Ο ανθρωπιστικός εφιάλτης της Υεμένης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο ανθρωπιστικός εφιάλτης της Υεμένης

Οι πραγματικές ρίζες της σύγκρουσης
Περίληψη: 

Η πρακτική αντιμετώπιση της κρίσης από διεθνείς οργανισμούς βοήθειας ήταν αναποτελεσματική. Τον Ιούλιο του 2017, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε ότι αναστέλλει επ’ αόριστον το πρόγραμμα εμβολίων για την χολέρα στην Υεμένη. Αναφέρθηκε στις δυσκολίες παράδοσης των φαρμάκων και στο γεγονός ότι η εκστρατεία εμβολιασμού θα είχε περιορισμένη επίδραση καθώς η νόσος είχε ήδη μολύνει περισσότερους από 300.000 ανθρώπους.

Ο ASHER ORKABY είναι ερευνητικός συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο Harvard και ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Beyond the Arab Cold War: The International History of the Yemen Civil War, 1962–68. [1]

Στις 20 Φεβρουαρίου 2015, καθώς οι κάτοικοι της Sanaa προετοιμάζονταν για τις βραδινές προσευχές, ο πρόεδρος της Υεμένης, Abd-Rabbu Mansour Hadi, φόρεσε ένα niqab της γυναίκας του και βγήκε από την πίσω πόρτα της επίσημης κατοικίας του [2], όπου τον περίμενε ένα αυτοκίνητο. Επί έναν μήνα, Houthi επαναστάτες, οι οποίοι είχαν καταλάβει την [πρωτεύουσα] Sanaa στα τέλη του 2014, τον κρατούσαν σε κατ’ οίκον περιορισμό. Μέχρι την στιγμή που οι φρουροί παρατήρησαν ότι είχε φύγει, ο Χαντί είχε φτάσει στην σχετική ασφάλεια του νότιου λιμανιού του Άντεν. Ένα μήνα αργότερα, καθώς οι δυνάμεις των Houthi προχώρησαν νότια, έφυγε ξανά, αυτή την φορά στο Ριάντ, όπου κάλεσε την Σαουδική Αραβία να παρέμβει στον εμφύλιο πόλεμο της Υεμένης [3].

Μέσα σε λίγες μέρες, ένας συνασπισμός αραβικών κρατών υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας ξεκίνησε μια εκστρατεία αεροπορικών επιθέσεων εναντίον στόχων των Houthi που γρήγορα μεταμορφώθηκε σε πολιορκία ολόκληρης της χώρας. Αποκομμένη από εισαγωγές, και υπό την αδιάκοπη βομβιστική επίθεση της Σαουδικής Αραβίας, η Υεμένη μετατράπηκε σε μια από τις χειρότερες ανθρωπιστικές κρίσεις της σύγχρονης εποχής [4]. Επτά εκατομμύρια Υεμενίτες ζουν σε περιοχές που βρίσκονται κοντά στον λιμό, σχεδόν δύο εκατομμύρια παιδιά υποφέρουν από οξύ υποσιτισμό, και ένα ξέσπασμα χολέρας έχει μολύνει περισσότερους από 600.000 ανθρώπους.

18042018-1.jpg

Κρίσιμη κατάσταση: Σε νοσοκομείο στην Al Hudaydah, στην Υεμένη, τον Ιούνιο του 2017. ABDULJABBAR ZEYAD / REUTERS
----------------------------------------------------------------------------------------

Η σύγκρουση στην Υεμένη περιγράφεται συχνά ως έκρηξη της αντιπαλότητας των Σιιτών-Σουνιτών μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας, καθώς το Ιράν έχει προμηθεύσει όπλα και στρατιωτικούς συμβούλους στους Χούτι. Αλλά αυτό παρερμηνεύει τόσο την προέλευση του πολέμου όσο και τον λόγο για τον οποίο παρενέβη η Σαουδική Αραβία. Ο πόλεμος δεν αφορά τα περιφερειακά συμφέροντα [5]˙ αποτελεί συνέχεια μιας μακρόχρονης σύγκρουσης μεταξύ της κυβέρνησης της Υεμένης και των περιθωριοποιημένων βόρειων φυλών, η οποία κλιμακώθηκε χάρη στην σταδιακή μείωση της νομιμοποίησης και της ικανότητας της κεντρικής κυβέρνησης στη Σαναά. Και η Σαουδική Αραβία παρενέβη όχι για να αντιμετωπίσει τον ιρανικό επεκτατισμό αλλά για να εξασφαλίσει τα νότια σύνορά της απέναντι στην απειλή των Χούτι. Ως αποτέλεσμα, μόνο ένας εσωτερικός πολιτικός διακανονισμός στην Υεμένη μπορεί να θέσει τέλος στον πόλεμο, αν και η Σαουδική Αραβία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις μπορούν να κάνουν πολλά για να βελτιώσουν την κατάσταση εν τω μεταξύ.

