Το πραγματικό κόστος της Εθνικής Αμυντικής Στρατηγικής του Trump | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το πραγματικό κόστος της Εθνικής Αμυντικής Στρατηγικής του Trump

Γιατί ο προϋπολογισμός δεν θα είναι αρκετός για να καλύψει τα πάντα

Ωστόσο, το αίτημα του προϋπολογισμού για την άμυνα στο οικονομικό έτος 2019 [7] παρέχει συνολικά 686 δισ. δολάρια, πόροι που μπορούν να καλύψουν φοβερά πολλά. Οι μεγαλύτερες ποσοστιαίες αυξήσεις αφορούν τους λογαριασμούς έρευνας, ανάπτυξης, δοκιμών, αξιολόγησης και προμηθειών -15% και 11%, αντίστοιχα. Αυτά τα κεφάλαια προορίζονται για δυνατότητες όπως η πυραυλική άμυνα˙ προηγμένα αεροσκάφη όπως τα F-35 [8], P-8A [9] και πλοία όπως το DDG-51 [10]˙ και τα διαστημικά συστήματα νέας γενιάς. Αυτές οι επενδύσεις έχουν το νόημα να στηρίξουν μια στρατηγική που δίνει προτεραιότητα στον στρατηγικό ανταγωνισμό με την Ρωσία και την Κίνα, οι οποίες επενδύουν βαριά σε προηγμένες δυνατότητες που αποσκοπούν στον περιορισμό της ελευθερίας δράσης των ΗΠΑ στις περιφέρειές τους. Ο προϋπολογισμός υποστηρίζει επίσης σχέδια εκσυγχρονισμού της πυρηνικής τριάδας και κάνει τις απαραίτητες βελτιώσεις στην στρατιωτική διαστημική αρχιτεκτονική των ΗΠΑ, οι οποίες απαιτούνται επειδή το διάστημα είναι πλέον ένα αμφισβητούμενο περιβάλλον. Τέλος, ο προϋπολογισμός επιδιορθώνει τα σπασμένα που άφησε σχεδόν μια δεκαετία αστάθειας του προϋπολογισμού [11] και περικοπών που έγιναν οριζόντια, αντί να καθοδηγούνται από τις στρατηγικές προτεραιότητες. Αυτές οι επιδιορθώσεις περιλαμβάνουν: Αύξηση του αριθμού των ατόμων εν υπηρεσία για να συμπληρωθούν οι υποστελεχωμένες μονάδες˙ ανασύσταση εξαντλημένων αποθεμάτων πυρομαχικών καθοδήγησης ακριβείας˙ και διατήρηση στρατιωτικών βάσεων, αεροδρομίων και πεδίων εκπαίδευσης που έχουν ζημιές. Ωστόσο, και πάλι δεν αρκούν για να καλυφθούν όλα όσα θέλει η στρατηγική να κάνει η [στρατιωτική] δύναμη.

Το ενδιάμεσο σχέδιο προϋπολογισμού, το οποίο είναι γνωστό ως Πρόγραμμα Άμυνας Μελλοντικών Ετών (Future Years Defense Program), που ανακοινώθηκε στην παρούσα πρόταση είναι η πιο ανησυχητική αποσύνδεση μεταξύ της επεκτατικής στρατηγικής και της δημοσιονομικής πραγματικότητας. Προβάλλει ότι για τα έτη 2020 έως 2023, τα αιτήματα του αμυντικού προϋπολογισμού θα αυξηθούν μόνο σύμφωνα με τον ρυθμό του πληθωρισμού -και ακόμη και τότε χρησιμοποιεί μια πολύ αισιόδοξη υπόθεση για τους ρυθμούς του πληθωρισμού, παίρνοντας ως δεδομένες τις τρέχουσες τάσεις [12], οι οποίες είναι αυξητικές. Με αυτήν την πρόβλεψη, το Υπουργείο Άμυνας θα ξεκινά κάθε οικονομικό έτος ήδη από μειονεκτική θέση –τα κόστη προσωπικού και συντήρησης αυξάνονται γρηγορότερα από τον ρυθμό του πληθωρισμού, εξαιτίας παραγόντων όπως το αυξημένο κόστος της υγειονομικής περίθαλψης σε όλη την οικονομία και οι ολοένα και πιο πολύπλοκες στρατιωτικές πλατφόρμες με μεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Βάλτε όλους αυτούς τους παράγοντες μαζί και είναι πιθανό ότι, μετά από αυτή την αρχική αύξηση κατά το οικονομικό έτος 2019, ο προϋπολογισμός για την άμυνα σε πραγματικούς όρους θα μειωθεί όντως στα επόμενα χρόνια. Εάν οι σημερινοί ηγέτες της άμυνας θέτουν τις ελπίδες τους στη μεταρρύθμιση της γραφειοκρατίας (back-office) για να δημιουργήσουν εξοικονομήσεις που μπορούν να καλύψουν αυτό το χάσμα, είναι πιθανό να απογοητευθούν [13], όπως τόσοι πολλοί από τους προκατόχους τους.

