Γιατί οι εμφύλιοι πόλεμοι διαρκούν πολύ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί οι εμφύλιοι πόλεμοι διαρκούν πολύ

Στην Συρία και αλλού, νέοι κανόνες αλλάζουν τη μορφή της σύγκρουσης
Περίληψη: 

Η πορεία των εμφύλιων πολέμων επηρεάζεται από το διεθνές πολιτικό περιβάλλον. Ένα δεδομένο περιβάλλον έχει συγκεκριμένους κανόνες, ή προσδοκίες κατάλληλης συμπεριφοράς, που επηρεάζουν τις αποφάσεις των πολιτικών. Αυτό ισχύει επίσης και για την επίλυση των συγκρούσεων.

Η LISE MORJÉ HOWARD είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Georgetown.
Η ALEXANDRA STARK είναι υποψήφια διδάκτωρ στο Τμήμα Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Georgetown. Είναι οι συν-συγγραφείς του βιβλίου με τίτλο How Civil Wars End: The International System, Norms, and the Role of External Actors [1] .

Ο εμφύλιος πόλεμος της Συρίας, που πλησιάζει πλέον τον έβδομο χρόνο του, είναι ένας πόλεμος πληρεξουσίων στο πολλαπλάσιο [2]. Μια κατακερματισμένη αντιπολίτευση, η οποία υποστηρίζεται από εξωτερικές δυνάμεις, εξακολουθεί να πολεμά το καθεστώς του Σύρου προέδρου Bashar al-Assad, ο οποίος υποστηρίζεται από το Ιράν, την Ρωσία και την Χεζμπολάχ. Η Τουρκία, σύμμαχος του ΝΑΤΟ, όχι μόνο υποστηρίζει ανταρτικές ομάδες, αλλά πρόσφατα εισέβαλε σε μέρος της βορειοδυτικής Συρίας [3] προκειμένου να αποσπάσει το καντόνι Αφρίν από τον κουρδικό έλεγχο. Οι Κούρδοι -τα πιο αξιόπιστα στρατεύματα στον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) [4]- υποστηρίζονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και στις 10 Φεβρουαρίου, συριακές δυνάμεις κατέρριψαν ένα ισραηλινό F-16 [5] αφότου ένα ιρανικό drone εισήλθε μέσα στον ισραηλινό εναέριο χώρο. Παρά τις πολλαπλές προσπάθειες να γίνει διαπραγμάτευση για τον τερματισμό των εχθροπραξιών, το επίπεδο της ξένης ανάμειξης στην Συρία σημαίνει ότι ο πόλεμος δεν θα σταματήσει παρά όταν οι εξωτερικοί δρώντες αποφασίσουν ότι πρέπει.

28022018-1.jpg

Ένας άνδρας κουβαλά νερό κατά την διάρκεια της πολιορκίας της Ανατολικής Γούτα, στην
Δαμασκό, τον Φεβρουάριο του 2018. BASSAM KHABIEH / REUTERS
-----------------------------------------------------------------------------------------

Μολονότι είναι ιδιαίτερα περίπλοκος, ο εμφύλιος πόλεμος της Συρίας αποτελεί παράδειγμα μιας γενικής τάσης: Οι εμφύλιοι πόλεμοι διαρκούν πολύ και έχουν αυξημένη πιθανότητα να τελειώσουν με μια μονόπλευρη νίκη και όχι με μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων. Αυτής [της τάσης] ακολουθεί μια σύντομη περίοδος, από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου μέχρι τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, όπου, για πρώτη φορά στην ιστορία, οι περισσότεροι εμφύλιοι πόλεμοι έληξαν με διαπραγματεύσεις. Τι άλλαξε για να υπολογιστεί σε αυτές τις [καινοφανείς] τάσεις;

ΟΙ ΝΟΡΜΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Η πορεία των εμφύλιων πολέμων επηρεάζεται από το διεθνές πολιτικό περιβάλλον. Ένα δεδομένο περιβάλλον έχει συγκεκριμένους κανόνες [στμ: norms, νόρμες], ή προσδοκίες κατάλληλης συμπεριφοράς, που επηρεάζουν τις αποφάσεις των πολιτικών. Αυτό ισχύει επίσης και για την επίλυση των συγκρούσεων: Σε διαφορετικές περιόδους, οι υπεύθυνοι πολιτικοί έχουν διαφορετικές αντιλήψεις για το πώς θα πρέπει να τερματιστούν οι συγκρούσεις -συμπεριλαμβανομένων των εμφύλιων πολέμων-, κάτι που με την σειρά του επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο όντως τερματίζονται.