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ

Το σύγχρονο κράτος της Υεμένης γεννήθηκε το 1962, όταν επαναστάτες, πολλοί από τους οποίους είχαν απορροφήσει σύγχρονες ιδέες εθνικισμού σε ξένα πανεπιστήμια, έπαυσαν τον Ιμάμη Μουχάμαντ αλ-Μπαντρ και ίδρυσαν την Αραβική Δημοκρατία της Υεμένης ή αλλιώς την Βόρεια Υεμένη. Για τα επόμενα 40 χρόνια, μέλη της -ξένης παιδείας- ελίτ που προκάλεσαν την επανάσταση, κατέλαβαν ορισμένες από τις σημαντικότερες θέσεις στη νέα δημοκρατία, υπηρετώντας ως πρόεδροι, πρωθυπουργοί, υπουργοί και διοικητές. Βάσιζαν τη νομιμοποίησή τους στους ρόλους που έπαιξαν κατά την επανάσταση και τα επακόλουθά της, επιτυγχάνοντας μια σχεδόν μυθική θέση στην εθνική φαντασία. Η επανάσταση άλλαξε και την υπόλοιπη κοινωνία της Υεμένης. Ενίσχυσε τον αυξανόμενο αστικό πληθυσμό της Υεμένης και έθεσε τέλος στην κυριαρχία εκείνων των οικογενειών -γνωστών ως sayyids - που μπορούσαν να εντοπίσουν την γενεαλογία τους έως τον προφήτη Μωάμεθ. Και έστειλε τις βόρειες φυλές της Υεμένης, που είχαν στηρίξει τον παυθέντα Badr, στην πολιτική έρημο. Αποκλεισμένη από κρατική χρηματοδότηση, η περιφέρειά τους παρέμεινε στάσιμη και τα προβλήματά της κακοφόρμιζαν.

Μετά την ενοποίηση της Βόρειας και της Νότιας Υεμένης, το 1990, οι διακρίσεις κατά των βόρειων φυλών προκάλεσαν άνοδο ενός κινήματος διαμαρτυρίας στον βορρά, καθοδηγούμενο εν μέρει από την οικογένεια Houthi, μια από τις πιο εξέχουσες δυναστείες sayyid στην βόρεια Υεμένη. Στην συνέχεια, το 2004, κατά τις πρώτες συγκρούσεις μεταξύ των βόρειων φυλών και της κυβέρνησης, ο στρατός της Υεμένης σκότωσε τον Hussein Badreddin al-Houthi, έναν από τους ηγέτες του κινήματος. Ο θάνατός του σηματοδότησε την έναρξη της ένοπλης εξέγερσης των βόρειων φυλών και έδωσε στους επαναστάτες το όνομά τους. Για τα επόμενα επτά χρόνια συνεχίστηκαν οι σποραδικές μάχες, χωρίς καμία πλευρά να κερδίζει ουσιαστικό πλεονέκτημα.

Την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση πολεμούσε τους Χούτι στο βορρά, η εξουσία της στην υπόλοιπη χώρα εξασθενούσε. Η μεγαλύτερη πρόκληση για ένα επαναστατικό κράτος είναι η διατήρηση της νομιμοποίησής του αφότου πεθάνουν οι ιδρυτές του και, μισό αιώνα μετά την επανάσταση, λίγοι από τους αρχικούς ηγέτες της Υεμένης παραμένουν εν ζωή. Τον Ιούνιο του 2011, ο Abdul Aziz Abdul Ghani, ένας από τους τελευταίους της επαναστατικής γενιάς, τραυματίστηκε θανάσιμα σε μια απόπειρα δολοφονίας του προέδρου της χώρας, Ali Abdullah Saleh, κατά την διάρκεια λαϊκών διαμαρτυριών που είχαν παραλύσει την Sanaa. Και οι δύο πλευρές του πολιτικού χάσματος σταμάτησαν τις εχθροπραξίες γα να πενθήσουν. Αλλά από εκείνη την στιγμή, το κράτος της Υεμένης που δημιουργήθηκε από την επανάσταση ουσιαστικά εξαφανίστηκε.