Η κατασκευαστική άνθηση του Πεκίνου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η κατασκευαστική άνθηση του Πεκίνου

Πώς η Δύση παρέδωσε την παγκόσμια ανάπτυξη των υποδομών στην Κίνα

Για δεκαετίες, η Κίνα επένδυε σε μεγάλο βαθμό στις εγχώριες υποδομές, αλλά πρόσφατα κατέστη ένα μη βιώσιμο τμήμα της κινεζικής οικονομίας. Μέχρι το 2016, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου της Κίνας, ένα μέτρο της συνολικής επένδυσης σε φυσικά περιουσιακά στοιχεία, ήταν πάνω από 45% του ΑΕΠ. Αυτή η εγχώρια οικοδόμηση συνέπεσε με μια δραματική αύξηση του τοπικού κινεζικού χρέους, και η κυβέρνηση της Κίνας δαπάνησε μεγάλο μέρος του 2014 και του 2015 προσπαθώντας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, απαιτώντας τελικά από τις εγχώριες τράπεζες να αναχρηματοδοτήσουν τα χρέη των τοπικών κυβερνήσεων με «διαπραγματεύσιμα» επιτόκια με αντάλλαγμα κρατικές εγγυήσεις, οι οποίες, παρά την επιτυχή αποτροπή της κρίσης, μετέφεραν ουσιαστικά τα επισφαλή χρέη των τοπικών κυβερνήσεων της Κίνας στους εθνικούς λογαριασμούς.

Αυτή η εμπειρία τροφοδοτεί μια κατανόηση του κινεζικού δανεισμού στο εξωτερικό, με μερικές κρίσιμες επιφυλάξεις. Η πρώτη είναι ότι οι αντισυμβαλλόμενοι που υποδέχονται τις κινεζικές επενδύσεις στο εξωτερικό δεν είναι τοπικές επαρχίες. Είναι κυρίαρχα έθνη. Αν το κακό χρέος συσσωρευτεί στο εξωτερικό, η κινεζική κυβέρνηση θα έχει λιγότερα εργαλεία για να βρει λύση. Το δεύτερο είναι ότι για τα έργα στο εξωτερικό, η Κίνα δεν απολαμβάνει απαραιτήτως όλες τις ευεργετικές οικονομικές εξωτερικές επιδράσεις (beneficial economic externalities) που δημιουργούνται από την ανάπτυξη υποδομών, όπως συμβαίνει με τα εγχώρια έργα. Αντ’ αυτού, στο εξωτερικό οι κινεζικές επιχειρήσεις πρέπει να ανταγωνίζονται με τους οικοδεσπότες τους για να τις απολαύσουν.

Δυτικοί παρατηρητές έχουν κατηγορήσει τις τράπεζες της κινεζικής πολιτικής [China’s policy banks] ότι χρησιμοποιούν «διπλωματία παγίδευσης με χρέος» [8], φορτώνοντας την Βενεζουέλα με περισσότερα από 60 δισεκατομμύρια δολάρια σε δάνεια για υποδομές ή την Σρι Λάνκα με περισσότερα από 8 δισεκατομμύρια δολάρια για έργα που αποδείχθηκαν οικονομικά μη βιώσιμα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι τράπεζες πολιτικής της Κίνας χάνουν ξεκάθαρα ένα απίστευτο χρηματικό ποσό σε αμφότερα τα μέρη. Μια συνοπτική ανασκόπηση δείχνει ότι ο κόσμος είναι γεμάτος με χρηματοδοτούμενες από την Κίνα υποδομές που δεν είναι δυνατό να αποδώσουν καλά οικονομικά. Αυτό σημαίνει ότι τα δάνεια που τα χρηματοδότησαν είναι είτε μη εξυπηρετούμενα είτε, στην περίπτωση κρατικών εγγυήσεων από τα κράτη υποδοχής, ένα βάρος για τους δανειολήπτες. Φαίνεται λοιπόν ότι μια χώρα όπως η Βενεζουέλα έχει εκμεταλλευτεί την Κίνα και όχι το αντίστροφο.

