Τι βασανίζει την μεξικανική δημοκρατία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι βασανίζει την μεξικανική δημοκρατία

Πάρα πολλές ελπίδες αλλά πολύ μικρή αλλαγή

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές έχουν δυνατότητες, αλλά η κλίμακά τους είναι πολύ περιορισμένη και οι επιπτώσεις τους μέχρι στιγμής ήταν ελάχιστες. Και τα δύο προγράμματα ισχύουν μόνο σε ομοσπονδιακό επίπεδο και δεν έχουν αντιγραφεί σε πολιτειακό και τοπικό επίπεδο, όπου οι επιδόσεις της κυβέρνησης συνήθως καθυστερούν. Αυτό είναι ταυτόχρονα ένα ζήτημα «από πάνω προς τα κάτω» και «από κάτω προς τα πάνω». Η κουλτούρα που προωθεί την είσοδο στην δημόσια διοίκηση απέτυχε να κατέβει στις πολιτειακές και τοπικές υπηρεσίες. Το Μεξικό χρειάζεται συστηματική αλλαγή για να προωθήσει την επαγγελματικοποίηση της γραφειοκρατίας από πάνω προς τα κάτω. Ταυτόχρονα, οι πολίτες πρέπει να επωφεληθούν από τα κανάλια που άνοιξε το Ley de Transparencia για να καταστήσουν κυβερνητικούς αξιωματούχους υπεύθυνους για καταχρήσεις και να απαιτήσουν πιο ολοκληρωμένη πρόσβαση σε στοιχεία, σε πολιτειακό και δημοτικό επίπεδο. Η αυξημένη διαφάνεια στο πλαίσιο αυτού του νόμου δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη, καθώς αξιωματούχοι επιχείρησαν να παρακάμψουν το νόμο και να περιορίσουν την εφαρμογή του σε αρκετές περιπτώσεις. Για παράδειγμα, η πρόσβαση του κοινού στα αρχεία των υπηρεσιών πληροφοριών, τα οποία περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με την σφαγή του 1968, περιορίστηκε σταδιακά από το 2012 μέχρι το σημείο όπου οι φάκελοι έχουν ουσιαστικά γίνει διαβαθμισμένοι. Ούτε οι γραφειοκρατικές μεταρρυθμίσεις ούτε η αυξημένη διαφάνεια είναι θέματα που θα κυριαρχήσουν σε μια προεκλογική εκστρατεία. Η σταθεροποίηση των κερδών που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα και η αξιοποίησή τους θα απαιτήσει συνεχείς πιέσεις από το μεξικανικό κοινό καθώς και δέσμευση από την κυβέρνηση.

Ωστόσο, το πιο πιεστικό ζήτημα για το μέλλον της εύθραυστης δημοκρατίας του Μεξικού είναι η αναδόμηση της δικαστικής εξουσίας. Ο συνδυασμός της αχαλίνωτης ατιμωρησίας, της έλλειψης λογοδοσίας και της αποτυχίας της επιβολής του νόμου, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών κλάδων, για την αντιμετώπιση της κρίσης ασφάλειας που πλήττει μεγάλα κομμάτια της χώρας, καθιστά αυτό ως το δυσκολότερο ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Έχουν υπάρξει κάποιες θετικές ενδείξεις, όπως η σύλληψη αρκετών σημερινών και πρώην επάρχων με κατηγορίες διαφθοράς [7], η πρόσφατη ώθηση για μεγαλύτερη ανεξαρτησία στο γραφείο του γενικού εισαγγελέα και η ίδρυση του Εθνικού Συστήματος Καταπολέμησης της Διαφθοράς από τον Peña Nieto, μια υψηλής στάθμης επιτροπή-παρατηρητήριο για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Ωστόσο, ο πρόεδρος έχει επίσης τροφοδοτήσει αντιλήψεις περί διαφθοράς και ατιμωρησίας, παρεμποδίζοντας την ίδια αυτή επιτροπή -την οποία ο ίδιος δημιούργησε- από την διερεύνηση αρκετών υποθέσεων που αφορούν πολιτικούς συμμάχους του. Η διοίκησή του έχει επίσης βυθιστεί σε ένα σκάνδαλο για την ανάπτυξη λογισμικού υποκλοπών με στόχο τον εκφοβισμό δημοσιογράφων και ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Έτσι, ενώ η μεταρρύθμιση έχει συμβεί σποραδικά, τα αρνητικά σημάδια φαίνεται να υπερτερούν των θετικών. Για παράδειγμα, η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και η Διαμερικανική Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, μεταξύ άλλων, εξέφρασαν την ανησυχία τους για το γεγονός ότι ο Νόμος για την Εθνική Ασφάλεια, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ τον Δεκέμβριο του 2017 και επεκτείνει την εξουσία του στρατού στο να αστυνομεύει πολίτες, θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων λόγω των αδύναμων μηχανισμών λογοδοσίας και της έλλειψης κανόνων στην χρήση της βίας από τον στρατό. Αν μη τι άλλο, η θέσπιση ενός τέτοιου νόμου απομακρύνει τα κίνητρα για τη μεταρρύθμιση της δικαστικής εξουσίας και της αστυνομίας, διότι στρατιωτικοποιεί αστυνομικές λειτουργίες που πρέπει να αντιμετωπίζονται από πολιτικό προσωπικό με πολιτική επίβλεψη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αντιταχθούν σε τέτοιες αλλαγές, ιδίως δεδομένου του ρόλου τους στην υποστήριξη του αγώνα του Μεξικού για ασφάλεια, στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας Mérida, μιας διμερούς συμφωνίας ασφαλείας που υπεγράφη το 2007. Οι περισσότεροι πόροι από την συμφωνία δεσμεύθηκαν για την συνεργασία μεταξύ στρατού και υπηρεσιών πληροφοριών, με περιορισμένα αποτελέσματα. Αντ’ αυτού, οι πόροι στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας θα πρέπει να δεσμευθούν για μεταρρυθμίσεις του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης πέραν της απλής τεχνικής βοήθειας και εκπαίδευσης.