Η Ουάσιγκτον χρειάζεται μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση προς την Ρωσία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ουάσιγκτον χρειάζεται μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση προς την Ρωσία

Πώς η αντανακλαστική έχθρα προς την Μόσχα πλήττει τα συμφέροντα των ΗΠΑ
Περίληψη: 

Το βασικό εμπόδιο για την βελτίωση των σχέσεων των ΗΠΑ με την Ρωσία είναι πολιτικό: Στο σημερινό εγχώριο κλίμα των ΗΠΑ, τα κίνητρα για την έμφαση στην εχθρότητα αυξάνονται. Η διοίκηση Τραμπ έχει κίνητρα για να ενεργεί σκληρά προς την Ρωσία ώστε να εξουδετερώσει τις υποψίες που συνδέονται με την συνεχιζόμενη έρευνα του Ειδικού Συμβουλίου, και οι αντίπαλοι του προέδρου βρίσκουν την εχθρότητα ως έναν εξαιρετικό τρόπο να εμπλέξουν τον Τραμπ στην κακή συμπεριφορά της Ρωσίας.

Η EMMA ASHFORD είναι ερευνητική συνεργάτις στο Cato Institute.

Κατά την ακρόασή του για την επιβεβαίωση του διορισμού του [1] την περασμένη εβδομάδα, ο διευθυντής της CIA, Mike Pompeo, ο υποψήφιος του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για το Υπουργείο Εξωτερικών, έλαβε σκληρή στάση έναντι της Ρωσίας, χαρακτηρίζοντάς την ως «κίνδυνο για την χώρα μας», ακόμη και όταν οι Δημοκρατικοί τον επέκριναν ότι δεν ήταν αρκετά σκληρός. Αυτό είναι σύνηθες στην εποχή του Τραμπ, όταν οι άνθρωποι και στις δύο πλευρές του [κομματικού] διαδρόμου συνηθίζουν να απεικονίζουν την Ρωσία ως μια τρομερή απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η διακομματική εχθρότητα εναντίον της Ρωσίας ώθησε ακόμα και τον Τραμπ, η ρητορική του οποίου συχνά ταλαντεύεται μεταξύ της ανοιχτής εχθρότητας και του θαυμασμού, να υιοθετεί αντανακλαστικές φιλοπόλεμες πολιτικές, από άσκοπες κυρώσεις [2] έως πυρηνικές απειλές.

23042018-1.jpg

Μια γενική άποψη του Πύργου Spasskaya και του τοίχου του Κρεμλίνου στην κεντρική Μόσχα, τον Μάιο του 2016. SERGEI KARPUKHIN / REUTERS
---------------------------------------------------------------------------------

Αλλά αντί να μεταβάλλουν την ρωσική συμπεριφορά, αυτές οι πολιτικές πολύ συχνά καθιστούν την κατάσταση χειρότερη. Μια πιο αποτελεσματική πολιτική για την Ρωσία είναι δυνατή. Θα αναγνώριζε τις δύσκολες πραγματικότητες της σημερινής αμερικανο-ρωσικής σχέσης, εστιάζοντας παράλληλα τόσο στην αποτροπή όσο και στην επαναδέσμευση, όπως είναι απαραίτητο. Δυστυχώς, δεν μπορεί να επιτευχθεί εφόσον η αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών στις ρωσικές ενέργειες είναι η αντανακλαστική εχθρότητα και η αντιπαράθεση.

ΤΟ STATUS QUO ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗΣ

Δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένης της παρεμβολής της Μόσχας στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016, ότι πολλοί Αμερικανοί είναι εχθρικοί απέναντι στην Ρωσία. Αν και το εύρος της παρεμβολής παραμένει ασαφές -και η επίδρασή της είναι υπό αμφισβήτηση- παρ’ όλα αυτά έχει την αίσθηση του βιασμού. Ωστόσο, η σημερινή εμπρηστική ρητορική είναι και πάλι αξιοσημείωτη. Για παράδειγμα, ο πρώην αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν [3] έγραψε πρόσφατα ότι «η ρωσική κυβέρνηση επιτίθεται στα θεμέλια της Δυτικής δημοκρατίας». Ο ηγέτης της μειοψηφίας της Γερουσίας, Chuck Schumer [4], Δημοκρατικός της Νέας Υόρκης, κάλεσε τον Trump «να κατευθύνει τα πυρά του στον ξένο αντίπαλο, την Ρωσία, που μας επιτέθηκε». Και ο Δημοκρατικός Αντιπρόσωπος André Carson της Ιντιάνα προειδοποίησε [5] για ένα« νέο Σιδηρούν Παραπέτασμα που κατεβαίνει στην Ευρώπη».

