς της, αλλά και την δημιουργία μιας διαρκούς διατλαντικής συνεργασίας. «Η ανάκαμψη της Δυτικής Ευρώπης είναι μια πρόταση είκοσι πέντε έως πενήντα χρόνων», δήλωσε ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Henry Cabot Lodge ο νεώτερος, το 1948, και «η βοήθεια που τείνουμε τώρα και τα επόμενα τρία ή τέσσερα χρόνια, μακροπρόθεσμα θα καταλήξει στο να έχουμε ισχυρούς φίλους στο εξωτερικό». Κατά το 1989, 40 χρόνια μετά την ίδρυση του ΝΑΤΟ και την επιμονή του Acheson ότι η Ουάσινγκτον πρέπει να έχει συμμάχους και όχι ουδέτερους συναλλασσόμενους ομόλογους, οι συμμαχίες των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν ακόμα άθικτες και της Μόσχας σε συντρίμμια.

ΤΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΤΩΝ ΣΥΜΜΑΧΩΝ

Ο υπουργός Mattis θα ήταν σαν στο σπίτι του σε μια διοίκηση με τον υπουργό Marshall ή τον Acheson. Ο Mattis έρχεται σε αντίθεση με τις εκκλήσεις του Trump να μειώσει τον διπλωματικό προϋπολογισμό. «Αν δεν χρηματοδοτήσεις πλήρως το Υπουργείο Εξωτερικών», προειδοποίησε κάποτε, «τότε πρέπει να αγοράσω περισσότερα πυρομαχικά». Από αυτή την άποψη, δεν θα μπορούσε να ευθυγραμμιστεί περισσότερο με τους ιδρυτές της διεθνούς τάξης πριν από επτά δεκαετίες. Ο υπουργός Άμυνας του προέδρου Truman, ο Kenneth Royall, είπε στο Κογκρέσο ότι θα χρειαστεί επιπλέον 160.000 στρατιώτες και ενίσχυση ύψους 2,25 δισεκατομμυρίων δολαρίων στον στρατιωτικό προϋπολογισμό (σημερινά 26 δισεκατομμύρια δολάρια) –μια αύξηση κατά 20%- αν δεν εγκρινόταν η βοήθεια του Marshall για την Ευρώπη.

Η νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας «Πρώτα η Αμερική» του Λευκού Οίκου είναι ένας άβολο μείγμα της άποψης που διατύπωσαν οι Marshall, Acheson και Truman και του οράματος που προωθήθηκε από τον πρόεδρο Trump. Περιέχει, αφενός, πολλαπλές αναφορές στην σημασία των συμμαχιών και επευφημεί τις επιτυχίες της διπλωματίας του εικοστού αιώνα -συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας του σχεδίου Marshall και του ΝΑΤΟ. Αφετέρου, αναφέρει ότι «το να μπαίνει πρώτα η Αμερική είναι καθήκον της [κυβέρνησής της] και το θεμέλιο της ηγεσίας των ΗΠΑ» και θρηνεί για το πώς άλλοι έχουν «εκμεταλλευτεί τους διεθνείς θεσμούς που βοηθήσαμε να οικοδομηθούν». Ενώ το έγγραφο είναι ελλειμματικό όσον αφορά στις εξειδικεύσεις, αντικατοπτρίζει την σχιζοφρένεια στον εκτελεστικό κλάδο που κραυγάζει για θεραπεία.

Η επικρατούσα παγκόσμια τάξη που οικοδομήθηκε με την κατανόηση ότι η ύπαρξη συμμάχων -σε αντίθεση με τις αποικίες ή τους υποτελείς- συνεπαγόταν αναγκαστικά συνεχείς συμβιβασμούς με άλλες κυριαρχικές βουλήσεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει τώρα να αποφασίσουν εάν ένας τέτοιος συμβιβασμός αξίζει για να διατηρηθεί αυτή η τάξη ή αν θα έπρεπε απλώς να πολεμήσουν με την Κίνα και την Ρωσία για τις φευγαλέες αγάπες άλλων εθνών και συνασπισμών. Μια συνετή επιλογή σήμερα σημαίνει κατανόηση του πώς και γιατί [οι ΗΠΑ] επέλεξαν όπως επέλεξαν εξ αρχής.

Copyright © 2018 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/2018-02-09/how-win-great-power-c...

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.cfr.org/book/marshall-plan
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/2017-12-21/trumps-delusional-nat...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/2017-08-15/saving-america-first
[4] http://econbrowser.com/archives/2017/01/more-on-the-trade-deficit-and-ec...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/2017-06-08/how-marshall-plan-eme...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/1947-07-01/so...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition