Πώς μπορεί να διασπαστεί η ευρωζώνη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς μπορεί να διασπαστεί η ευρωζώνη

Θα μπορούσε η Γερμανία να γίνει ένας απρόθυμος ηγεμόνας;

Κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, οι οικονομίες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης διατήρησαν μεγάλα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών [9] -δηλαδή, εισήγαγαν περισσότερα από όσα εξήγαγαν. Τα ελλείμματα αυτά προήλθαν από την εισροή κεφαλαίων από την Γερμανία, καθώς οι γερμανικές εξαγωγικές επιχειρήσεις επένδυσαν στην αποκατάσταση των κεφαλαιακών αποθεμάτων αυτών των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και στην ενσωμάτωσή τους στις γερμανικές αλυσίδες εφοδιασμού. Επειδή οι περισσότερες από αυτές ήταν επενδύσεις σε μετοχές με την μορφή εργοστασίων και εξοπλισμού και στην μετακίνηση εργοστασίων και εξοπλισμού στην Ανατολική Ευρώπη από την Γερμανία, και καθώς οι μετοχές είναι πιο ανθεκτικές στους κραδασμούς από το χρέος, μόλις οι παγκόσμιες εξαγωγικές αγορές ανέκαμψαν μετά το 2011, αυτές οι οικονομίες άνθισαν. Σύμφωνα με τους δικούς μας υπολογισμούς που βασίζονται στα στοιχεία του ΟΗΕ [10] και του Atlas of Economic Complexity [11], κατά μέσο όρο το 25% των εξαγωγών της Αυστρίας, της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Ρουμανίας, της Σλοβακίας και της Σλοβενίας πήγαν κατευθείαν στην Γερμανία. Όπως και στην Ανατολική Ασία μια δεκαετία πριν, αυτές οι χώρες σήμερα έχουν διαρθρωτικά εμπορικά πλεονάσματα και βασίζονται σε λιτές δημόσιες δαπάνες εγχωρίως για να κρατήσουν το κόστος χαμηλά και τις εξαγωγές ανταγωνιστικές. Αλλά τι γίνεται με άλλες χώρες της Ευρώπης όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία, των οποίων τα μοντέλα ανάπτυξης εξαρτώνται πολύ περισσότερο από την εσωτερική κατανάλωση και την εγχώρια ζήτηση και για τα οποία η δημοσιονομική συμπίεση στα χρόνια μετά την χρηματοπιστωτική κρίση συνέβαλε σε εξαιρετικά χαμηλή ανάπτυξη ή καθόλου ανάπτυξη; Μπορούν επίσης να επωφεληθούν από εξαγωγές που βασίζονται στην λιτότητα;

ΜΙΑ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ

Η σύντομη απάντηση είναι «Όχι». Η Ιταλία μόλις που έχει αναπτυχθεί μέσα σε πάνω από μια δεκαετία και τώρα διαθέτει ένα μικρό πλεόνασμα εξωτερικού εμπορίου. Η Ισπανία έχει περάσει από ένα εμπορικό έλλειμμα περίπου 10% το 2007 σε πλεόνασμα σήμερα περίπου 2%. Η μεγάλη εξαίρεση στην ευρωζώνη είναι η Γαλλία, η οποία συνήθιζε να έχει εμπορικό πλεόνασμα, αλλά τώρα έχει δίδυμα δημοσιονομικά και εμπορικά ελλείμματα [12] περίπου 3,5% και 2% αντίστοιχα. Δεδομένης της κοινής πίεσης της ευρωζώνης να πορεύεται προς την ανάπτυξη μέσω των εξαγωγών, με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης συνολικά να κάνουν ελάχιστα για να αυξήσουν την εγχώρια ζήτηση, τόσο η Γαλλία όσο και τα άλλα μεγάλα καθοδηγούμενα από την κατανάλωση κράτη θα έχουν λίγες εναλλακτικές λύσεις εκτός του να προσπαθήσουν να βελτιώσουν την εμπορική τους ανταγωνιστικότητα τα επόμενα χρόνια και να αναπτυχθούν μέσω των εξαγωγών. Η Ισπανία ήταν σε θέση να το πράξει, αλλά κυρίως επειδή οι εισαγωγές μειώθηκαν καθώς η κατανάλωση μειώθηκε και αυξήθηκε η ανεργία, καταθλίβοντας το κόστος εργασίας και βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών. Η Ιταλία είναι κολλημένη.

Αυτό αποτελεί ένα διαρθρωτικό πρόβλημα. Οι Γερμανοί και οι κεντρο- και ανατολικο-Ευρωπαίοι πραγματοποιούν εξαγωγικό πλεόνασμα έναντι της υπόλοιπης ευρωζώνης και, στο τέλος της ημέρας, όλα τα πλεονάσματα και τα ελλείμματα πρέπει να καταλήγουν στο μηδέν. Ωστόσο, το δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ δυσχεραίνει τις χώρες της ευρωζώνης, όπως η Γαλλία, να έχουν δημοσιονομικά ελλείμματα για να αντισταθμίζουν τον καταθλιπτικό αντίκτυπο στις οικονομίες τους που φέρνουν τα εμπορικά ελλείμματα με την υπόλοιπη ευρωζώνη. Το μήνυμα που προκύπτει σε αυτές τις χώρες -πρέπει να δεσμευτείτε με την συνεχιζόμενη λιτότητα, ώστε οι Γερμανοί και άλλοι στην βόρεια και κεντρική Ευρώπη να μπορούν να αναπτύσσονται- είναι ένας λαϊκιστικός δυναμίτης, διότι σε έναν τέτοιο κόσμο η μόνιμη λιτότητα γίνεται η de facto πολιτική της κυβέρνησης ανεξάρτητα από τον ποιον ψηφίζετε.

Αυτή η ρύθμιση δημιουργεί τον προφανή κίνδυνο ότι η Γαλλία, ή πιο πιθανά η Ιταλία, θα εκλέξει τελικά μια λαϊκιστική κυβέρνηση. Η νίκη του Εμμανουέλ Μακρόν στις γαλλικές προεδρικές εκλογές τον Μάιο του 2017 θεωρήθηκε ως απόρριψη του λαϊκισμού αλλά δεν έχει ακόμη πείσει τους Γερμανούς να συμφωνήσουν στις βαθιές μεταρρυθμίσεις της ευρωζώνης που είναι απαραίτητες για να προχωρήσει η ατζέντα του και είναι αμφίβολο ότι θα μπορέσει να το πράξει. Εάν ο Macron αποτύχει, ο επόμενος πρόεδρος της Γαλλίας θα μπορούσε να είναι ένας λαϊκιστής της αριστεράς ή της δεξιάς που θα δεσμευθεί να διεξαγάγει δημοψήφισμα για την συμμετοχή της Γαλλίας στην ευρωζώνη [13]. Εν τω μεταξύ, η ιταλική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Με τον τρέχοντα ρυθμό ανάπτυξής της, μεταξύ 1% και 1,5%, θα χρειαστούν αρκετά ακόμη χρόνια για να επιστρέψει στο μέγεθος του 2007, και το τραπεζικό της σύστημα είναι ένα χάος. Οι επόμενες ιταλικές γενικές εκλογές ή οι επόμενες από αυτές, θα μπορούσαν ακόμη να φέρουν ένα κόμμα στην κυβέρνηση το οποίο να έχει πρόθεση να διεξαγάγει δημοψήφισμα για το ευρώ. Τι θα συμβεί τότε;

Η απειλή της Γαλλίας ή της Ιταλίας (ή και των δύο) να εγκαταλείψουν το ευρώ θα μπορούσε, θεωρητικά, να οδηγήσει την Γερμανία και τους συμμάχους της να αποδεχθούν μια ουσιαστική αμοιβαιοποίηση (pooling) του κινδύνου εντός της ευρωζώνης για να αποφύγουν οποιαδήποτε έξοδο, ίσως μέσω της έκδοσης κοινού χρέους της ευρωζώνης ή ενός συνδυασμού μεγάλων απομειώσεων χρεών και πιο επεκτατικών δημοσιονομικών πολιτικών, οι οποίες θα βοηθούσαν τις βεβαρυμμένες με χρέη χώρες της νότιας Ευρώπης. Κάτι τέτοιο, όμως, θα απαιτούσε μια σεισμική μετατόπιση εκ μέρους των Γερμανών, οι οποίοι κατέλαβαν μια θέση βασισμένη στην λιτότητα και την δημοσιονομική πειθαρχία. Πράγματι, είναι πιο πιθανό η γερμανική κυβέρνηση να εντείνει την υπάρχουσα πολιτική. Με τον τρόπο αυτό, ωστόσο, θα κάνει αυτά τα δημοψηφίσματα της ευρωζώνης ακόμη πιο πιθανά.