Η ρητορική του Trump περί εμπορίου ήδη πληγώνει την Αμερική | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ρητορική του Trump περί εμπορίου ήδη πληγώνει την Αμερική

Περισσότερη αβεβαιότητα, λιγότερη αξιοπιστία
Περίληψη: 

Ακόμη και αν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφύγουν έναν πλήρη εμπορικό πόλεμο, η χώρα υφίσταται ήδη οικονομική ζημία με το να αυξάνει την αβεβαιότητα σχετικά με τη μελλοντική οικονομική πολιτική της και με το να υπονομεύει το κύρος της στην χάραξη διεθνούς πολιτικής.

Ο MATTHEW J. SLAUGHTER είναι πρύτανης της Σχολής Επιχειρήσεων Tuck στο Dartmouth College.

Καθώς το 2018 προχωρά, οι συζητήσεις για έναν εμπορικό πόλεμο [1] αρνούνται να υποχωρήσουν. Η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες σχεδιάζουν να επιβάλλουν δασμούς δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων στο διμερές εμπόριό τους. Αμφότερες έχουν θέσει νέα όρια στις άμεσες ξένες επενδύσεις η μια για την άλλη, με ψιθύρους για ευρύτερους περιορισμούς στον ορίζοντα. Οι [εισαγωγικοί] δασμοί των ΗΠΑ στο αλουμίνιο και τον χάλυβα από μεγάλο μέρος του κόσμου παραμένουν σταθερά σε ισχύ. Και οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να παζαρεύουν με τον Καναδά και το Μεξικό για την επαναδιαπραγμάτευση της Συμφωνίας Ελευθέρων Συναλλαγών της Βόρειας Αμερικής (North American Free Trade Agreement, NAFTA), ακόμη και καθώς ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, απειλεί περιοδικά να αποσυρθεί από το Σύμφωνο.

Ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι όλα αυτά είναι τόσο πολλή φασαρία, που δεν σημαίνουν τίποτα. Η πιθανότητα ενός εμπορικού πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας θα εξασθενίσει σχεδόν σίγουρα, υποστηρίζουν, και όταν συμβεί αυτό, η παγκόσμια οικονομία θα συνεχίσει σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

09052018-1.jpg

Ο Trump ανακοινώνει δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου στον Λευκό Οίκο, τον Μάρτιο του 2018. LEAH MILLIS / REUTERS
----------------------------------------------------------------------

Αυτή η αισιοδοξία δεν εξετάζει το πολύ πραγματικό κόστος της τρέχουσας πολιτικής των ΗΠΑ. Ακόμη και αν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφύγουν έναν πλήρη εμπορικό πόλεμο [2], η χώρα υφίσταται ήδη οικονομική ζημία με το να αυξάνει την αβεβαιότητα σχετικά με τη μελλοντική οικονομική πολιτική της και με το να υπονομεύει το κύρος της στην χάραξη διεθνούς πολιτικής.

ΑΒΕΒΑΙΟΙ ΚΑΙΡΟΙ

Υπάρχει ουσιαστική ακαδημαϊκή έρευνα που αποδεικνύει ότι οι εταιρείες ανταποκρίνονται στην μεγαλύτερη πολιτική αβεβαιότητα με το να προσλαμβάνουν λιγότερους εργαζόμενους και να περικόπτουν τις επενδύσεις τους σε φυσικό κεφάλαιο και έρευνα. Η οικονομική παρόρμηση είναι απλή: Οι επενδύσεις είναι εγγενώς επικίνδυνα πράγματα. Η μεγαλύτερη αβεβαιότητα τις καθιστά ακόμη περισσότερο [επικίνδυνες], με το να αυξάνει τις πιθανότητες ότι κάτι θα πάει πολύ άσχημα στην ευρύτερη οικονομία και θα εμποδίσει την εταιρεία να πραγματοποιήσει τις αποδόσεις που ελπίζει. Η αβεβαιότητα σήμερα, μειώνει την ανάπτυξη αύριο, ακόμη και αν αποτραπεί η καταστροφή.

Από τότε που εξελέγη πρόεδρος ο Trump, πολλές μετρήσεις πολιτικής αβεβαιότητας έχουν κάνει άλμα. Πάρτε τον ευρέως χρησιμοποιούμενο μηνιαίο Δείκτη Αβεβαιότητας Πολιτικής των ΗΠΑ (monthly U.S. Policy Uncertainty Index) που δημιουργήθηκε από τους οικονομολόγους Scott Baker, Nicholas Bloom και Steven Davis, ο οποίος παρακολουθεί τις συζητήσεις σχετικά με την αβεβαιότητα για τις πολιτικές στις μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες. Από το 1985 (όταν άρχισε ο δείκτης) μέχρι τον Οκτώβριο του 2016, ο δείκτης έφθανε κατά μέσο όρο τις περίπου 109 μονάδες. Από την εκλογή του Trump, ο μέσος όρος ήταν 149, μια αύξηση κατά 37%.

Οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες το αισθάνονται χειρότερα. Σκεφτείτε τις πολλές πολυεθνικές εταιρείες -Amazon, Boeing, United Technologies- στις οποίες έχει επιτεθεί ο Trump στο Twitter. Οι επιθέσεις είναι σημαντικές επειδή αυτές οι παγκόσμιες εταιρείες και άλλοι σαν αυτές αντιπροσωπεύουν μεγάλα μερίδια των επενδύσεων κεφαλαίου, της Έρευνας και Ανάπτυξης (Ε&Α), του εμπορίου και της μετανάστευσης [ατόμων και λειτουργιών] υψηλής ειδίκευσης. Το 2015 (ο τελευταίος χρόνος για τον οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία), οι αμερικανικές μητρικές των πολυεθνικών εταιρειών των ΗΠΑ δαπάνησαν 700,5 δισεκατομμύρια δολάρια για νέες κεφαλαιουχικές επενδύσεις, ποσοστό 43% όλων των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα (εκτός των κατοικιών) στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εξήγαγαν αγαθά αξίας 794 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το 53% όλων των εξαγωγών αγαθών των ΗΠΑ. Και δαπάνησαν 284 δισεκατομμύρια δολάρια για Έρευνα και Ανάπτυξη, ένα αξιοσημείωτο 79% του συνόλου Ε&Α του ιδιωτικού τομέα στις ΗΠΑ.

Αυτό μεταφράζεται άμεσα σε καλές θέσεις εργασίας. Το 2015, οι πολυεθνικές των ΗΠΑ απασχολούσαν 28,3 εκατομμύρια Αμερικανούς (καλύπτοντας το 23% όλων των θέσεων εργασίας του ιδιωτικού τομέα). Αυτοί οι εργαζόμενοι κέρδισαν έναν μέσο [ετήσιο] μισθό 77.656 δολαρίων -περίπου κατά ένα τρίτο πάνω από το μέσο όρο σε σύγκριση με όλες τις άλλες θέσεις εργασίας των ΗΠΑ στον ιδιωτικό τομέα. Οι επιχειρήσεις αυτές υποστηρίζουν επίσης εκατομμύρια αμερικανικές θέσεις εργασίας στους προμηθευτές τους. Αντίθετα με την κοινή αντίληψη ότι οι περισσότερες αμερικανικές εταιρείες αγοράζουν εξαρτήματα και πρώτες ύλες από το εξωτερικό, οι επιχειρήσεις αυτές αγόρασαν το 90% όλων των ενδιάμεσων εισροών τους –αγαθά αξίας περίπου 8,7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων- από άλλες αμερικανικές εταιρείες. Το θόλωμα της ικανότητας των πολυεθνικών των ΗΠΑ να εκτιμήσουν το μέλλον θα αμβλύνει την ικανότητά τους να δημιουργούν παραγωγικές θέσεις εργασίας υψηλού επιπέδου στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΚΕΡΔΙΖΕΤΑΙ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΟΣ

Η απειλή των ΗΠΑ ότι θα ξεκινήσουν εμπορικούς πολέμους επιβάλλει ένα ακόμη ευρύτερο κόστος στις Ηνωμένες Πολιτείες με τη μορφή χαμένου κύρους στο εξωτερικό. Οι εμπορικές και επενδυτικές συμφωνίες συνήθως χρειάζονται πολλά χρόνια διαπραγμάτευσης, σε μεγάλο βαθμό επειδή χρειάζεται χρόνος για τους ηγέτες και τους εκπροσώπους τους να οικοδομήσουν την εμπιστοσύνη που είναι απαραίτητη για να τις κάνουν να λειτουργήσουν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες που σπέρνουν σύγχυση και φόβο για την εμπορική και επενδυτική πολιτική τους, είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες που όλες οι χώρες θα βρουν λιγότερο αξιόπιστες στις παγκόσμιες οικονομικές εταιρικές σχέσεις. Αυτό θα βλάψει την ικανότητα της Ουάσιγκτον να επηρεάζει τους όρους των νέων συμφωνιών υπέρ τους και θα αποκόψει τους Αμερικανούς από την ανάπτυξη που φέρνουν αυτές οι συμφωνίες.