Έχουν υπάρξει τρία διαφορετικά διεθνή πολιτικά περιβάλλοντα στην πρόσφατη ιστορία. Το πρώτο, ο Ψυχρός Πόλεμος, διήρκεσε από το 1946 έως το 1989 και χαρακτηρίζεται από διπολικότητα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 σηματοδότησε την έναρξη του δεύτερου περιβάλλοντος -του φιλελεύθερου δημοκρατικού μονοπολισμού και της ηγεμονίας των ΗΠΑ. Το τρίτο και τρέχον διεθνές περιβάλλον προέκυψε από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και την έναρξη του πολέμου κατά της τρομοκρατίας˙ χαρακτηρίζεται από αυξανόμενο αυταρχισμό, ανανεωμένη εστίαση στην ασφάλεια και αυξανόμενη πολυπολικότητα.

Το διεθνές πολιτικό περιβάλλον διαμορφώνει τους κανόνες για τους εμφύλιους πολέμους. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Σοβιετική Ένωση αντιμετώπιζαν τους εμφύλιους πολέμους ως ανταγωνισμούς μηδενικού αθροίσματος [6], στους οποίους η πλευρά που εκείνες προτιμούσαν έπρεπε να επιδιώξει την πλήρη νίκη. Και πράγματι, αυτό το κανονιστικό πρίσμα είχε συνέπειες στον πραγματικό κόσμο. Όσο κρατούσε η αμερικανική και σοβιετική αντιπαλότητα, ήταν αδιανόητο ότι οι εμφύλιοι πόλεμοι στην Καμπότζη, το Ελ Σαλβαδόρ ή τη Μοζαμβίκη θα μπορούσαν να τερματίσουν με διαπραγματεύσεις, δεδομένης της επένδυσης και των δύο υπερδυνάμεων στην υποστήριξη των τοπικών πληρεξουσίων για να νικήσουν η μια την άλλη. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι εμφύλιοι πόλεμοι τερματίζονταν πέντε φορές πιο συχνά με νίκη παρά με διευθέτηση [1].

Με την λήξη της διπολικότητας του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες επεδίωξαν να οικοδομήσουν μια φιλελεύθερη διεθνή τάξη [7] βασισμένη στην δημοκρατία και στις ανοικτές αγορές. Οι κανόνες της εποχής του Ψυχρού Πολέμου του τύπου «ο νικητής τα παίρνει όλα» και του μηδενικού αθροίσματος, έδωσαν την θέση τους σε μια αναζήτηση λύσεων θετικού αθροίσματος. Στο πλαίσιο των εμφύλιων πολέμων, αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους μπορούσαν να εξασφαλίσουν τη νίκη για την πλευρά που προτιμούσαν, προσπάθησαν να προωθήσουν τις διευθετήσεις μετά από διαπραγμάτευση ως ένα μονοπάτι προς τον μεταπολεμικό εκδημοκρατισμό.

Ως αποτέλεσμα, κατά την διάρκεια αυτής της εποχής πολλοί πόλεμοι που θα μπορούσαν να έχουν τελειώσει με μονόπλευρη νίκη δεν τερματίστηκαν έτσι. Δείτε την σύγκρουση στην Βοσνία [8]. Το καλοκαίρι του 1995, οι σερβοβοσνιακές δυνάμεις βρισκόταν στο χείλος της ήττας από τον στρατό της μουσουλμανο-κροατικής ομοσπονδίας που υποστηριζόταν από το ΝΑΤΟ. Ο ιστορικός εξωτερικός σύμμαχος των Σέρβων, η Ρωσία, ανέκαμπτε από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και δεν ήταν πλέον πρόθυμη ή ικανή να αντιταχθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες ή το ΝΑΤΟ. Αλλά αντί να επιτρέψει την ήττα των Σερβοβοσνίων, η Ουάσιγκτον ματαίωσε την προέλαση των συμμάχων της και πίεσε αντ’ αυτού για έναν συμβιβασμό με διαπραγματεύσεις στο Ντέιτον. Οι περισσότεροι εμφύλιοι πόλεμοι κατά την περίοδο εκείνη τελικά κατέληξαν σε κάποιου είδους διαπραγμάτευση.