Τα δανειακά προγράμματα τραπεζών πολιτικής της Κίνας είναι σχετικά μικρά, αλλά ήδη εμφανίζονται σημάδια δυσφορίας, ειδικά για την CEXIM, η οποία δανείζει αποκλειστικά διεθνώς, ενώ η CDB στοχεύει το 70% των δανείων της σε έργα στην Κίνα. Οι αναφερθείσες απομειώσεις δανείων της CEXIM ήταν αμελητέες το 2008, αλλά αυξήθηκαν σε περισσότερα από 5 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως το 2015 και το 2016. Το 2015 το Υπουργείο Οικονομικών της Κίνας προέβη σε μια εισροή μετρητών άνω των 90 δισεκατομμυρίων δολαρίων που χωρίστηκε σχεδόν ομοιόμορφα μεταξύ της CDB και της CEXIM. Το Υπουργείο ανέφερε ότι ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας της CDB, ένα μέτρο της φερεγγυότητας της τράπεζας, λίγο πριν την ένεση [των μετρητών] ήταν κάτω από 9%, ενώ ήταν μόνο 2,26% στην CEXIM.

Τα δάνεια από τις τράπεζες πολιτικής της Κίνας γενικά ενσωματώνουν την έλλειψη διαφάνειας ως χαρακτηριστικό τους γνώρισμα˙ η μεγάλη πλειοψηφία των έργων τους έχουν υλοποιηθεί μέσω άμεσης διαπραγμάτευσης. Συχνά δεν είναι σαφές ποιοι είναι οι όροι και οι προϋποθέσεις των δανείων –και, το πιο σημαντικό, αν έρχονται με κρατικές εγγυήσεις ή είναι «χωρίς καταφυγή» (nonrecourse), πράγμα που σημαίνει ότι το δάνειο εξασφαλίζεται μόνο από το ίδιο το έργο και ότι ο δανειστής θα βρεθεί στριμωγμένος αν το έργο χρεοκοπήσει. Αυτή η ασάφεια καθιστά δύσκολο για τα έθνη υποδοχής να ποσοτικοποιήσουν ακόμη και την έκταση του χρέους τους, και πιθανώς για τις τράπεζες πολιτικής της Κίνας να εκτιμήσουν με ακρίβεια το παθητικό τους σε σταθμισμένο ρίσκο.

Εάν ο πραγματικός στόχος των προγραμμάτων δανεισμού της Κίνας είναι να οικοδομήσει επιρροή σε διεθνές επίπεδο, ήταν αναμφισβήτητα σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικό και σε αυτό το μέτωπο. Σήμερα, πολλά από τα έθνη που είναι οι μεγαλύτεροι αποδέκτες κινεζικών δανείων έχουν τις χειρότερες διμερείς σχέσεις με την Κίνα, όχι τις καλύτερες. Τα υψηλά επίπεδα κινεζικών επενδύσεων στην Σρι Λάνκα αποτελούν το κυριότερο παράδειγμα, καθώς οι τοπικοί οργανισμοί που βυθίζονται στο χρέος έχουν προκαλέσει σημαντική αντίδραση [9]. Με την αξιοσημείωτη εξαίρεση του Πακιστάν, τα έθνη στη Νότια Ασία, που συγκαταλέγονται στους μεγαλύτερους αποδέκτες του δανεισμού κινεζικής [Πρωτοβουλίας] Ζώνη και Οδός, έχουν μετατοπιστεί για να επανισορροπήσουν στρατηγικά με την Ινδία, την Ιαπωνία ή τις Ηνωμένες Πολιτείες.

ΕΝΑ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΥΣΗ

Τα Δυτικά πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να κάνουν περισσότερα από το να περιμένουν απλά τα προγράμματα δανεισμού της Κίνας να κάνουν την πορεία τους. Τα πολυμερή ιδρύματα δανειοδότησης υποδομών πρέπει να αναδιαρθρωθούν για να λάβουν υπόψη τους το γεγονός ότι δεν αποτελούν πλέον τη μόνη βιώσιμη εναλλακτική λύση για τους δανειολήπτες. Η επόμενη επανάληψη του Δυτικού αναπτυξιακού δανεισμού θα πρέπει να προωθήσει διαφανείς, ανταγωνιστική και «χωρίς καταφυγή» χρηματοδότηση χωρίς κρυφές κρατικές εγγυήσεις, αλλά χωρίς να επιβάλλει υπερβολικά επαχθείς απαιτήσεις στις φιλοξενούσες χώρες που επιθυμούν να προωθήσουν τα σχέδιά τους. Η εναλλακτική στην συμμετοχή τους μπορεί να είναι το ίδιο έργο αλλά χωρίς τις εξασφαλίσεις και την ανάλυση που προσπαθούν να προωθήσουν τα εν λόγω ιδρύματα. Το βάρος της επιβολής αυτών των προϋποθέσεων πρέπει απλώς να τεθεί στα ίδια τα έθνη υποδοχής. Προκειμένου να προωθηθούν ενεργά τα στο εξωτερικό, τα Δυτικά πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να προστατεύονται από την πολιτική εγχωρίως.