Δυστυχώς, αυτή η απειλητική ρητορική όχι μόνο χρησιμεύει για να κρατήσει ψηλά τις εντάσεις, αλλά παράγει και αντανακλαστικές αντιδράσεις πολιτικής που επικεντρώνονται στην ανόητη αντιπαράθεση. Δείτε την περσινή νομοθεσία σχετικά με τις κυρώσεις, τον Νόμο Αντιμετώπισης των Αντιπάλων της Αμερικής μέσω Κυρώσεων (Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act, CAATSA [6]). Παρόλο που οι κυρώσεις είναι σπάνια αποτελεσματικές, οι κυρώσεις της κυβέρνησης Ομπάμα εναντίον της Ρωσίας τουλάχιστον, ήταν στοχοθετημένες και περιελάμβαναν σαφείς όρους -συγκεκριμένα την συμμόρφωση της Ρωσίας με την διαδικασία του Μινσκ για τον τερματισμό του πολέμου στην ανατολική Ουκρανία- και αν αυτό συνέβαινε θα μπορούσαν να αρθούν. Ο CAATSA, αντίθετα, είναι σε μεγάλο βαθμό τιμωρητικός και δεν προσφέρει μια σαφή διαδρομή για το Κογκρέσο ώστε να εξετάσει το ενδεχόμενο άρσης των κυρώσεων, μη παρέχοντας έτσι κανένα κίνητρο στην Ρωσία να αλλάξει την συμπεριφορά της.

Η διοίκηση Trump, αν και αρχικά επιφυλακτική, έχει επίσης λάβει αντιπαραθετικά μέτρα τους τελευταίους μήνες. Ορισμένα από αυτά τα μέτρα ήταν σαφώς δικαιολογημένα, όπως η απομάκρυνση Ρώσων διπλωματών ως απάντηση στην απόπειρα δολοφονίας στο Ηνωμένο Βασίλειο ενός Ρώσου αποστάτη, με την χρήση ενός απαγορευμένου νευρικού παράγοντα. Ωστόσο, άλλα ήταν πολύ λιγότερο [δικαιολογημένα]. Τον Δεκέμβριο, για παράδειγμα, η κυβέρνηση συμφώνησε να παράσχει θανατηφόρα βοήθεια στην Ουκρανία -ένα βήμα που η διοίκηση Ομπάμα είχε αποφύγει για τον φόβο της κλιμάκωσης της σύγκρουσης εκεί- παρά οποιαδήποτε σαφή λογική για το πώς θα μπορούσε να βελτιώσει την κατάσταση.

Τα έγγραφα πολιτικής του Λευκού Οίκου παρουσίασαν επίσης μια πολεμική στάση απέναντι στην Ρωσία. Η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας (National Security Strategy), που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο, περιγράφει την Ρωσία ως μια από τις «ρεβιζιονιστικές δυνάμεις» [7], την οποία απαριθμεί ως πρόκληση μαζί με «αδίστακτα καθεστώτα» όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα. Η Επανεξέταση της Πυρηνικής Θέσης (Nuclear Posture Review) του 2018 περιλαμβάνει, εν τω μεταξύ, προβλέψεις για νέα πυρηνικά όπλα χαμηλής απόδοσης και πυραύλους κρουζ που έχουν σχεδιαστεί ειδικά για την αντιμετώπιση του πυρηνικού οπλοστασίου της Ρωσίας. Πολλοί ειδικοί, όπως η Olga Oliker [8] και ο Vipin Narang [9], ανησυχούν ότι τέτοια όπλα μπορεί απλά να καταστήσουν την σύγκρουση με την Ρωσία πιο πιθανή.

Ακόμη και τα πρόσφατα χτυπήματα στην Συρία αντανακλούσαν αυτήν την εχθρότητα. Τα χτυπήματα ήταν περιορισμένα, απέφυγαν σε μεγάλο βαθμό τους ρωσικούς στόχους και δεν είχαν ως αποτέλεσμα μια κλιμάκωση. Ωστόσο, ορισμένοι αξιωματούχοι της διοίκησης [Τραμπ] είχαν υποστηρίξει τα ευρύτερα χτυπήματα [10] που θα επηρέαζαν τα ρωσικά στοιχεία [στην Συρία]˙ ο πρόεδρος μάλιστα έφτασε μέχρι το σημείο να χλευάσει την Ρωσία σχετικά με πιθανά χτυπήματα, μέσω tweets. Ευτυχώς, φαίνεται ότι επικράτησε η πιο επιφυλακτική προσέγγιση που υπερασπίστηκε ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας, James Mattis.

ΠΩΣ ΝΑ ΓΙΝΕΙ Η ΕΠΑΝΑΔΕΣΜΕΥΣΗ