Το συμπέρασμα είναι ότι η στρατηγική φιλοδοξία των ΗΠΑ υπερβαίνει τώρα την πραγματικότητα των πόρων. Αλλά και πάλι, συνήθως το κάνει. Οι ηγέτες στο χώρο της εθνικής ασφάλειας διαχειρίζονται αυτό το χάσμα λαμβάνοντας υπολογισμένες αποφάσεις σχετικά με το πού θα αποδεχτούν το ρίσκο. Δεν αρκεί μια στρατηγική να αναγγέλλει ξεκάθαρες προτεραιότητες, όπως έπραξε αυτή εδώ. Πρέπει επίσης να λέει ξεκάθαρα στο Υπουργείο το τι πρέπει να σταματήσει να κάνει ή τι να κάνει λιγότερο. Μπορούμε να ελπίζουμε ότι η διαβαθμισμένη Εθνική Αμυντική Στρατηγική δίνει στο Πεντάγωνο ρητές οδηγίες σε αυτό το πνεύμα. Εάν οι ηγέτες της άμυνας δεν πάρουν κάποιες δύσκολες αποφάσεις, το αποτέλεσμα θα είναι μια δύναμη που θα προσπαθεί να κάνει περισσότερα από όσα μπορεί. Οι δύσκολες επιλογές είναι λιγότερο δύσκολες όταν αυξάνονται οι προϋπολογισμοί, αλλά οι ηγέτες εξακολουθούν να πρέπει να τις κάνουν. Διαφορετικά, θα συνεχίσουμε να βιώνουμε τις προκλήσεις ετοιμότητας που αντιμετωπίζει σήμερα η δύναμη, και χειρότερα. Οι μονάδες κινδυνεύουν να περνούν τόσο πολύ χρόνο αναπτυγμένες που δεν θα έχουν επαρκή χρόνο για συντήρηση και εκπαίδευση, [κι αυτός ήταν] ένας από τους πιθανούς παράγοντες στην περσινή σύγκρουση πλοίου του πολεμικού ναυτικού [14] στον Ειρηνικό. Το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι μια δύναμη με μικρή ικανότητα να εφορμά ανταποκρινόμενη σε μια κρίση.

Εν τω μεταξύ, ακριβώς καθώς το Υπουργείο Άμυνας αισθάνεται αρκετά πλούσιο, ειδικά σε σύγκριση με τα τελευταία χρόνια, το αίτημα του ίδιου προέδρου σχετικά με τον προϋπολογισμό μειώνει την χρηματοδότηση για μεγάλο μέρος του υπόλοιπου μηχανισμού της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Ένας προϋπολογισμός που αυξάνει τις αμυντικές δαπάνες, ενώ ξεκοιλιάζει άλλες μορφές ισχύος των ΗΠΑ, δεν αποτελεί συνταγή για την συνεχιζόμενη παγκόσμια ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Το 2013, όταν ο τότε στρατηγός Mattis είπε [15], «αν δεν χρηματοδοτήσετε πλήρως το Υπουργείο Εξωτερικών, τότε θα πρέπει να αγοράσω περισσότερα πυρομαχικά», δεν περιέγραφε μια βέλτιστη προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Δήλωνε αυτό που συνήθιζε να είναι η κοινή γνώση -ότι η συνεχιζόμενη αμερικανική υπεροχή απαιτεί όχι μόνο έναν ισχυρό στρατό, αλλά και μια πλήρη διπλωματική εργαλειοθήκη.

Copyright © 2018 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2018-02-19/true-co...